Εχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μια αμερικανική παρέμβαση στην Ευρωζώνη, για μια μετωπική σύγκρουση με τη Γερμανία; Οι παρελθούσες παρεμβάσεις Γκάιτνερ και η σκληρή στάση της επικεφαλής του ΔΝΤ Λαγκάρντ είναι σοβαρότατες προειδοποιήσεις προς το Βερολίνο, αλλά δεν μπορούν να καταγραφούν ως έναρξη εχθροπραξιών.
Ιστορικά η παρέμβαση των ΗΠΑ στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους καθυστέρησε, δεν ήταν αποτρεπτική αλλά παρεμβατική αμφισβήτηση της γερμανικής πρωτοκαθεδρίας: Ο Ουίλσον ενέπλεξε τη χώρα στις αρχές του 1917 και ο Ρούζβελτ μόλις τον Δεκέμβριο του 1941, αφού είχε προηγηθεί η συντριβή της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940 και η εισβολή της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ τον Ιούνιο του 1941.
Μπορεί χωρίς το άγχος μιας αποσταθεροποίησης, που θα υποθήκευε την επανεκλογή του, ο Ομπάμα να περιμένει το πλήρες αδιέξοδο στην Ισπανία και τη δραματική επιδείνωση στην Ιταλία πριν συγκρουσθεί μετωπικά με το Βερολίνο για τη διαχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη;
Ούτως ή άλλως μιλάμε για εξελίξεις που έχουν ορίζοντα μερικών μηνών, ένα διάστημα πολύτιμο για τις ΗΠΑ για να διαμορφωθεί μια εσωτερική δικομματική συναίνεση περιστολής δαπανών και περιφρούρησης της ανάπτυξης και να υπάρξει μια προσπάθεια στρατηγικού συντονισμού με την Κίνα, αλλά και μιας πρώτης διερεύνησης της πιθανότητας συνολικής εκκαθάρισης εκκρεμοτήτων με τη Ρωσία, και ταυτόχρονα ελέγχου των εξελίξεων στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή
Η αναμονή της Ουάσιγκτον δεν μπορεί να κρατήσει περισσότερο από μερικούς μήνες, καθώς η μετατροπή της Ευρωζώνης σε Πολιτική Ενωση γερμανικών προδιαγραφών προαναγγέλλει την πολιτική και αμυντική χειραφέτηση από τις ΗΠΑ, την ισχυρότερη δηλαδή αμφισβήτηση μιας φθίνουσας παντοδυναμίας.
Τα προαπαιτούμενα, τόσο η διαμόρφωση μιας κοινής στρατηγικής με την Κίνα απέναντι στην κρίση της Ευρωζώνης, όσο και ένας συνολικός γεωπολιτικός συμβιβασμός με τη Ρωσία, είναι προκλήσεις μεγάλων διαστάσεων και υψηλού αντισταθμιστικού κόστους που θα κληθεί να καταβάλει η Ουάσιγκτον, από την ανοχή της προβολής ισχύος του Πεκίνου στον Ειρηνικό μέχρι τη μονοπώληση από τη Μόσχα των δικτύων μεταφοράς ενέργειας από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ στην παγκόσμια αγορά.
Υπάρχει βεβαίως ιστορικό προηγούμενο πιο απότομων στροφών στο όνομα της αντιμετώπισης του γερμανικού επεκτατισμού: Στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, Γαλλία και Βρετανία είχαν παραμερίσει τον αποικιακό ανταγωνισμό τους στην Αφρική, ενώ ταυτόχρονα Λονδίνο και Αγία Πετρούπολη τερμάτιζαν το «μεγάλο παιχνίδι», τον ανταγωνισμό δηλαδή για κυριαρχία στην Κεντρική Ασία.
Η πιο σημαντική ευρωπαϊκή διασφάλιση της Γερμανίας, η ειδική σχέση με τη Ρωσία, έχει τα όριά της. Αν αποσαθρωθεί η Ευρωζώνη και το Βερολίνο επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη με σκληρό πυρήνα τη διμερή συνεργασία με την Πολωνία, τότε δημιουργείται μια δυναμική επέκτασης της γερμανικής επιρροής και στην Ουκρανία.
Είναι σαφές δηλαδή ότι και η Μόσχα, σε μικρότερο ίσως βαθμό από την Ουάσιγκτον, έχει λόγους να ανησυχεί για τη συγκρότηση Γερμανικής Ευρώπης, μια διαπίστωση που φωτίζει τις σημερινές διμερείς εκκρεμότητες ΗΠΑ - Ρωσίας ως υστερόγραφα του Ψυχρού Πολέμου, που θα πρέπει να απαλειφθεί.
Το ερώτημα, πάντως, παραμένει τι θα συμβεί στην περίπτωση ταχύτατων δραματικών εξελίξεων που θα περιορίσουν τον χρονικό ορίζοντα των κρίσιμων επιλογών τόσο της Γερμανίας όσο και των ΗΠΑ. Μιας δηλαδή κατάρρευσης της Ισπανίας και της Ιταλίας, που θα θέσει το δίλημμα αποφασιστικής αλλαγής γραμμής πλεύσης από το Βερολίνο ή ασύντακτης κατάρρευσης της Ευρωζώνης.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου