Μαντζουράνης Γιάννης
Με αφορμή τους πρόσφατους καταστροφικούς σεισμούς στη Τουρκία και Συρία και την συνακόλουθη έναρξη της disaster diplomacy, άρχισαν να ξεμυτίζουν διάφοροι εκπρόσωποι της κατευναστικής πολιτικής της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, με αποκορύφωμα τις πρόσφατες δηλώσεις της Ντόρας Μπακογιάννη-Μητσοτάκη για συνεκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο από Ελλάδα και Τουρκία, ακόμη και πριν την οριοθέτηση της ΑΟΖ, με Απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ύστερα από σχετική προσφυγή σε αυτό.
Μετά από λίγες ημέρες ο πρωθυπουργός, σε συνέντευξη του στα “Παραπολιτικά”, αναφέρεται σε προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για επίλυση του ζητήματος των θαλάσσιων ζωνών και όχι μόνον των θαλάσσιων οικονομικών ζωνών, όπως όφειλε. Και αυτό σημαίνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι πρόθυμος να δεχθεί προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο και για την αιγιαλίτιδα ζώνη άλλως χωρικά ύδατα, όπου υπάρχει πλήρης κυριαρχία της Ελλάδας.
Ασφαλώς δεν πρόκειται για lapsus lingue, αφού φραστική αστοχία σε αυτά τα ζητήματα είναι αδιανόητη και ανεπίτρεπτη. Άλλωστε, εάν ήταν εκφραστικό σφάλμα, θα ακολουθούσε διορθωτική δήλωση ή διευκρινιστική ανακοίνωση από την πλευρά του πρωθυπουργού. Τουναντίον, η ίδια φράση επαναλαμβάνεται και σε αντίστοιχη συνέντευξη στην εφημερίδα “Η Καθημερινή”. Συνεπώς πρόκειται για πρωθυπουργική θέση, που πόρρω απέχει και ανατρέπει πλήρως τις πάγιες θέσεις όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από την μεταπολίτευση και μετέπειτα.
Και αυτό, γιατί σταθερό δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι ότι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ είναι η μοναδική νομική διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που πρέπει και μπορεί να παραπεμφθεί προς επίλυση στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη, στο πλαίσιο των ρυθμίσεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (Montego Bay, 1982). Άλλα ζητήματα, που αφορούν την εθνική κυριαρχία δεν μπορεί να παραπεμφθούν προς επίλυση στο Διεθνές Δικαστήριο.
Ελλάδα και Διεθνές Δικαστήριο
Και αυτό, γιατί το 1994 η Ελλάδα κατέθεσε Δήλωση για την αποδοχή της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου για όλες τις νομικές διαφορές, που αναφέρονται στο άρθρο 36 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (Montego Bay 1982), με εξαίρεση τις διαφορές, οι οποίες σχετίζονται με τη λήψη μέτρων αμυντικού χαρακτήρα για λόγους εθνικής άμυνας.
Το 2015 η Ελλάδα τροποποίησε την προγενέστερη επιφύλαξη σχετικά με τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου ως εξής: «Εκτός αν υπάρχει συνυποσχετικό, η Ελλάδα εξαιρεί από την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης:Διαφορές, που ανάγονται σε στρατιωτικές δραστηριότητες και μέτρα προστασίας της εθνικής άμυνας και ασφάλειας.
Διαφορές, που αφορούν σε σύνορα ή την κυριαρχία του κράτους, περιλαμβανομένου του πλάτους της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εναερίου χώρου και
διαφορές για τις οποίες άλλο μέρος της διαφοράς αποδέχθηκε την υποχρεωτική δικαιοδοσία μόνο σχετικά με την επίδικη διαφορά ή εάν η αποδοχή από το εν λόγω μέρος έγινε πριν παρέλθει το 12μηνο».
Από τα προεκτεθέντα συνάγεται η προαιρετικότητα της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο για οποιαδήποτε διαφορά για την αιγιαλίτιδα ζώνη. Μάλιστα με δεδομένο ότι η Τουρκία δεν έχει επικυρώσει την προειρημένη Σύμβαση στη προκειμένη περίπτωση Ελλάδας και Τουρκίας, ακόμη και για διάφορες σε σχέση με τις οικονομικές θαλάσσιες ζώνες, απαιτείται η προηγούμενη συμφωνία και υπογραφή συνυποσχετικού μεταξύ των δυο κρατών για προσφυγή στην Χάγη.
Τί ισχύει με την Χάγη
Το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού στην Ελλάδα έχει αναγάγει την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης σε λυδία λίθο για εξεύρεση μιας λύσης στις τρικυμιώδεις ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι ένα σημάδι στρατηγικής αμηχανίας της πλειονότητας της πολιτικής ελίτ στη πατρίδα μας.
Η παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης του ζητήματος της οριοθέτησης ΑΟΖ – υφαλοκρηπίδας είναι η μόνη εθνικά ανεκτή διαδικασία επίλυσης αυτού του προβλήματος υπό αυστηρώς προδιαγεγραμμένες προϋποθέσεις, που δύσκολα μπορεί να γίνουν αποδεκτές από την Τουρκία. Έτσι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προβάλει ως μια εξαιρετικά δυσχερής πορεία με πολλές παγίδες.
Όποιος παρακολουθεί την εγχώρια συζήτηση θα νομίζει ότι η Τουρκία έχει προτείνει την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο και η Ελλάδα συζητεί, εάν θα την αποδεχθεί ή όχι! Πρόκειται για απολύτως παραπλανητική εικόνα.
Πάγια θέση της Τουρκίας είναι ότι προηγείται η διμερής εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση, δηλαδή διαπραγμάτευση επί όλων των μονομερών τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων. Εάν αυτή δεν αποδώσει καρπούς, ενδεχομένως και υπό προϋποθέσεις όλες οι “διαφορές” πρέπει να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κι όχι μόνο η οριοθέτηση της ΑΟΖ.
Όπως έχουν αποδείξει οι κατά καιρούς ελληνοτουρκικές συνομιλίες, το εμπόδιο ήταν και παραμένουν οι όροι, που έθετε και θέτει η Άγκυρα για να υπογράψει το αναγκαίο συνυποσχετικό. Απαιτεί να παραπεμφθούν στη Χάγη, όχι μόνο η νομική διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, αλλά το σύνολο των τουρκικών μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων. Μάλιστα χρησιμοποιείται και ο “αθώος” όρος “παρεμπίπτοντα ζητήματα”.
Οι όροι της Τουρκίας
Σε αυτό το σημείο υπενθυμίζεται ότι για να οριοθετήσει το Διεθνές Δικαστήριο θαλάσσιες ζώνες πρέπει τα δύο κράτη, που προσφεύγουν να συμφωνούν στο ποιο νησί ανήκει σε ποια επικράτεια, αφού η οριοθέτηση στη θάλασσα γίνεται με βάση την ξηρά. Από το 1996, όμως, η Τουρκία αμφισβητεί επίσημα την ελληνική κυριαρχία σε 152 κατοικημένες και ακατοίκητες νησίδες του Ανατολικού Αιγαίου. Προσφάτως αμφισβητεί και την ελληνική κυριαρχία των μεγάλων νησιών με πρόσχημα τη στρατικοποίησή τους.
Αφ’ εαυτής αυτή η αμφισβήτηση αποκαλύπτει την έκταση, την ένταση και το μέγεθος της Τουρκικής απειλής όχι μόνο για τα κυριαρχικά δικαιώματα αλλά και για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Συνεπώς, όταν η Τουρκία απαιτεί –στην περίπτωση που τελικά αποδεχθεί τον δρόμο της Χάγης– να παραπεμφθούν και τα “παρεμπίπτοντα ζητήματα”, στην ουσία θέτει δύο όρους:
Πρώτον, να τεθεί στην κρίση ξένων δικαστών το εάν νησιά, όπως λ.χ. Οινούσσες, Φούρνοι, Αγαθονήσι και πολλά άλλα, θα παραμείνουν στην ελληνική επικράτεια, ή θα παραδοθούν στην Τουρκία, η οποία ισχυρίζεται ότι είναι δικά της. Και επειδή στην κρίση των δικαστών θα τεθεί η κυριαρχία μόνον ελληνικών νησιών, αποκλειστικά και μόνον η Ελλάδα έχει τον κίνδυνο να χάσει, μολονότι η νομική θέση της είναι πολύ ισχυρή. Όποιος είναι διατεθειμένος να υποβάλει και αυτά τα ζητήματα στην κρίση ξένων δικαστών, οι οποίοι συχνότερα δέχονται και πολιτικές επιρροές με σκοπό να προκύψει κάποιου είδους συμβιβασμός, ας το δηλώσει ξεκάθαρα.
Δεύτερον, μεταξύ των “παρεμπιπτόντων ζητημάτων” συγκαταλέγεται και η αποστρατικοποίηση των νησιών, η οποία πρόσφατα είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της προπαγάνδας της Τουρκίας. Σημειωτέον ότι η νομική θέση της Ελλάδας σ’ αυτό το ζήτημα δεν είναι πανίσχυρη. Όταν οι Τούρκοι σχεδόν καθημερινά απειλούν ρητά πως μια νύχτα θα εισβάλουν, όποιος είναι διατεθειμένος να διακινδυνεύσει μία απόφαση, η οποία θα επιτάσσει την αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων ας το δηλώσει καθαρά. Ωστόσο πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι η Ελλάδα έχει εξαιρέσει από την δικαιοδοσία, που έχει αναγνωρίσει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, και τα δύο εν λόγω ζητήματα, όπως προαναφέρεται.
Τι επιδιώκει η Άγκυρα
Ένα άλμα στη φαντασία κι η υπόθεση ότι η Τουρκία ως δια μαγείας ξεχνά τις παραπάνω απαιτήσεις της και εμφανίζεται διατεθειμένη να παραπεμφθεί μόνον η οριοθέτηση της ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας, είναι αδιανόητα. Επειδή το ζήτημα είχε αποτελέσει αντικείμενο ενδελεχούς διαπραγμάτευσης κατά τη διάρκεια των διερευνητικών επαφών στις αρχές της δεκαετίας του 2000, είναι γνωστό ότι η Τουρκία ούτε καν συζητάει τα δύο κράτη να ζητήσουν από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης να οριοθετήσει την ΑΟΖ με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και πρωτίστως της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (Montego Bay 1982).
Αντίθετα, η Τουρκία με πεισματική εμμονή επιδιώκει τα δύο κράτη να διαπραγματευτούν μεταξύ τους τι θα λάβει το ένα και τι το άλλο, με πλήρη παράκαμψη του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί διαπραγμάτευση και επίλυση με βάση μόνο την αρχή της “ευθυδικίας” και υπό την προϋπόθεση ότι θα ζητηθεί από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης να βάλει τη σφραγίδα του στα προσυμφωνημένα, εφόσον προηγουμένως έχει επιτευχθεί σχετική συμφωνία Ελλάδας και Τουρκίας ύστερα από διμερείς διαπραγματεύσεις.
Με απλά λόγια, η Άγκυρα απαιτεί από την Αθήνα –εκτός των άλλων– να συνυπογράψει ένα συνυποσχετικό για να παρακαμφθούν τα δικαιώματα, τα οποία αναγνωρίζει και παρέχει το ισχύον διεθνές δίκαιο της θάλασσας στην Ελλάδα! Είναι περιττό να υπογραμμισθεί ότι η Ελλάδα παγίως αναγνωρίζει ως μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, γιατί μόνο αυτή δεν καλύπτεται πλήρως από τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου ή από τις υφιστάμενες διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες.
Όλα τα άλλα ήταν και παραμένουν προβλήματα πολιτικής φύσης ή για την ακρίβεια μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις. Γι’ αυτό και η επίσημη και σταθερή ελληνική θέση είναι ότι στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης πρέπει να παραπεμφθεί μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή δεν αποτελεί απλά και μόνον επικίνδυνη απόκλιση από τις πάγιες ελληνικές θέσεις, αλλά ανοίγει και Κερκόπορτα για την “υπονόμευση” των εθνικών συμφερόντων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο και όχι μόνον.
Δημοσίευση σχολίου