Λυγερός Σταύρος
Από την πρώτη στιγμή που εγκαινιάσθηκε η “διπλωματία των σεισμών” είχα εκφράσει την απαισιοδοξία μου για το πόσο θα διαρκέσει, παρά την άτυπη μεσολάβηση Μπλίνκεν. Η ανθρωπιστική καταστροφή που είχε προκαλέσει ο Εγκέλαδος το 1999 στην περιοχή του Μαρμαρά είχε δώσει την ευκαιρία στην Ελλάδα να εκδηλώσει ενθέρμως την αλληλεγγύη της, γεγονός που τρία χρόνια μετά την κρίση στα Ίμια είχε αλλάξει άρδην το κλίμα στις διμερείς σχέσεις. Είχαμε ζήσει και τότε σκηνές, όπως αυτές που παρακολουθήσαμε πριν λίγο καιρό.
Όπως και τότε, έτσι και τώρα και τα δημοσιεύματα και πολύ περισσότερο οι εκδηλώσεις των απλών Τούρκων ήταν ειλικρινείς. Είναι ανθρώπινο, εξάλλου, όταν κάποιος τρέχει να σε συνδράμει στην ανάγκη σου, να νοιώσεις ευγνωμοσύνη, ειδικά όταν αυτόν τον κάποιο τον θεωρούσες μέχρι τότε εχθρό. Κι όταν το κλίμα στην κοινωνία παίρνει μία τέτοια τροπή, δεν μπορούν οι πολιτικοί να πάνε κόντρα, υποχρεωτικά προσαρμόζονται. Αυτό είχε συμβεί τότε, αυτό συμβαίνει και τώρα.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι για πόσο; Μπορεί ένα τόσο δραματικό περιστατικό με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, μπορεί πραγματικά να γυρίσει σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Κι όταν λέμε να γυρίσει σελίδα, εννοούμε να τις θέσει σε άλλη τροχιά κι όχι να αποτελέσει απλώς μία παρένθεση. Είχα εξαρχής υπογραμμίσει ότι το παράδειγμα της “διπλωματίας των σεισμών” του 1999 δεν επιτρέπει αισιοδοξία. Υπενθυμίζω ότι τα μεγάλα λόγια περί ελληνοτουρκικής φιλίας δεν κατάφεραν να μετουσιωθούν σε πολιτικό αποτέλεσμα. Κι αυτό, παρότι τότε και η κυβέρνηση Σημίτη στην Ελλάδα αποζητούσε με κάθε τρόπο να διαμορφώσει μία εποικοδομητική σχέση με την Τουρκία, αλλά και η τότε τουρκική κυβέρνηση ήταν πιο μετριοπαθής από την κυβέρνηση Ερντογάν.
Η αιτία που το καλό κλίμα της “διπλωματίας των σεισμών” δεν είχε τότε καταφέρει να σπάσει το αδιέξοδο και ούτε τώρα θα το καταφέρει ήταν απλός. Μόλις οι δύο πλευρές κάθισαν στο τραπέζι για τα συζητήσουν τα προβλήματα, αυτό που συνέβη ήταν ότι η κάθε μία επανέλαβε τις πάγιες θέσεις της, με αποτέλεσμα να αναπαραχθεί το αδιέξοδο, έστω κι αν αρχικά το κλίμα ήταν πολύ καλύτερο σε σύγκριση με το παρελθόν.
Είναι δυνατός ένας συμβιβασμός;
Θα μπορούσαν με αμοιβαίες υποχωρήσει οι δύο πλευρές να γεφυρώσουν το χάσμα που τους χωρίζει και να καταλήξουν σε ένα συμβιβασμό, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στις διακρατικές διαπραγματεύσεις; Η απάντηση ήταν εξαρχής κατηγορηματικά αρνητική και θα εξηγήσω γιατί. Αν εξετάσουμε τα διμερή προβλήματα, θα διαπιστώσουμε πως αυτά δεν προέρχονται από ένα ανοικτό ζήτημα που για να διευθετηθεί απαιτεί κάποιο συμβιβασμό. Προέρχονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις.
Ας αφήσουμε για την οικονομία της συζήτησης στην άκρη το Κυπριακό. Κατά τα άλλα, η σύγχρονη ελληνοτουρκική διένεξη άρχισε το 1973-74, λόγω του τουρκικού ισχυρισμού πως τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα, παρότι και το μέχρι τότε διεθνές δίκαιο και η μετέπειτα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας προβλέπουν το αντίθετο. Ας πούμε ότι αυτή η διαφορά θα μπορούσε να λυθεί με αμοιβαίες υποχωρήσεις, η Ελλάδα να αποδεχθεί πως τα νησιά της θα είχαν μειωμένη επήρεια, δηλαδή η Τουρκία να εξασφαλίσει περισσότερη υφαλοκρηπίδα από όση θα της έδινε ο κανόνας της μέσης γραμμής.
Σταδιακά, όμως, το καλάθι των μονομερών τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων έχει γεμίσει. Η Άγκυρα διεκδικεί συνολική διχοτόμηση του Αιγαίου και στη θάλασσα και στον αέρα. Και σαν να μην έφθανε αυτό, το 1996, διεκδίκησε και ελληνικό έδαφος με την κρίση στα Ίμια. Επικαλούμενη την αυθαίρετη θεωρία περί “γκρίζων ζωνών” διεκδικούσε 152 ελληνικές νησίδες. Με τη διεκδίκησή της αυτή, η Άγκυρα ουσιαστικά ακύρωσε και τον δρόμο παραπομπής της διαφοράς για την οριοθέτηση ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο, αφού για να οριοθετήσεις θάλασσα πρέπει να υπάρχει συμφωνία των δύο πλευρών για το σε ποια από τις δύο ανήκει κάθε ξηρά.
Η Τουρκία έχει, επίσης, επισήμως χαρακτηρίσει αιτία πολέμου, την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, παρότι το διεθνές δίκαιο προβλέπει ότι είναι μονομερές δικαίωμα κάθε παράκτιας χώρας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα. Εξ ου και η Ελλάδα είναι σχεδόν η μόνη που δεν έχει ασκήσει αυτό το δικαίωμα. Στο καλάθι των τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων έχουν προστεθεί η “Γαλάζια Πατρίδα” και το τουρκολιβυκό μνημόνιο, η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας και στα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου με το πρόσχημα ότι δεν είναι αποστρατιωτικοποιημένα. Και βεβαίως, οι μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις συνοδεύονταν σχεδόν καθημερινά από ευθείες απειλές για στρατιωτική επίθεση.
Η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει
Όλα αυτά σημαίνουν πως στο ελληνοτουρκικό τραπέζι υπάρχουν μόνο ελληνική κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα. Άρα, από ένα συμβιβασμό η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει, ενώ η Τουρκία μόνο να κερδίσει, αφού η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα τουρκικό και ως εκ τούτου δεν έχει κανένα περιθώριο να υποχωρήσει από νόμιμα δικαιώματά της. Αντιθέτως, η Τουρκία μπορεί να υποχωρήσει από παράνομες επεκτατικές διεκδικήσεις της.
Όλα αυτά έχουν σημασία, επειδή ουσιαστικά εμποδίζουν το θερμό κλίμα που διαμορφώνει η “διπλωματία των σεισμών” να μετουσιωθεί σε πραγματικό αποτέλεσμα. Κι αυτό, επειδή είναι απίθανο η Άγκυρα να εγκαταλείψει τις παράνομες διεκδικήσεις που καλλιεργεί συστηματικά εδώ και δεκαετίες. Μπορεί όσοι στην Αθήνα για διάφορους λόγους έχουν μετατραπεί σε “σταυροφόρους” της πολιτικής “να τα βρούμε με την Τουρκία” αποφεύγουν επιμελώς να αναφερθούν στο εθνικό τίμημα.
Και το τίμημα δεν είναι να παραχωρήσουμε λίγο περισσότερη ΑΟΖ στην Τουρκία από όση σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο δικαιούται. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία ζητάει εθνικό έδαφος, εθνικό ακρωτηριασμό, δηλαδή κυριαρχία, όχι απλώς νόθευση κάποιου κυριαρχικού δικαιώματος. Κι αυτό δεν το άλλαξε η “διπλωματία των σεισμών”. Και όσοι καλοπροαίρετοι (γιατί υπάρχουν και τέτοιοι) βολεύονται στην θαλπωρή των αυταπατών, ήρθε τώρα ο Τσαβούσογλου να τους προσγειώσει ανωμάλως στην πραγματικότητα. Επανέφερε με τον πιο σαφή τρόπο στο τραπέζι τις τουρκικές εδαφικές διεκδικήσεις στα νησιά του Αιγαίου. Τί έχουν τώρα να πουν άραγε όσοι ομιλούν για “Πρέσπες του Αιγαίου”;
Η μεσολάβηση Μπλίνκεν
Η προ καιρού επίσκεψη Μπλίνκεν σε Αθήνα και Τουρκία είχε στόχο να δρομολογήσει μία διαπραγματευτική διαδικασία, σε συνέχεια των προσπαθειών που έχουν γίνει επί κυβέρνησης Μητσοτάκη με τις διαπραγματεύσεις του Καλίν με τις διαδοχικές διευθύντριες του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού Σουρανή και Μπούρα. Μόνο που οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται την ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση ως διαδικασία αμοιβαίων υποχωρήσεων κι όχι εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, όπως θα έπρεπε. Σ’ αυτό το πλαίσιο κινείται και η μεσολάβηση Μπλίνκεν.
Και είναι γι’ αυτό που ο κόμπος θα φθάσει στο χτένι και θα αναπαραχθεί το αδιέξοδο όταν θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις. Εκτός κι αν μετά τις εκλογές, η όποια κυβέρνηση προκύψει αρχίσει τις εθνικές εκπτώσεις. Δεν θα είναι η πρώτη φορά, αλλά τώρα πλέον οι Τούρκοι ζητούν εκβιαστικά τόσα πολλά σε έδαφος και κυριαρχικά δικαιώματα, που μου είναι αδύνατο να πιστέψω ότι αιρετή ελληνική κυβέρνηση μπορεί έστω και εν μέρει να τα παραχωρήσει. Κι όλα αυτά θα ισχύουν ανεξαρτήτως εάν στο τιμόνι θα είναι ο Ερντογάν ή ο Κιλιτσντάρογλου.
Δημοσίευση σχολίου