
Η Ανατολική Μεσόγειος εισέρχεται σε μια νέα, πιο δομημένη και απαιτητική φάση ισορροπιών, καθώς η τριμερής συνεργασία Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ αποκτά πλέον συγκεκριμένο επιχειρησιακό βάθος. Η ανακοίνωση του Κοινού Σχεδίου Δράσης για το 2026 δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη πολιτική δήλωση προθέσεων, αλλά τη θεσμοθέτηση ενός μηχανισμού συνεργασίας που περνά από τη διπλωματία στην καθημερινή στρατιωτική πράξη.
Το σχήμα της τριμερούς, που τα προηγούμενα χρόνια οικοδομήθηκε πάνω σε ενεργειακές, πολιτικές και αμυντικές συγκλίσεις, μετατρέπεται πλέον σε πλαίσιο διαλειτουργικότητας: κοινές ασκήσεις, συνεκπαίδευση ειδικών δυνάμεων, ανταλλαγή τεχνογνωσίας σε UAV, ηλεκτρονικό πόλεμο και υβριδικές απειλές, καθώς και τακτικός επιτελικός συντονισμός. Το μήνυμα είναι σαφές: πρόκειται για συνεχή και επαναλαμβανόμενη συνεργασία, όχι για αποσπασματικές κινήσεις συμβολισμού.
Το μήνυμα της τριμερούς – και ο αποδέκτης
Η πολιτική σημειολογία της εξέλιξης δεν πέρασε απαρατήρητη στην Άγκυρα. Το πρόσφατο μήνυμα του Μπενιαμίν Νετανιάχου περί «αυτοκρατοριών που δεν επιστρέφουν», διατυπωμένο στο πλαίσιο της τριμερούς, είχε σαφή αποδέκτη. Και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επέλεξε να απαντήσει δημοσίως και επιθετικά.
Μιλώντας στη διευρυμένη σύνοδο των νομαρχιακών επιτροπών του ΑΚΡ, ο Τούρκος πρόεδρος υιοθέτησε σκληρή, σχεδόν απορριπτική ρητορική απέναντι σε κάθε μορφή περιφερειακής συνεννόησης που δεν περνά από την Τουρκία. Δήλωσε ότι «συμφωνίες μπορούν να υπογραφούν, μηνύματα μπορούν να σταλούν, τίποτα από αυτά δεν μας δεσμεύει», ενώ επανέλαβε τη γνωστή θέση περί προστασίας των «δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων» σε Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο.
Η φρασεολογία του, ιδίως η επίθεση κατά του Ισραήλ με αναφορές στη Γάζα, ξεπέρασε το επίπεδο της διπλωματικής ένστασης και κινήθηκε στο πεδίο της πολιτικής απονομιμοποίησης. Δεν ήταν τυχαία επιλογή. Εντάσσεται σε μια στρατηγική όπου η Τουρκία επιχειρεί να εμφανιστεί ταυτόχρονα ως περιφερειακή δύναμη αποτροπής και ως ηθικός υπερασπιστής του παλαιστινιακού ζητήματος στον μουσουλμανικό κόσμο.
Από τη ρητορική στην πραγματικότητα ισχύος
Πίσω από τις δηλώσεις, ωστόσο, η ουσία είναι διαφορετική. Η τριμερής Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ δεν συγκροτείται εναντίον της Τουρκίας, αλλά ανεξάρτητα από αυτήν. Και αυτό είναι ίσως το πιο ενοχλητικό στοιχείο για την Άγκυρα. Η συνεργασία δεν βασίζεται σε συγκυριακές κρίσεις, αλλά σε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, με έμφαση στην πρόληψη, την αποτροπή και τη σταθερότητα.
Για την Αθήνα, τη Λευκωσία και την Ιερουσαλήμ, το στοίχημα δεν είναι η κλιμάκωση, αλλά η δημιουργία ενός αξιόπιστου μηχανισμού ασφάλειας σε μια περιοχή αυξημένης ρευστότητας. Η μετάβαση από τη στρατηγική σύμπλευση στην επιχειρησιακή συνοχή σηματοδοτεί ότι η Ανατολική Μεσόγειος παύει να είναι μόνο πεδίο δηλώσεων και γίνεται πεδίο συστηματικής παρουσίας.
Τι αλλάζει από εδώ και πέρα
Η αντίδραση Ερντογάν δείχνει ότι η Τουρκία δεν προτίθεται να προσαρμοστεί εύκολα σε ένα περιβάλλον όπου νέα σχήματα συνεργασίας λειτουργούν χωρίς τη δική της έγκριση. Όμως ταυτόχρονα αποκαλύπτει και τα όρια της ρητορικής. Όσο η τριμερής αποκτά βάθος, διάρκεια και επιχειρησιακή συνέχεια, τόσο η απλή καταγγελία χάνει αποτελεσματικότητα.
Η Ανατολική Μεσόγειος μπαίνει σε φάση θεσμοθετημένης αποτροπής. Η τριμερής περνά από τα λόγια στην πράξη, ενώ η Άγκυρα απαντά με λόγια σε μια πραγματικότητα που αρχίζει να διαμορφώνεται χωρίς αυτήν. Και στη γεωπολιτική, αυτό είναι πάντα πιο ανησυχητικό από μια ανοιχτή αντιπαράθεση.
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου