«Διχάζει την εκκλησία το μεταναστευτικό νομοσχέδιο» διάβασα στις εφημερίδες, και προσπάθησα λίγο να το σκεφτώ.
Το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι πράγματι ένα θέμα, που, επειδή κυρίως ανέκυψε απότομα στην Ευρώπη ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία, είναι αλήθεια, ότι σε χώρες οικονομικά καχεκτικές και διοικητικά ανοργάνωτες, όπως δυστυχώς και η χώρα μας, δημιούργησε πολλά και ποικίλα προβλήματα....Καταρχήν λειτουργικά, ανακαλύψαμε δηλαδή ξαφνικά, ότι το να μην μπορούμε επί σειρά ετών να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα του δικού μας κράτους, για τους δικούς του πολίτες, τους ‘Ελληνες, είχε φτάσει ως πρακτική στα όριά της.
«Μα αυτό το γνωρίζαμε ήδη, χρειαζόμασταν τους μετανάστες για να το διαπιστώσουμε;» θα αντιτάξει κάποιος. Το γνωρίζαμε ως πρόβλημα, οι μετανάστες όμως μας βοήθησαν να βιώσουμε και το αποτέλεσμα της διαιώνισής του.
Δείτε ένα άλλο παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια η έννοια της «καλής δουλειάς», όπως την έβλεπε το νέο κοινωνικό οικονομικό status των ελλήνων συνοψιζόταν- ευτυχώς όχι σε όλες τις περιπτώσεις- στα εξής προαπαιτούμενα:
α) «Είσαι ότι δηλώσεις»
β) Οκτάωρη εργασία κατά προτίμηση γραφείου
γ) Γρήγορο κέρδος καταβάλλοντας όσο το δυνατόν λιγότερο κόπο
δ) Εντυπωσιασμός μέσω «του ταλέντου» μας υπαρκτού ή ανυπάρκτου, αυτό δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη σημασία ώστε να μην αντιβαίνει και στο προαπαιτούμενο (α).
Σημειώστε δε ότι όλα τα παραπάνω είναι απολύτως συμβατά με το σύγχρονο εργασιακό και καταναλωτικό πρότυπο, αφού τα πρότυπα αυτά στην οικονομία της αγοράς αλληλοσυμπλέκονται εφόσον το εργασιακό είναι τροφοδότης του καταναλωτικού και αντίστροφα.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν εύκολα τι σήμαινε για τον -κακά αμειβόμενο- Νεοέλληνα και το status του να επιδιορθώσει μια βρύση του σπιτιού του μόνος του ή για τον αγρότη να μαζέψει μόνος του τις φράουλες πχ. στη Μανολάδα.
Παραγνωρίσαμε ότι για κάποιους άλλους όλα όσα εμείς «σνομπάραμε» ήταν το «επάγγγελμά τους»
Δευτερευόντως αντιμετωπίσαμε προβλήματα «εθνικοϋπαρξιακά» δηλαδή αφού λύσαμε όλα τα προβλήματα του κράτους, αποφασίσαμε να εξετάσουμε που «βαδίζομεν» ως έθνος.
«Μα κινδυνεύει η εθνική μας συνείδηση» θα πουν κάποιοι, με τους οποίους θα συμφωνήσω και εγώ αν μου απαντήσουν σε κάποια ερωτήματα.
-Τι μπορεί να προσδοκά μια χώρα για την εθνική της συνείδηση στην εποχή μας όταν χρωστά 113% του ΑΕΠ της;
-Τι μπορεί να προσδοκά μια χώρα για την εθνική της συνείδηση στην εποχή μας όταν η γλώσσα που μιλάει η νέα γεννιά είναι η ελληνική «των αγγλικών» αφού το τελευταίο αξιόλογο νεοελληνικό συντακτικό που διδάχτηκε σε σχολεία ήταν γραμμένο το 1928 από τον Α. Τζάρτζανο;
-Τι μπορεί να προσδοκά μια χώρα για την εθνική της συνείδηση στην εποχή μας όταν η πληροφορική ανταγωνίζεται τα ντοσιέ με κορδονάκι του 1912;
Και τέλος τι μπορεί να προσδοκά μια χώρα για την εθνική της συνείδηση με τόση λατρεία στο παρελθόν αλλά συνάμα τόση ανυπαρξία για το παρόν;
Τότε κατάλαβα ότι το μεταναστευτικό διχάζει γιατί μας φέρνει έντονα μπροστα στην ανικανότητάς μας, λόγω της οποίας είμαστε «πανάξιοι» της μοίρας μας «άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν» όπως λένε και οι κληρικοί.
Το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι πράγματι ένα θέμα, που, επειδή κυρίως ανέκυψε απότομα στην Ευρώπη ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία, είναι αλήθεια, ότι σε χώρες οικονομικά καχεκτικές και διοικητικά ανοργάνωτες, όπως δυστυχώς και η χώρα μας, δημιούργησε πολλά και ποικίλα προβλήματα....Καταρχήν λειτουργικά, ανακαλύψαμε δηλαδή ξαφνικά, ότι το να μην μπορούμε επί σειρά ετών να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα του δικού μας κράτους, για τους δικούς του πολίτες, τους ‘Ελληνες, είχε φτάσει ως πρακτική στα όριά της.
«Μα αυτό το γνωρίζαμε ήδη, χρειαζόμασταν τους μετανάστες για να το διαπιστώσουμε;» θα αντιτάξει κάποιος. Το γνωρίζαμε ως πρόβλημα, οι μετανάστες όμως μας βοήθησαν να βιώσουμε και το αποτέλεσμα της διαιώνισής του.
Δείτε ένα άλλο παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια η έννοια της «καλής δουλειάς», όπως την έβλεπε το νέο κοινωνικό οικονομικό status των ελλήνων συνοψιζόταν- ευτυχώς όχι σε όλες τις περιπτώσεις- στα εξής προαπαιτούμενα:
α) «Είσαι ότι δηλώσεις»
β) Οκτάωρη εργασία κατά προτίμηση γραφείου
γ) Γρήγορο κέρδος καταβάλλοντας όσο το δυνατόν λιγότερο κόπο
δ) Εντυπωσιασμός μέσω «του ταλέντου» μας υπαρκτού ή ανυπάρκτου, αυτό δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη σημασία ώστε να μην αντιβαίνει και στο προαπαιτούμενο (α).
Σημειώστε δε ότι όλα τα παραπάνω είναι απολύτως συμβατά με το σύγχρονο εργασιακό και καταναλωτικό πρότυπο, αφού τα πρότυπα αυτά στην οικονομία της αγοράς αλληλοσυμπλέκονται εφόσον το εργασιακό είναι τροφοδότης του καταναλωτικού και αντίστροφα.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν εύκολα τι σήμαινε για τον -κακά αμειβόμενο- Νεοέλληνα και το status του να επιδιορθώσει μια βρύση του σπιτιού του μόνος του ή για τον αγρότη να μαζέψει μόνος του τις φράουλες πχ. στη Μανολάδα.
Παραγνωρίσαμε ότι για κάποιους άλλους όλα όσα εμείς «σνομπάραμε» ήταν το «επάγγγελμά τους»
Δευτερευόντως αντιμετωπίσαμε προβλήματα «εθνικοϋπαρξιακά» δηλαδή αφού λύσαμε όλα τα προβλήματα του κράτους, αποφασίσαμε να εξετάσουμε που «βαδίζομεν» ως έθνος.
«Μα κινδυνεύει η εθνική μας συνείδηση» θα πουν κάποιοι, με τους οποίους θα συμφωνήσω και εγώ αν μου απαντήσουν σε κάποια ερωτήματα.
-Τι μπορεί να προσδοκά μια χώρα για την εθνική της συνείδηση στην εποχή μας όταν χρωστά 113% του ΑΕΠ της;
-Τι μπορεί να προσδοκά μια χώρα για την εθνική της συνείδηση στην εποχή μας όταν η γλώσσα που μιλάει η νέα γεννιά είναι η ελληνική «των αγγλικών» αφού το τελευταίο αξιόλογο νεοελληνικό συντακτικό που διδάχτηκε σε σχολεία ήταν γραμμένο το 1928 από τον Α. Τζάρτζανο;
-Τι μπορεί να προσδοκά μια χώρα για την εθνική της συνείδηση στην εποχή μας όταν η πληροφορική ανταγωνίζεται τα ντοσιέ με κορδονάκι του 1912;
Και τέλος τι μπορεί να προσδοκά μια χώρα για την εθνική της συνείδηση με τόση λατρεία στο παρελθόν αλλά συνάμα τόση ανυπαρξία για το παρόν;
Τότε κατάλαβα ότι το μεταναστευτικό διχάζει γιατί μας φέρνει έντονα μπροστα στην ανικανότητάς μας, λόγω της οποίας είμαστε «πανάξιοι» της μοίρας μας «άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν» όπως λένε και οι κληρικοί.
NEWSTIME
Δημοσίευση σχολίου