Του Μάριου Ευρυβιάδη
Ημέσω Wikileaksπρόσφατα αποκαλυφθείσα επίσημη θέση των Αμερικανών στο Κυπριακό διά στόματος της κυρίας Τζέιν Ζίμερμαν, Αμερικανίδας επιτετραμμένης στη Λευκωσία το 2005, ότι «εάν το κυπριακό πρόβλημα δεν μπορεί να “λυθεί”, θα χρειασθεί να βρούμε ένα τρόπο να το διαχειριστούμε πιο αποτελεσματικά», είναι δηλωτική μιας αυτοκρατορικής στρατηγικής που ξεφεύγει από τα στενά όρια του Κυπριακού.
Καμία αυτοκρατορική δύναμη (imperialpower) ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να επιλύσει κανένα «πρόβλημα» μέσα στην επικράτειά της (imperium) ή στο δικό της χώρο επιρροής. Ποτέ δηλαδή μια αυτοκρατορική δύναμη, σήμερα η αμερικανική, χθες η βρετανική κλπ, μέχρι και τη ρωμαϊκή, ποτέ δεν έχει ασχοληθεί με την ουσία οποιουδήποτε προβλήματος αλλά με τη «διαχείρισή» του ώστε να εξυπηρετείται η αυτοκρατορική της πολιτική. Εξ ορισμού, η πολιτική αυτή δεν μπορούσε παρά να ήταν και παραμένει ο ιμπεριαλισμός.
Στην καρδιά του, ο ιμπεριαλισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο «έλεγχος» και η διαμόρφωση του στρατηγικού περιβάλλοντος ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας (imperium) και της αυτοκρατορικής δύναμης (imperialpower). Και όπως μας αποδεικνύουν και τα πιο πρόσφατα γεγονότα στη Λιβύη, όταν ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να εξασκηθεί με την «εκσυγχρονιστική» του μορφή (το «ανθρώπινο» πρόσωπο του ιμπεριαλισμού - όπως παλιά λέγαμε το «ανθρώπινο» πρόσωπο του σοσιαλισμού) , τότε πέφτουν οι μάσκες και μιλούν τα όπλα.
Ωστόσο, σε ήσσονος σημασίας προβλήματα, όπως έχει καταλήξει να είναι το Κυπριακό (που δεν ήταν πάντα έτσι) η πιο αποτελεσματική μέθοδος είναι η ατέρμονη «διαχείρισή» του, ακριβώς επειδή είναι μια διαχρονικά δοκιμασμένη μέθοδος. Στην περίπτωση του Κυπριακού η «διαχείρισή» του δεν είναι κάτι το καινούργιο. Και σίγουρα τη μέθοδο αυτή δεν την ανακάλυψε η κ. Ζίμερμαν.
Η κ. Ζίμερμαν «εισηγείται» στο τηλεγράφημα του 2005 την πιο «αποτελεσματική» διαχείριση του προβλήματος, διότι μετά το 2004, οι διαμορφωτές της αμερικανικής πολιτικής έπρεπε να λάβουν υπόψη και το γεγονός ότι η Κύπρος κατέστη ισότιμο μέλος της ΕΕ. Στη μέχρι τότε πρακτική τής «διαχείρισης», λέει η κ. Ζίμερμαν, θα πρέπει να προστεθούν καινούργιοι τακτικισμοί που να λαμβάνουν υπόψη τους και τις νέες συνθήκες .
Στην περίπτωση της Κύπρου θα μπορούσε και πριν το 1974 αλλά και μετά να βρεθεί μια λύση που να εξυπηρετούσε τα συμφέροντα όλων των κατοίκων. Πριν το 1974 μια σφαιρική πρότασης επίλυσης του Κυπριακού κατατέθηκε μέσω της διαμεσολάβησης του ΟΗΕ με την έκθεση του τότε διαμεσολαβητή Γκάλο Πλάζα. Η έκθεση αυτή αποτελεί επίσημο κείμενο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Reportofthe United ΝationsΜediator, ΟfficialRecords, S/6253, Μarch 26, 1965).
Όμως η έκθεση αυτή έχει κυριολεκτικά εξαφανισθεί. Πολεμήθηκε από την Ουάσιγκτον, από το Λονδίνο και από την Άγκυρα ακριβώς διότι αφορούσε στην «ουσία» του Κυπριακού. Οι προτάσεις Πλάζα προσέφεραν λύση στη βάση της «συνέχισης» της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι που τότε (όπως και σήμερα) έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την αυτοκρατορική στρατηγική της Ουάσιγκτον.
Λύση επί της ουσίας του Κυπριακού ήταν επίσης δυνατή, με βάση όλα όσα καταθέτει στο βιβλίο του ο Μartin Ρackard, Getting itWrong: Fragments form a CyprusDiary, 1964, (επίκειται η ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις Καστανιώτη εντός του 2011). Όπως και στην περίπτωση της Έκθεσης Πλάζα, η Κυπριακή Δημοκρατία θα συνέχιζε την πορεία της όπως την άρχισε το 1960. Και κάτι τέτοιο ήταν ασύμβατο με τους αυτοκρατορικούς σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
ΚΡΑΤΟΣ ΜΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Όπως και στην περίπτωση της Έκθεσης Πλάζα, η Κυπριακή Δημοκρατία θα συνέχιζε την πορεία της όπως την άρχισε το 1960. Και κάτι τέτοιο ήταν ασύμβατο με τους αυτοκρατορικούς σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
«Χαμένες ευκαιρίες» με ε/κ υπαιτιότητα
Ο πειρασμός εδώ είναι μεγάλος να μην αναφερθώ και σε όλη τη φιλολογία των «χαμένων», δήθεν, «ευκαιριών» επίλυσης του Κυπριακού που παρήλθαν λόγω υπαιτιότητας και μόνον των Ελληνοκυπρίων.
Οι θιασώτες της σχολής αυτής, ημιμαθείς και ιδεοληπτικοί στην καλύτερη περίπτωση, αγνοούν τόσο την Έκθεση Πλάζα, όπως και όσα λεπτομερώς καταθέτει ο Μartin Ρackard. Και δικαιολογημένα. Αναφορά και στις δυο περιπτώσεις επιβάλλει αναστοχασμό, κάτι απαγορευτικό για την ιδεοληπτική σκέψη.
Μετά το 1974 όπως και πριν, λύση επί της ουσίας που θα εξυπηρετούσε τόσο την αυτοκρατορική πολιτική των ΗΠΑ όσο και την νεοϊμπεριαλιστική των Τούρκων συνεπάγετο τη διάλυση του κράτους. Και επειδή αυτό δεν μπορούσε να επιτευχθεί, αυτό που επιχειρήθηκε ήταν η μετατροπή του ζητήματος σε θέμα «διαδικασίας» (process) ή, αλλιώς, διαχείρισης και σταδιακής απονομιμοποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έτσι μετά και την ανεπιτυχή προσπάθεια κατάλυσης του κράτους το 2004 μέσω του κρατοκτονικού σχεδίου Ανάν, οι Αμερικανοί επανήλθαν στη δοκιμασμένη μέθοδο της «διαδικασίας- διαχείρισης», λαμβάνοντας υπόψη και τον παράγοντα ΕΕ.
Μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου (1989) η επί της ουσίας προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού συνεπάγεται μετωπική σύγκρουση της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα. Σημαίνει δηλαδή κόστος για την Ουάσιγκτον και των όποιων ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών των ΗΠΑ για τον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής, στα οποία η τουρκική συναίνεση θεωρείται απαραίτητη.
Έτσι καταλήγουμε στη «διαχείριση», τη δημιουργία δηλαδή κατά διαστήματα ενός κλίματος «κινητικότητας», «προόδου» και «ευφορίας», ώστε να εξυπηρετείται μια επικοινωνιακή προπαγανδιστική στρατηγική την οποία ο κάθε πρέσβης ή κάθε επιτετραμμένος των ΗΠΑ στη Λευκωσία καθ’ εκάστην επικαιροποιεί και ευλαβικά υπηρετεί.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
ΠΗΓΗ
Ημέσω Wikileaksπρόσφατα αποκαλυφθείσα επίσημη θέση των Αμερικανών στο Κυπριακό διά στόματος της κυρίας Τζέιν Ζίμερμαν, Αμερικανίδας επιτετραμμένης στη Λευκωσία το 2005, ότι «εάν το κυπριακό πρόβλημα δεν μπορεί να “λυθεί”, θα χρειασθεί να βρούμε ένα τρόπο να το διαχειριστούμε πιο αποτελεσματικά», είναι δηλωτική μιας αυτοκρατορικής στρατηγικής που ξεφεύγει από τα στενά όρια του Κυπριακού.
Καμία αυτοκρατορική δύναμη (imperialpower) ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να επιλύσει κανένα «πρόβλημα» μέσα στην επικράτειά της (imperium) ή στο δικό της χώρο επιρροής. Ποτέ δηλαδή μια αυτοκρατορική δύναμη, σήμερα η αμερικανική, χθες η βρετανική κλπ, μέχρι και τη ρωμαϊκή, ποτέ δεν έχει ασχοληθεί με την ουσία οποιουδήποτε προβλήματος αλλά με τη «διαχείρισή» του ώστε να εξυπηρετείται η αυτοκρατορική της πολιτική. Εξ ορισμού, η πολιτική αυτή δεν μπορούσε παρά να ήταν και παραμένει ο ιμπεριαλισμός.
Στην καρδιά του, ο ιμπεριαλισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο «έλεγχος» και η διαμόρφωση του στρατηγικού περιβάλλοντος ώστε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας (imperium) και της αυτοκρατορικής δύναμης (imperialpower). Και όπως μας αποδεικνύουν και τα πιο πρόσφατα γεγονότα στη Λιβύη, όταν ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να εξασκηθεί με την «εκσυγχρονιστική» του μορφή (το «ανθρώπινο» πρόσωπο του ιμπεριαλισμού - όπως παλιά λέγαμε το «ανθρώπινο» πρόσωπο του σοσιαλισμού) , τότε πέφτουν οι μάσκες και μιλούν τα όπλα.
Ωστόσο, σε ήσσονος σημασίας προβλήματα, όπως έχει καταλήξει να είναι το Κυπριακό (που δεν ήταν πάντα έτσι) η πιο αποτελεσματική μέθοδος είναι η ατέρμονη «διαχείρισή» του, ακριβώς επειδή είναι μια διαχρονικά δοκιμασμένη μέθοδος. Στην περίπτωση του Κυπριακού η «διαχείρισή» του δεν είναι κάτι το καινούργιο. Και σίγουρα τη μέθοδο αυτή δεν την ανακάλυψε η κ. Ζίμερμαν.
Η κ. Ζίμερμαν «εισηγείται» στο τηλεγράφημα του 2005 την πιο «αποτελεσματική» διαχείριση του προβλήματος, διότι μετά το 2004, οι διαμορφωτές της αμερικανικής πολιτικής έπρεπε να λάβουν υπόψη και το γεγονός ότι η Κύπρος κατέστη ισότιμο μέλος της ΕΕ. Στη μέχρι τότε πρακτική τής «διαχείρισης», λέει η κ. Ζίμερμαν, θα πρέπει να προστεθούν καινούργιοι τακτικισμοί που να λαμβάνουν υπόψη τους και τις νέες συνθήκες .
Στην περίπτωση της Κύπρου θα μπορούσε και πριν το 1974 αλλά και μετά να βρεθεί μια λύση που να εξυπηρετούσε τα συμφέροντα όλων των κατοίκων. Πριν το 1974 μια σφαιρική πρότασης επίλυσης του Κυπριακού κατατέθηκε μέσω της διαμεσολάβησης του ΟΗΕ με την έκθεση του τότε διαμεσολαβητή Γκάλο Πλάζα. Η έκθεση αυτή αποτελεί επίσημο κείμενο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Reportofthe United ΝationsΜediator, ΟfficialRecords, S/6253, Μarch 26, 1965).
Όμως η έκθεση αυτή έχει κυριολεκτικά εξαφανισθεί. Πολεμήθηκε από την Ουάσιγκτον, από το Λονδίνο και από την Άγκυρα ακριβώς διότι αφορούσε στην «ουσία» του Κυπριακού. Οι προτάσεις Πλάζα προσέφεραν λύση στη βάση της «συνέχισης» της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι που τότε (όπως και σήμερα) έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την αυτοκρατορική στρατηγική της Ουάσιγκτον.
Λύση επί της ουσίας του Κυπριακού ήταν επίσης δυνατή, με βάση όλα όσα καταθέτει στο βιβλίο του ο Μartin Ρackard, Getting itWrong: Fragments form a CyprusDiary, 1964, (επίκειται η ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις Καστανιώτη εντός του 2011). Όπως και στην περίπτωση της Έκθεσης Πλάζα, η Κυπριακή Δημοκρατία θα συνέχιζε την πορεία της όπως την άρχισε το 1960. Και κάτι τέτοιο ήταν ασύμβατο με τους αυτοκρατορικούς σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
ΚΡΑΤΟΣ ΜΕ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Όπως και στην περίπτωση της Έκθεσης Πλάζα, η Κυπριακή Δημοκρατία θα συνέχιζε την πορεία της όπως την άρχισε το 1960. Και κάτι τέτοιο ήταν ασύμβατο με τους αυτοκρατορικούς σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
«Χαμένες ευκαιρίες» με ε/κ υπαιτιότητα
Ο πειρασμός εδώ είναι μεγάλος να μην αναφερθώ και σε όλη τη φιλολογία των «χαμένων», δήθεν, «ευκαιριών» επίλυσης του Κυπριακού που παρήλθαν λόγω υπαιτιότητας και μόνον των Ελληνοκυπρίων.
Οι θιασώτες της σχολής αυτής, ημιμαθείς και ιδεοληπτικοί στην καλύτερη περίπτωση, αγνοούν τόσο την Έκθεση Πλάζα, όπως και όσα λεπτομερώς καταθέτει ο Μartin Ρackard. Και δικαιολογημένα. Αναφορά και στις δυο περιπτώσεις επιβάλλει αναστοχασμό, κάτι απαγορευτικό για την ιδεοληπτική σκέψη.
Μετά το 1974 όπως και πριν, λύση επί της ουσίας που θα εξυπηρετούσε τόσο την αυτοκρατορική πολιτική των ΗΠΑ όσο και την νεοϊμπεριαλιστική των Τούρκων συνεπάγετο τη διάλυση του κράτους. Και επειδή αυτό δεν μπορούσε να επιτευχθεί, αυτό που επιχειρήθηκε ήταν η μετατροπή του ζητήματος σε θέμα «διαδικασίας» (process) ή, αλλιώς, διαχείρισης και σταδιακής απονομιμοποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έτσι μετά και την ανεπιτυχή προσπάθεια κατάλυσης του κράτους το 2004 μέσω του κρατοκτονικού σχεδίου Ανάν, οι Αμερικανοί επανήλθαν στη δοκιμασμένη μέθοδο της «διαδικασίας- διαχείρισης», λαμβάνοντας υπόψη και τον παράγοντα ΕΕ.
Μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου (1989) η επί της ουσίας προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού συνεπάγεται μετωπική σύγκρουση της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα. Σημαίνει δηλαδή κόστος για την Ουάσιγκτον και των όποιων ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών των ΗΠΑ για τον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής, στα οποία η τουρκική συναίνεση θεωρείται απαραίτητη.
Έτσι καταλήγουμε στη «διαχείριση», τη δημιουργία δηλαδή κατά διαστήματα ενός κλίματος «κινητικότητας», «προόδου» και «ευφορίας», ώστε να εξυπηρετείται μια επικοινωνιακή προπαγανδιστική στρατηγική την οποία ο κάθε πρέσβης ή κάθε επιτετραμμένος των ΗΠΑ στη Λευκωσία καθ’ εκάστην επικαιροποιεί και ευλαβικά υπηρετεί.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου