Ο πόλεμος Ισραήλ - Χαμάς έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις για το αν η τεχνολογία ή οι ανθρώπινοι πόροι υπερτερούν στο πεδίο των μαχών. Τι ισχύει για τη χώρα μας
Από τον Περικλή ΖορζοβίληΤους τελευταίους μήνες η τεχνολογική καινοτομία στην άμυνα έχει αναδειχθεί σε ύψιστη προτεραιότητα της πολιτικής του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και μάλιστα παρουσιάζεται ως η οικονομικά εφικτή πανάκεια που μπορεί να δώσει λύσεις στα ελληνικά αμυντικά προβλήματα.
Περίπου το ίδιο διάστημα στο Ισραήλ, σχεδόν 10 μήνες μετά την έναρξη του πολέμου στη Γάζα και εξαιτίας αυτού, έχει αρχίσει να διεξάγεται μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση που στον πυρήνα της επίσης βρίσκεται η τεχνολογία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η συζήτηση που διεξάγεται μεταξύ δύο απόψεων που δεν είναι ακριβώς αντιδιαμετρικές έχει σημεία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα.
Είναι προφανές ότι σε σύγκριση με το Ισραήλ η Ελλάδα αντιμετωπίζει απείρως ισχυρότερη απειλή. Αντί της Χαμάς και της Χεζμπολάχ, που σύμφωνα με ισραηλινές εκτιμήσεις καθεμία αριθμεί περίπου 30.000 μαχητές, και του Ιράν που απέχει σε ευθεία γραμμή από το Ισραήλ 1.720 χλμ., σε άμεση επαφή με τα σύνορά μας βρίσκονται οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας, που σε πολεμική σύνθεση αριθμούν 734.000 άτομα, και μια αμυντική και αεροδιαστημική βιομηχανία που το 2023 πραγματοποίησε εξαγωγές ανώτερες των 5,5 δισ. δολαρίων ΗΠΑ.
Αυτή την απειλή η χώρα μας καλείται να την αντιμετωπίσει από δυσμενή θέση, καθώς σε σχέση με την Τουρκία διαθέτει υποπολλαπλάσιους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους, και σαφώς υποδεέστερων δυνατοτήτων βιομηχανική και τεχνολογική βάση. Στην προσπάθεια καθορισμού του καταλληλότερου και πιο εφικτού «μείγματος» δυνατοτήτων η εγχώρια στρατιωτική σκέψη καλείται μέσω της διαλεκτικής να διαμορφώσει το ελληνικό μοντέλο για τις μελλοντικές ένοπλες δυνάμεις.
Τεχνολογία ή δυνάμεις; Ισχυρή άμυνα είναι η βιώσιμη άμυνα
Η πρώτη άποψη, που διατυπώνεται από τον καθηγητή Αζάρ Γκατ, ο οποίος κατέχει την έδρα Εθνικής Ασφάλειας «Εζερ Βάιζμαν» στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, Κυβέρνησης και Διεθνών Σχέσεων του πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, αποδίδει τις επιτυχίες στον πόλεμο κατά της Χαμάς στην τεχνολογία και προτείνει να συνεχιστεί να αποδίδεται η προτεραιότητα στις επενδύσεις σε αυτήν, και ταυτόχρονα στη σημαντική επέκταση και στον μετασχηματισμό των χαμηλού κόστους δυνάμεων τοπικής άμυνας και προστασίας των κοινοτήτων, που είχαν παραμεληθεί, με καταστροφικές συνέπειες, όπως αποδείχθηκε στην επίθεση της Χαμάς τον περασμένο Οκτώβριο.
Η δεύτερη άποψη διατυπώνεται από τους καθηγητές Εάντο Χεχτ, ερευνητή στο Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών Μπέγκιν – Σαντάτ και λέκτορα στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών ασφαλείας στο πανεπιστήμιο Μπαρ-Ιλαν, και Εϊτάν Σαμίρ, διευθυντή του Κέντρου Στρατηγικών Σπουδών Μπέγκιν – Σαντάτ. Αναγνωρίζει μεν τη σημασία της τεχνολογίας, αλλά εκτιμά ότι η υφιστάμενη δομή δυνάμεων των ενόπλων δυνάμεων του Ισραήλ είναι ποσοτικά ανεπαρκής και άρα θα πρέπει να αναζητηθεί το βέλτιστο σημείο ισορροπίας μεταξύ τεχνολογίας και ανθρώπινων πόρων, ώστε στη δομή δυνάμεων να προστεθούν τουλάχιστον δύο, ει δυνατόν τρεις επιπλέον τεθωρακισμένες / μηχανοκίνητες μεραρχίες.
Το πρώτο σημείο ελληνικού ενδιαφέροντος είναι η ταύτιση και των δύο απόψεων στη συσχέτιση στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος. Μάλιστα τη θεμελιώνουν στην ισραηλινή εμπειρία μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (6-26 Οκτωβρίου 1973), στην 50ή επέτειο του οποίου εκδηλώθηκε η επίθεση της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ. Λόγω του οδυνηρού τραύματος που προκάλεσε ο στρατηγικός αιφνιδιασμός που υπέστη το Ισραήλ από τη συνδυασμένη επίθεση των δυνάμεων Αιγύπτου, Συρίας και Ιράκ το 1973, αμέσως μετά οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις διπλασιάστηκαν σε μέγεθος και οι αμυντικές δαπάνες εκτοξεύτηκαν σε ποσοστό 25%-30% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), με συνέπεια την κατάρρευση της οικονομίας, την οικονομικά «χαμένη» δεκαετία του 1980.
Οι δύο απόψεις συμφωνούν ότι «η διατήρηση μεγάλου μεγέθους, καλώς εξοπλισμένων και εκπαιδευμένων ενόπλων δυνάμεων απαιτεί μια καλά ισορροπημένη και ισχυρή οικονομία» και ότι η «υπερβολική επέκταση των πόρων που διατίθενται στην άμυνα θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομική κατάρρευση». Οι δύο διαπιστώσεις, που έχουν πολλάκις επιβεβαιωθεί στην πράξη, θα πρέπει να αποτελούν κύρια κατεύθυνση στην εθνική αμυντική σχεδίαση. Ταυτόχρονα αναδεικνύουν την ανάγκη υιοθέτησης μακροπρόθεσμου προγραμματισμού, ειδικά για οπλικά συστήματα μεγάλου κόστους, που η παραγωγή τους απαιτεί χρόνο (π.χ. τριακονταετής προγραμματισμός ναυπηγήσεων).
Χωροταξική κατανομή, ποσότητα και ετοιμότητα
Το δεύτερο σημείο ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος αφορά το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων και το επίπεδο ετοιμότητας στην οποία διατηρούνται. Μέρος της επιχειρηματολογίας και των δύο απόψεων αποτελούν τα 400 άτομα μάχιμων ειδικοτήτων και τα 12 άρματα μάχης Merkava που ήταν διαθέσιμα στη μεθόριο με τη Λωρίδα της Γάζας το Σάββατο της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Κατά τον Γκατ, με την προϋπόθεση ότι θα βρίσκονταν σε ετοιμότητα στις θέσεις τους, όπως προβλεπόταν, θα μπορούσαν με την υποστήριξη επιθετικών και γενικής χρήσης ελικοπτέρων να αποκρούσουν την επίθεση των μαχητών της Χαμάς. Κατά τους Χεχτ και Σαμίρ, το μέγεθος της δύναμης ήταν ανεπαρκές για να καλύψει τομέα εύρους 60 χλμ. Προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας τους επισημαίνουν ότι οι περίπου 100.000 Ισραηλινοί πολίτες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους πλησίον των συνόρων με τον Λίβανο δεν έχουν ακόμη επιστρέψει, επειδή, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχουν επαρκείς δυνάμεις, ώστε να διασφαλιστεί η ασφάλειά τους.
Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό ότι η χωροταξική κατανομή των δυνάμεων, η ποσοτική τους επάρκεια και ο βαθμός ετοιμότητάς τους αναδεικνύονται σε παράγοντες καθοριστικούς για την έκβαση της σύρραξης.
Μειονέκτημα η γεωγραφία
Στην ελληνική περίπτωση η γεωγραφία αποτελεί αμείλικτο παράγοντα εις βάρος μας. Η γειτνίαση των νήσων του ανατολικού Αιγαίου με τις μικρασιατικές ακτές επιτρέπει στον εχθρό την ταυτόχρονη προσβολή περισσότερων της μιας νήσων, εξορμώντας απευθείας τις ακτές του, ενώ η αποστολή φίλιων ενισχύσεων από την ηπειρωτική χώρα απαιτεί χρόνο, λόγω της απόστασης που πρέπει να διανυθεί σε μια κλειστή θάλασσα όπου η Τουρκία εδώ και χρόνια συστηματικά αναπτύσσει τις δυνατότητες που απαιτούνται ώστε να τη μετατρέψει σε χώρο καταστροφής.
Υπό το πρίσμα αυτό, είναι ακατανόητη η ελληνική επιμονή διατήρησης εφεδρειών υψηλής ετοιμότητας στην ηπειρωτική χώρα προς ενίσχυση των νήσων. Ακόμα και μετά την παραλαβή των 35 νέων ελικοπτέρων γενικής χρήσης UH-60M Blackhawk είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορούν να διεξαχθούν αεροκινήσεις τμημάτων ενίσχυσης με αποδεκτό ποσοστό απωλειών. Το ίδιο ισχύει και για την ελληνική 32η Ταξιαρχία Πεζοναυτών που εδρεύει στον Βόλο, στον μυχό του Παγασητικού Κόλπου, ο οποίος πρακτικά αποτελεί «φιάλη» που μπορεί να ασφαλιστεί από τον εχθρό με δύο «πώματα», στον δίαυλο Τρικερίου και τον δίαυλο μεταξύ Πηλίου και βόρειας Εύβοιας.
Κατά συνέπεια, η αποδοτικότερη λύση είναι η σε πρώτο χρόνο, από τον καιρό της ειρήνης, μόνιμη προώθηση των εφεδρειών από την ηπειρωτική χώρα στους χώρους ενδιαφέροντος, δηλαδή στις νήσους του ανατολικού Αιγαίου, και σε δεύτερο χρόνο η αναδιοργάνωση και ο εξοπλισμός τους, ώστε να μεγιστοποιηθεί η δυνατότητα εμπλοκής στόχων σε αέρα, ξηρά και θάλασσα σε μεγάλα βεληνεκή. Σε ό,τι δε αφορά την ενίσχυση των φίλιων δυνάμεων που θα είναι αναπτυγμένες στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, αυτή μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα διά πυρών από την ηπειρωτική χώρα και τις νήσους-βατήρες, αφού φυσικά αποκτηθούν οι αναγκαίες δυνατότητες
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου