Του Ζαχαρία Β. Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ISDA)
Το ερώτημα εάν η παρούσα κρίση στη Συρία είναι προς το συμφέρον της ελληνικής πλευράς δεν μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα. Αν και αυτό που μπορεί να γίνει είναι η καταγραφή συγκεκριμένων συμπεριφορών από την πλευρά του καθεστώτος του Μπασάρ Αλ Άσαντ, οι οποίες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως φιλικές ή μη φιλικές απέναντι στην Ελλάδα, ο κομβικός ρόλος της Συρίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και οι δυνητικές επιπλοκές από ενδεχόμενη κατάρρευση του καθεστώτος, καθιστούν μια κατηγορηματική απάντηση ιδιαιτέρως παρακινδυνευμένη.
Τα δεδομένα του προβλήματος στον τομέα που φορούν πράξεις του καθεστώτος Άσαντ που έχουν αντίκτυπο στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα έχουν ως εξής:
Μετά την υπόθεση Οτζαλάν, τον στρατιωτικό εκβιασμό της Τουρκίας απέναντι στη Συρία, την εκδίωξη του Κούρδου ηγέτη το 1999 από τη Δαμασκό της Συρίας όπου διέμενε, η οποία κατέληξε στη σύλληψή του από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες (με τη συνδρομή δυτικών μυστικών υπηρεσιών), τη δίκη και καταδίκη του, οι σχέσεις Τουρκίας-Συρίας σταδιακά πήραν μια τελείως διαφορετική τροπή. Πλέον μπορεί να θεωρηθεί ότι οι σχέσεις των δυο χωρών ανάγονται στο στρατηγικό επίπεδο, με τη διμερή συνεργασία διαρκώς να εμβαθύνεται σε όλους τους τομείς.
Αυτή η προσέγγιση, από μόνη της, συνιστά αρνητική εξέλιξη για την ελληνική εξωτερική πολιτική, αφού το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ, πλέον, έχει επενδύσει στις σχέσεις με την Άγκυρα με ότι αυτό σημαίνει για τις σχέσεις Αθήνας-Δαμασκού. Ένα βασικό πρόβλημα που έχει ανακύψει είναι η πίεση της Τουρκίας στη Συρία κατά τρόπον που να εξυπηρετείται το τουρκικό εθνικό συμφέρον, με τα παρακάτω αποτελέσματα:
Συρία και Τουρκία συμφώνησαν για την ακτοπλοϊκή σύνδεση της πρώτης με τα κατεχόμενα στην Κύπρο, μια εντελώς αδιανόητη εξέλιξη επί καθεστώτος Χάφεζ Αλ Άσαντ, ιστορικού ηγέτη της Συρίας, πατέρα του Μπασάρ, ο οποίος βέβαια θεωρούσε την Τουρκία ως αντίπαλο, δεδομένης της εδαφικής διαφοράς των δυο πλευρών για την περιοχή του Χατάι (Αλεξανδρέττα). Η περσινή επίσκεψη του Μπασάρ Αλ Άσαντ στην Κυπριακή Δημοκρατία, μάλλον έφερε πενιχρά αποτελέσματα, κάτι αναμενόμενο, δεδομένων των συμφερόντων και της αλλαγής προσανατολισμού της Δαμασκού.
Το συριακό καθεστώς προχώρησε στην αναγνώριση της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) με το συνταγματικό της όνομα («Δημοκρατία της Μακεδονίας»), καθιστάμενη 129η χώρα που το πράττει, σε μια ακόμη μη φιλική ενέργεια απέναντι στην Ελλάδα.
Ωστόσο, θα πρέπει να συνυπολογιστεί το κοινό πρόβλημα Τουρκίας, Συρίας, Ιράκ και Ιράν, που συνιστούν οι κουρδικοί πληθυσμοί στις χώρες αυτές και μάλιστα σε γεωγραφική συνέχεια, με αποτέλεσμα η προοπτική ανεξαρτητοποίησής τους να σηματοδοτεί την ίδρυση κουρδικού κράτους. Η κοινή αυτή απειλή αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες που οδηγεί σε προσέγγιση, τακτικής έστω φύσεως, την Τουρκία με τη Συρία, ενώ προσφάτως καταγράφηκαν στρατιωτικές ενέργειες της Τεχεράνης στις δικές της κουρδικές περιοχές, ακόμα και σε αυτές του Ιράκ. Η αναστάτωση που επικρατεί στις κουρδικές περιοχές της Συρίας προκαλούν φόβο στην Άγκυρα ενδεχόμενης διάχυσής τους και σε τουρκικό έδαφος.
Κατά συνέπεια, υπολογίζοντας μόνο τους ως άνω αναφερθέντες παράγοντες (καθότι το υπό εξέταση πρόβλημα έχει πολλές ακόμη παραμέτρους, οι οποίες αφορούν γενικότερα στη σταθερότητα της Μέσης Ανατολής και την αυξομείωση της πιθανότητας στρατιωτικών συγκρούσεων οι οποίες θα επηρεάσουν τα συμφέροντα της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο), η ελληνική πλευρά για να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα του τι συμφέρει και τι όχι τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, θα πρέπει να διαθέτει ξεκάθαρη άποψη περί του τι συνεπάγεται γι’ αυτά ενδεχόμενη ίδρυση κουρδικού κράτους.
Εάν πρόκειται η Τουρκία να προσανατολιστεί στα ανατολικά και να επικρατήσει ηρεμία στο δυτικό της μέτωπο με την Ελλάδα, τότε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η αναταραχή στην περιοχή σε τακτικό επίπεδο μας εξυπηρετεί, έστω σε τακτικό επίπεδο, καθώς «αγοράζουμε» χρόνο αποκατάστασης των όποιων προβλημάτων στη στρατιωτική ισορροπία στο Αιγαίο.
Η ελληνική στάση βέβαια δε παραπέμπει σε κράτος το οποίο αναζητά χρόνο για τη στρατιωτική του ενίσχυση σε μεταγενέστερο χρόνο όταν και αν η οικονομική κατάσταση το επιτρέψει. Μάλλον, η Αθήνα δείχνει διατεθειμένη να βυθιστεί περισσότερο στον «ύπνο» πείθοντας εαυτόν ότι όλα βαίνουν καλώς και ξεχνώντας ότι οι προθέσεις αλλάζουν σε μια στιγμή, ενώ οι στρατιωτικές δυνατότητες απαιτούν χρόνο, χρήμα, μέσα και εκπαίδευση.
Οι εξελίξεις δείχνουν ότι παραπλανητική στοχοποίηση των αμυντικών δαπανών ως αίτιο του οικονομικού αδιεξόδου της χώρας, με στόχο την απόκρυψη ή υποβάθμιση άλλων θυλάκων της δημόσιας διοίκησης όπου η κακοδιαχείριση, η σπατάλη και η διαφθορά βασίλευαν, θα συνεχίσει να υφίσταται, μέχρις ότου η χώρα αντιμετωπίσει «νέα Ίμια» κάποιας μορφής, τεθεί προ νέων τετελεσμένων, και αποφασίσει εκ των υστέρων τη στρατιωτική της ενίσχυση, αφού έχει προηγηθεί η μετατροπή της στρατιωτικής ηγεσία σε εξιλαστήριο θύμα. Εάν δε, κληθεί να υπερασπίσει στρατιωτικά τα συμφέροντά της, με ότι καλύτερο και πιο σύγχρονο οπλικό σύστημα διαθέτει, αυτό θα το πράξει στηριζόμενη σε όσα αποκτήθηκαν την εποχή η οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή – και καλώς βρίσκεται – στο στόχαστρο της εισαγγελικής έρευνας.
Αυτά αναφέρθηκαν για να επιστρέψουμε στο κεντρικό ερώτημα της ανάλυσης, ώστε να προβούμε στον δέοντα σχολιασμό: Μια χώρα – επιτομή του παραλόγου, με χαρακτηριστικό έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας, οράματος και με ελλιπή συναίσθηση της διεθνούς πραγματικότητας, στο κατώφλι της χρεοκοπίας. Με «προσωποπαγή» ως συνήθως εξωτερική πολιτική, χωρίς θεσμούς παραγωγής και δημόσια συζήτηση του τι συνιστά και τι όχι εθνικό συμφέρον, μάλλον μετατρέπει σε χιούμορ τα συζήτηση περί του ποιες εξελίξεις συμφέρουν και ποιες όχι τη χώρα.
Τα πάντα στις διεθνείς σχέσεις έχουν σχετικό χαρακτήρα. Τίποτε δεν είναι απόλυτα καλό ή απόλυτα κακό. Οι χώρες, με άξονα την εξωτερική τους πολιτική, απλώς οφείλουν να εργάζονται ώστε να καθοδηγήσουν τις εξελίξεις κατά τρόπον συμβατό με τα εθνικά τους συμφέροντα. Αυτή είναι μια εργώδης και διαρκής προσπάθεια και σίγουρα δεν χαρακτηρίζει κράτη των οποίων η εξωτερική πολιτική απλώς περιορίζεται στο να αντιδρά σε εξωτερικά ερεθίσματα, σε μια προσπάθεια να αποτραπούν συνήθως τα χειρότερα. Κράτη τα οποία συνηθίζουν να «κουκουλώνουν» το όποιο πρόβλημα, προσποιούμενα ότι δε συμβαίνει τίποτα, αρκεί η «καυτή πατάτα» να βρίσκεται στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης, όταν ένα πρόβλημα μετεξελιχθεί σε κρίση.
Είναι πλέον στο χέρι του καθενός να σκεφτεί σε ποια κατηγορία χωρών κατατάσσει την Ελλάδα. Αν και όσα περιγράφηκαν παραπάνω, ως μεθοδολογία σκέψης και πράξης, θυμίζουν υπερβολικά όσα οδήγησαν τη χώρα στο κατώφλι της χρεοκοπίας. Όσο πλησίαζαν οι εκλογές, τόσο τα δανεικά όδευαν στην κατανάλωση και σε όσους πίεζαν. Στη συνέχεια, αναλάμβανε ο επόμενος να εξηγήσει, αρχικά, ότι παρέλαβε και αυτός «καμένη γη», να πάρει κάποια αποσπασματικά μέτρα, να συγκρουστεί για λίγο με τα συνδικάτα και τους απεργούς, μέχρι να πλησιάσει η επόμενη εκλογική αναμέτρηση και να ακολουθήσει τη «συνταγή» του προκατόχου, σε μια προσπάθεια αύξησης των πιθανοτήτων επανεκλογής. Για να διαπιστώσουμε στο τέλος τραυματικά, ότι κεκτημένα απλώς δεν υφίστανται σε χρεοκοπημένες χώρες.
Τα ίδια ισχύουν και στις διεθνείς σχέσεις, όπου η συνέπεια και η συνέχεια ανταμείβονται, ενώ η φυγομαχία, ο ωχαδερφισμός και οι «παντογνώστες» πολιτικοί που ενίοτε «ευνουχίζουν» το διπλωματικό σώμα (αντί να αποτελεί άξονα απόδειξης της συνέπειας και της συνέχειας του κράτους, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων) και περιθωριοποιούν τους «απείθαρχους», αποτελούν συνταγή καταστροφής. Και δυστυχώς, οι Έλληνες που επαίρονται για την πολιτιστική τους κληρονομιά, περιφρονούν τον Θουκυδίδη, ο οποίος είπε κάτι εξαιρετικά απλό, το οποίο φαίνεται πως εξακολουθεί να ισχύει από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Περιφραστικά, προσαρμοσμένα και εκλαϊκευμένα: Ο ισχυρός απολαμβάνει όσα του επιτρέπει η ισχύς του και ο αδύναμος υφίσταται όσα επιβάλλει η αδυναμία του…
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου