GuidePedia

0

ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Καταρχάς ζητώ κατανόηση! Επιλαμβάνομαι νομικού ζητήματος χωρίς να είμαι νομικός. Αναποδράστως όμως με ωθεί σε αυτήν την κατεύθυνση το ότι η Πατρίδα μας αποτελεί τη χώρα όπου τα Νομικά, έχοντας από παλιά ρίζες πανίσχυρες, θεαματικώς ανθούν και παράγουν καρπούς παντοειδείς.

Αυτό το επισήμανε ο Εμμανουήλ Ροΐδης που, εμμέσως και βραχυλόγως αλλά σαφέστατα, διατύπωσε αφορισμό οιονεί μαθηματικό: «Οποιοσδήποτε επαγγελματικός κλάδος, σε οποιαδήποτε περιοχή της εθνικής μας επικράτειας, αντιμετωπίζει κίνδυνο ανεργίας, εάν ο αριθμός των σε αυτόν ενταγμένων ξεπεράσει τον αριθμό των δικηγόρων που ασκούν το λειτούργημά τους στην ίδια περιοχή». Ούτως εχόντων των πραγμάτων λοιπόν, κάθε Νεοέλλην, ακουσίως ή μη, καταλήγει να γίνεται (και) νομικός. Οπότε μπορούμε να αρχίσουμε την “αντικειμενική και φιλαλήθη” αφήγησή μας.

Ευρισκόμεθα στο έτος 1520 μ.Χ. Έχουνε περάσει 67 χρόνια από την Άλωση και σουλτάνος των Οθωμανών είναι ο Σελίμ Α΄, στον οποίο οι υπήκοοί του έχουν προσδώσει την επωνυμία “Γιαβούζ”. Γλωσσολογικό φαινόμενο το εν λόγω προσωνύμιο! Και αυτό, διότι παραμένει δεκτικό σε ευρύ φάσμα μεταφραστικών προσεγγίσεων, τη μετριοπαθέστερη από τις οποίες συνιστά η λέξη “τολμηρός”, ενώ την ορθότερη το επίθετο “φρικαλέος”. Η επιλογή επαφίεται στον ιστορικό.

Και αυτό, διότι επί “Γιαβούζ” η οθωμανική επικράτεια εντυπωσιακώς επεκτάθηκε, με αποτέλεσμα αυτός να γίνει Χαλίφης ολόκληρου του Ισλάμ. Από την άλλη όμως, ο “Φρικαλέος” υπήρξε το πρώτο μέλος της οθωμανικής αυτοκρατορικής δυναστείας που, προκειμένου να ανεβεί και παραμείνει στον θρόνο, επαναστάτησε κατά του πατέρα του και κατέσφαξε όλους τους αδελφούς και ανεψιούς του.

Τελοσπάντων… Αυτά είναι θέματα της Ιστορίας των γειτόνων μας που λίγο μας ενδιαφέρουν.

Υπάρχει όμως κάτι άλλο που οπωσδήποτε μας αφορά. Εκείνη την χρονιά (1520), ο Σελίμ, νοιώθοντας ότι πλησίαζε το τέλος του, πήρε απόφαση άξια της προσωνυμίας του. Ήταν δυνατόν αυτός, Ηγέτης των Μουσουλμάνων, να βλέπει τόσες χριστιανικές εκκλησίες μέσα στην πρωτεύουσά του; Όχι βέβαια! Και δεδομένου ότι, πλήρως εναρμονισμένος με το προσωνύμιό του, δεν είχε ηθικές αναστολές, έδωσε εντολή στον μεγάλο βεζύρη του να “καταργήσει” όλους τους εκεί χώρους χριστιανικής λατρείας. Και βέβαια, η “νομική θεμελίωση” της απόφασής του ήταν σαφής: Εφόσον η Κωνσταντινούπολη είχε αλωθεί βιαίως, οι μη μουσουλμάνοι κάτοικοί της δεν είχαν δικαίωμα να τελούν δημοσίως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Η περίπτωση των Ιεροσολύμων

Το σκεπτικό δεν ήταν έωλο. Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Ισλάμ, εάν μια πόλη “κιαφίριδων” (απίστων), παιρνόταν εξ εφόδου μόνο η μουσουλμανική λατρεία ήταν πια, σε αυτήν, επιτρεπτή. Αντιθέτως, στην περίπτωση κατά την οποία οι “κιαφίριδες” παραδίδονταν εκουσίως, ναι… μπορούσαν να διατηρήσουν τις εκκλησίες τους. Τα “νομικά”, άλλωστε, προηγούμενα ήταν εύγλωττα. Ως γνωστόν, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 630 οι Άραβες κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα. Επειδή όμως ο Πατριάρχης Σωφρόνιος Α’ αμαχητί παρέδωσε την πόλη , οι Μουσουλμάνοι κατακτητές δεν έθιξαν τους εκεί Χριστιανούς. Αρχικώς μάλιστα προσεύχονταν μέσα σε εκκλησίες και, μόνο αφότου πέρασε κάποιος χρόνος, αποφάσισαν να κτίσουν το δικό τους τέμενος. Έψαξαν λοιπόν να βρουν το κατάλληλο μέρος και τελικά επέλεξαν τον τόπο του προ πολλού κατεστραμμένου εβραϊκού Ναού. Έτσι προέκυψε το Τέμενος του Ομάρ!

Άλλη περίπτωση υπήρξε εκείνη των Ιωαννίνων. Αυτά παραδόθηκαν, το 1430, οικειοθελώς στους Οθωμανούς. Συνακολούθως, όχι μόνο σώθηκαν οι εκκλησίες, αλλά και οι επιφανείς αυτόχθονες διατήρησαν τις κατοικίες τους μέσα στο Κάστρο της πόλης. Ήταν οι “αρχόντοι καστρινοί”, όπως χαρακτηρίζονται σε έργα του αξέχαστου Δημήτρη Χατζή. Βέβαια, τα πράγματα αλλάξανε μετά την κατά το 1611 εκεί αποτυχημένη εξέγερση. Αυτά όμως είναι μια άλλη ιστορία, οπότε καλλίτερα να επανέλθουμε στα του “Φρικαλέου” Σελίμ.

Ο μεγάλος βεζύρης του “Φρικτού” σουλτάνου αποδείχθηκε μετριοπαθής. Απευθύνθηκε, πράγματι, στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Θεόληπτο Α’ και τού ζήτησε το “φιρμάνι” (αυτοκρατορικό διάταγμα) βάσει του οποίου επιτρεπόταν η δημόσια λειτουργία χώρων χριστιανικής λατρείας στη “βιαίως κατακτημένη” Κωνσταντινούπολη. Ο Θεόληπτος παραδέχτηκε ότι τέτοιο φιρμάνι δεν υπήρχε, οπότε ο βεζύρης πήρε απόφαση να “εκδικάσει” την υπόθεση. Και ιδού οι από μηχανής “σωτήρες”! Βρέθηκαν τρεις γηραλέοι γενίτσαροι που είχαν συμμετάσχει στην Άλωση και ενόρκως βεβαίωσαν ότι η Κωνσταντινούπολη είχε παραδοθεί. Συνακολούθως, η απόφαση βγήκε υπέρ του Πατριάρχη και το ζήτημα θεωρήθηκε “λήξαν”.

Έλα όμως που μετά από λίγα χρόνια, το 1537 συγκεκριμένα, επιχειρήθηκε “αναψηλάφηση”! Τώρα σουλτάνος ήταν ο περίφημος Σουλεϊμάν Α’ ο Μεγαλοπρεπής. Και αυτόν τον παραξένεψαν οι εκκλησίες που λειτουργούσαν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν θέλησε να επαναλάβει την επί του “Φρικαλέου” προκατόχου του θορυβώδη δίκη. Έτσι, έκανε κάτι απλούστερο: Απευθύνθηκε στον Σεϊχουλισλάμη (Σεΐχ-ουλ-Ισλάμ, δηλαδή τον “Γέροντα του Ισλάμ”), ο οποίος είχε, σε θρησκευτικά ζητήματα, την υπέρτατη γνωμοδοτική δικαιοδοσία.

“Και αλώθηκε και παραδόθηκε”

Ο “Γέροντας” έδωσε απάντηση εκπληκτική στη “νομική ευκαμψία” της: Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη, η Κωνσταντινούπολη είχε βιαίως αλωθεί. Η ύπαρξη όμως τόσων εκκλησιών συνιστούσε απόδειξη αδιάσειστη του ότι είχε παραδοθεί. Συνεπώς, αυτές δεν έπρεπε να “πειραχτούν”. Ο Σουλεϊμάν “συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις” και το θέμα έκλεισε μέχρις ότου ανέκυψε και πάλι, ακριβώς στις ημέρες μας.

Τελικά, τι έγινε στην Κωνσταντινούπολη τον Μάιο του 1453; Με το ζήτημα ασχολήθηκαν ιδιαιτέρως δύο Άγγλοι ιστορικοί, οι Στήβεν Ράνσιμαν και Κρις Γουντχάουζ. Συστηματικώς και γραπτώς ο πρώτος, περιστασιακώς και προφορικώς ο δεύτερος εξέφρασαν την ακόλουθη άποψη: Ο “φυσιολογικός” πληθυσμός της μεσαιωνικής μας πρωτεύουσας ήταν –τουλάχιστον!– μισό εκατομμύριο άνθρωποι. Την εποχή της Άλωσης όμως οι κάτοικοί της δεν ξεπερνούσαν τις 50.000. Κατά συνέπεια, οι παλιές συνοικίες της Κωνσταντινούπολης είχαν γίνει “πολίσματα”, συχνά περιτειχισμένα και ουσιαστικώς αυτόνομα. Μετά τον θάνατο λοιπόν, του τελευταίου αυτοκράτορα, οι επικεφαλής των μέσα στη Βασιλεύουσα αυθύπαρκτων οικισμών προσήλθαν στον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή και του δήλωσαν υποταγή. Έτσι, η Πόλη “και αλώθηκε και παραδόθηκε”!

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης

Αυτά μας είπαν –με τη χαρακτηριστικώς βρετανική συμβιβαστική τους διάθεση– οι δύο βαθείς γνώστες της μεσαιωνικής μας Ιστορίας. Εμείς όμως, ως Έλληνες, ας προσθέσουμε κάτι, που μόνο αμελητέο δεν μπορεί να θεωρηθεί: Υπάρχει ο ενταγμένος στη συλλογή του Μακρυγιάννη ζωγραφικός πίνακας, στον οποίο απεικονίζεται η “Πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως” όπως αυτή πραγματικά έγινε. Και το επίρρημά μας “πραγματικά” βασίζεται στο ότι στο εν λόγω καλλιτέχνημα εμφανίζονται άλλοι Έλληνες να σφάζονται με εντολή του Πορθητή και άλλοι να βγαίνουν ακωλύτως για να τον υποδεχθούν “θριαμβευτικώς”. Ποια είναι η αλήθεια;

Η λογική απάντηση βασίζεται στα εξής:
  • Οι Παλαιολόγοι, απώτερης ιταλικής καταγωγής, με μόνη “θεαματική” εξαίρεση τον Ανδρόνικο Β’ (1282-1328) έστεργαν στην ένωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τη Ρωμαιοκαθολική.
  • Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, λόγω των ενωτικών του φρονημάτων, δίσταζε να στεφθεί στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, η στέψη του έγινε στον Μυστρά.
  • Ο Γρηγόριος Γ’, τελευταίος πριν από την Άλωση Πατριάρχης, ενωτικός και αυτός, προτίμησε να εγκαταλείψει, το 1450, τη Βασιλεύουσα και να καταφύγει στη Ρώμη.
  • Ο τελευταίος αυτοκράτορας (μαζί με τους Λατίνους συμπολεμιστές του) αγωνίστηκε μέχρι θανάτου. Είναι αμφίβολο όμως το κατά πόσον όλος ο λαός της Κωνσταντινούπολης ήθελε να πολεμήσει. Οι σκηνές που σχετικώς περιγράφονται στους “Μαυρόλυκους” του Θ. Πετσάλη-Διομήδη τελικώς έχουν μία βάση.
  • Οι πρόγονοί μας του Μεσαίωνα, όποτε πολιορκούσαν πόλη εχθρική, σπανίως επιχειρούσαν εφόδους. Κατά κανόνα επιχειρούσαν την άλωσή της με διείσδυση από “πορτούλες” ή δυσδιάκριτα ρήγματα των τειχών. Έτσι επιτεύχθηκε η κατά το 1261 ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και έτσι έγινε, με την Κερκόπορτα, η από τους Οθωμανούς άλωσή της το 1453. Όπως όμως συχνά συνήθιζαν να λένε παλαιοί αστυνομικοί μας “η μέθοδος καταδεικνύει τον δράστη”.
Τι σημασία έχουν σήμερα αυτά; Την εξής: Εάν γίνει δεκτό το ότι η Πόλη ουσιαστικώς παραδόθηκε, τότε ο Ερντογάν δεν έχει δικαίωμα να μεταβάλει σε τζαμί καμιά απολύτως χριστιανική εκκλησία. Η Αγιά -Σοφιά συνιστά την επιβεβαιωτική του κανόνα εξαίρεση, δεδομένου ότι έγινε μουσουλμανικό τέμενος από τον ίδιο τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, λόγω της αντίστασης που είχε προβάλει ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ και βάσει του σκεπτικού ότι, μέχρι τις τελευταίες πριν από την Άλωση ώρες, οι Έλληνες κάτοικοι την απέφευγαν, επειδή εκεί είχε τελεστεί ενωτική λειτουργία. Εάν, πάλι, επικρατήσει η άποψη ότι η Κωνσταντινούπολη βιαίως εκπορθήθηκε, τότε οι Τούρκοι ιθύνοντες έχουν δικαίωμα, ως ηγεσία Κράτους διάδοχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να μετατρέψουν όλες τις εκκλησίες που έχουν απομείνει σε τζαμιά.

Ιδού πρόβλημα με την επίλυση του οποίου μόνο νομικός της Ελλάδας και δη της Θεσσαλονίκης (!) μπορεί ελπιδοφόρως να ασχοληθεί…

πηγήπηγή


Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top