ΑΠ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
Θα ξεκινήσω με ένα «δεν». Δεν υπάρχει στην Ελλάδα πολιτικός, κόμμα ή «ομάδα σκέψης» που να έχει, έστω στοιχειωδώς, γνώση της συνολικής εικόνας του οικονομικού και του αλληλένδετου γεωπολιτικού «παιχνιδιού» που εξελίσσεται στην περιοχή μας. Να έχει γνώση και να δύναται, ως εκ τούτου, να κάνει χρήση υπέρ των ελληνικών συμφερόντων.
Τα συγκρουόμενα συμφέροντα όπως και οι παίκτες είναι πολλά και πολλοί (μερικοί αόρατοι), οι συμμαχίες ευμετάβολες, οι τακτικές και τα επί μέρους συμφέροντα υπονομεύουν τις στρατηγικές και το «γενικό» συμφέρον (αν υποθέσουμε ότι αυτό υπάρχει) του Δυτικού Κόσμου. Η ορατή σύγκρουση ΗΠΑ-Γερμανίας για κυριαρχία και έλεγχο της ΕΕ, ο ρόλος της Ρωσίας, οι εξελίξεις στη Μ. Ανατολή/Ιράν (και ο όχι απίθανος πόλεμος στη Συρία), η παρεμβολή της Κίνας ως διεθνούς παίκτη, παραμένουν, χωριστά και ως σύνολο, μυστηριώδη αινίγματα για την Αθήνα που παρακολουθεί, ανίκανη να εντάξει τη χώρα μας στο δύσκολο αυτό «παζλ». Η σημερινή οικονομική αδυναμία δεν αποτελεί επιχείρημα διότι και σε περιόδους παχιών αγελάδων η Αθήνα δεν είχε να επιδείξει καλύτερες επιδόσεις στην εξωτερική της πολιτική, αντιθέτως.
Για να πούμε την αλήθεια ούτε οι ιθύνοντες του Μεγάλου Κεφαλαίου ή των ισχυρών χωρών (ΗΠΑ, Γερμανία κλπ) διακρίνονται για τη διορατικότητα και τη σοφή υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Το κυνήγι του μέγιστου κέρδους ή/και της απόλυτης κυριαρχίας των ισχυρών Κρατών, τους τυφλώνει. Ωστόσο αυτό που καθιστά ξεχωριστή την ελληνική περίπτωση είναι ότι η κυρίαρχη ελίτ της χώρας αλλά και η Αριστερά ενώ αντιλαμβάνονται το, κατά κανόνα δυσμενές, βάρος του διεθνούς παράγοντα στις υποθέσεις μας, ελάχιστα ή καθόλου ενδιαφέρονται να συγκροτήσουν σκέψη, μέθοδο και δράση για να υπερασπιστούν/προωθήσουν, σταθερά και συστηματικά, το εθνικό συμφέρον, όπως και αν το εννοεί ο καθένας.
Το όποιο βάρος πχ των οικονομικών/ γεωπολιτικών ανωμαλιών στην ΕΕ αλλά και στις ΗΠΑ που σχετίζονται με τυχόν απόφαση να τεθεί η Ελλάδα εκτός ευρωζώνης δεν υπάρχει ως θέμα σοβαρής δημόσιας συζήτησης ή έστω σε στενό κύκλο ειδικών. Το «γεωπολιτικό επιχείρημα», -η σημασία της Ελλάδας στην (ευρεία) περιοχή μας- παραμένει ανενεργό, το πολύ να γίνει αντικείμενο άχρηστων ή και επιζήμιων κομματικών αντιπαραθέσεων. Οι μεν δεν διανοούνται ότι μπορεί να αμφισβητήσουν ότι ανήκομεν στο ευρώ, όπως ανήκομεν (δουλικά) εις την Δύσιν, οι δε (της Αριστεράς), ιδίως μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, έχουν εξοστρακίσει κάθε τι που σχετίζεται με την εξωτερική πολιτική, τη γεωπολιτική, την Άμυνα και τους συσχετισμούς ισχύος. Η Ευρώπη των λαών θα λύσει ως δια μαγείας τα πάντα. Η αναφορά Τσίπρα στο νόμισμα («δεν είναι φετίχ») ήταν και έμεινε διάττων αστήρ.
Οι λόγοι αυτής της αδυναμίας είναι πολλοί και έχουν ιστορική βάση, με ισχύ έως σήμερα. Η άρχουσα ελίτ έχει λύσει το πρόβλημα διατυπώνοντας το αξίωμα ότι «η Ελλάδα είναι πολύ μικρή για να κάνει του κεφαλιού της». Επομένως αφήνει τις σκοτούρες της (ελληνικής) εξωτερικής πολιτικής στον εκάστοτε επικυρίαρχο. Όποτε την Ελλάδα διεκδίκησαν ταυτοχρόνως δυο ή περισσότεροι επικυρίαρχοι, η άρχουσα ελίτ κυριολεκτικά «μπουρδουκλώθηκε» με καταστρεπτικές συνέπειες για τον τόπο-η περίοδος της ηγεμονίας Σημίτη/Παπανδρέου/Σαμαρά/Βενιζέλου, είναι μια τέτοια εποχή.
Η Αριστερά ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, με το αξίωμα «της πατρίδας του σοσιαλισμού» που σκέπτεται πριν από μας για όλους εμάς. Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ η Αριστερά, έχασε τον μπούσουλα και αυτοπεριορίστηκε στους κοινωνικούς αγώνες, λες και η τελική τους έκβαση δεν συσχετίζεται με το διεθνές περιβάλλον-όπως είναι ολοφάνερο σήμερα. Ο αφορισμός του καπιταλισμού γενικώς, υπέχει θέση εξωτερικής πολιτικής. Απόρροια είναι ο «αποεθνισμός» της Αριστεράς υπό τον, υποτίθεται ιδεολογικό, μανδύα του «αντιεθνικισμού». Ο πατριωτισμός της Τάξης υποκατέστησε τον πατριωτισμό του Έθνους. Ηγετικές εξαιρέσεις και στις δυο πλευρές υπήρξαν αλλά δεν ανέτρεψαν ούτε τα πνεύματα ούτε τα πράγματα.
Στην ουσία και οι δυο πλευρές, ξεκινώντας από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, κατέληγαν στην ίδια αφυδατωμένη, υποτελή, κατάσταση πνευμάτων και πραγμάτων. Ουδέποτε ουδείς κατέβαλλε την παραμικρή συστηματική προσπάθεια να συγκροτήσει την έννοια του εθνικού συμφέροντος και τις αντίστοιχες στρατηγικές, σύμφωνα, έστω, με τη δική του, ιδιαίτερη, πολιτική και ιδεολογική οπτική. Τούτο έχει ως συνέπεια ότι καταργήθηκε η διάκριση των ορίων μεταξύ πίστης στις συμμαχίες και δουλικής υποταγής ενώ το όραμα της ανεξαρτησίας συναρπάζει άνευ ουσίας ή προκαλεί επικίνδυνους ακροβατισμούς καθώς και στις δυο περιπτώσεις αγνοείται το διεθνές περιβάλλον- οι περιπέτειες των κυβερνήσεων Καραμανλή με αφορμή το «άνοιγμα στη Ρωσία» είναι ενδεικτικές.
Στην πράξη η εξωτερική πολιτική αποτελεί πάρεργο, υποκύπτει σε, συνήθως ταπεινές, εσωτερικές σκοπιμότητες και ασκείται από τον εκάστοτε πρωθυπουργό και τον αρμόδιο υπουργό, «έτσι χωρίς σχέδιο», ανάλογα με το ένστικτο, την υποτέλεια, την έμπνευση ή τον (εκ τύχης) πατριωτισμό του καθενός. Η εξωτερική πολιτική είναι υπόθεση προσωπικής πρωτοβουλίας, δεν έχει, επομένως, σταθερότητα, συνέχεια, συνοχή, είναι εντελώς συμπτωματική και πολλές φορές στερείται απλής λογικής. Η συνεχής υποχώρηση από, υποτίθεται, κόκκινες γραμμές είναι η αναπόφευκτη συνέπεια-πχ βλέπε Κυπριακό ενώ αναζητείται αγωνιωδώς απαλλαγή από το «βέτο» Καραμανλή στο Σκοπιανό. Όσο δεν επιτυγχάνεται συγκόλληση του πατριωτισμού της Τάξης με τον πατριωτισμό του Έθνους η Ελλάδα θα καθεύδει.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου