Μαργαρίτης Γιώργος
Η Ουκρανία δεν απέχει πολύ από την Ελλάδα. Η Οδησσός απέχει μόλις 750 χλμ από την Αλεξανδρούπολη, ούτε δέκα λεπτά πτήσης περισσότερο από ότι το Ηράκλειο απέχει από την Θεσσαλονίκη. Επιπλέον η πόλη, όπως και όλος ο Εύξεινος Πόντος μετείχε της ιστορίας του Ελληνισμού για πολλούς αιώνες. Η Ουκρανία επιπλέον δεν απέχει πολύ από τις άλλες ενεργές εστίες πολέμου στην περιοχή. Στα 900 χλμ από την Κριμαία βρίσκονται τα σύνορα Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν, στα 1.000 χλμ τα μέτωπα της Συρίας, στα 1.400 η καυτή ζώνη της Παλαιστίνης, στα 1.100 χιλιόμετρα το Ιράκ.
Αλλά και στην διάσταση του χρόνου οι αποστάσεις δεν είναι μεγάλες. Πριν 20 χρόνια ολοκληρώθηκε, με σκληρό πόλεμο, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η Συρία και η Λιβύη αιμορραγούν ακόμα. Δεν έχει περάσει μισός αιώνας από την εισβολή στην Κύπρο και τον “μη γενόμενο” πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Όσο δε για τα όσα συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή…
Αυτή η εισαγωγή μας προδιαθέτει για το ζητούμενο: Ναι! Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ολισθηρή ζώνη, μια γεωπολιτικά ασταθή περιοχή όπου οι αντιθέσεις και οι τριβές είναι υπαρκτές και δίνουν, σε τακτά διαστήματα, πολεμικές συγκρούσεις. Νοτιοανατολική Ευρώπη και Μέση Ανατολή: η Ελλάδα είναι στην καρδιά αυτής της ρευστής, διακεκαυμένης ζώνης όπου, όπως τα ρήγματα στον φλοιό της Γης, οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις μπορεί να ξεσπάσουν σε κάθε στιγμή.
Άρα τα όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία πολύπλευρα ενδιαφέρουν την Ελλάδα. Πρώτον, επειδή η χώρα μας –κατά τις δηλώσεις των ταγών της εθνικής πολιτικής– μετέχει σε αυτόν τον πόλεμο. Σχεδόν ολόκληρη έχει μεταβληθεί σε στρατόπεδο άμεσης υποστήριξης της μίας εκ των πλευρών που πολεμούν, ενώ πολύτιμα ελληνικά οπλικά συστήματα γενναιόδωρα στέλνονται στα μέτωπα του πολέμου. Η Ελλάδα μαζί με ολόκληρη την “Δύση” καταδικάζει ενεργά την ρωσική εισβολή. Από την άλλη όμως μόνη της, χωρίς την “Δύση”, εξακολουθεί –όχι πλέον με πολύ σθένος είναι αλήθεια– να καταδικάζει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο!
Πέρα όμως από αυτά τα γνωστά ο πόλεμος στην Ουκρανία γενναιόδωρα προσφέρει διδάγματα σε όσους τουλάχιστον επιθυμούν να διδαχθούν. Το πρώτο είναι ότι η εποχή του “πόλεμου των εγχειρημάτων”, των “θερμών επεισοδίων” δηλαδή, των “υβριδικών συγκρούσεων”, των “ειδικών επιχειρήσεων” κλπ φαίνεται ότι έκλεισε τον ιστορικό και πολιτικό της κύκλο.
Η επιστροφή του κλασσικού πολέμου
Ο πόλεμος επέστρεψε σε παλιές συνταγές. Διάρκεια, καθολική εμπλοκή, φθορά, εξόντωση, επανήλθαν στο προσκήνιο. Στη σύγκρουση το ζητούμενο είναι το μείζον, το ολοκληρωτικό. Ο ηττημένος, πέρα από την διάθεσή του να πολεμήσει, θα έχει χάσει σαφώς περισσότερα. Μεταπολεμικά η ηττημένη χώρα ελάχιστα θα μοιάζει με την προπολεμική της εικόνα. Στη δική μας περίπτωση το διακύβευμα δεν είναι πλέον τα Ίμια, είναι πολύ περισσότερα.
Ένας κλασσικός πόλεμος με ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά έχει τις δικές του προδιαγραφές. Πρώτο, κύριο και βασικό είναι ότι πρόκειται για μείζον καταναλωτικό γεγονός. Καταναλώνει υλικά, καταναλώνει ανθρώπους. Για να μείνουμε στα πρώτα, ας αναλογιστούμε ότι ολόκληρος ο τζίρος των πολυκαταστημάτων της Ευρώπης, η κατανάλωση που γίνεται εκεί, δεν συγκρίνεται σε αξία με την “κατανάλωση”-καταστροφή που προκαλεί μια μέρα μάχης σε έναν πόλεμο με μέτωπο πάνω από 1.000 χλμ. Όσο δε για τις ανθρώπινες απώλειες…
Να ένα πρώτο συμπέρασμα. Αφού ο πόλεμος καταναλώνει, για να κάνεις πόλεμο πρέπει να έχεις απόθεμα, κεφάλαιο να καταναλώσεις. Κεφάλαιο υλικό και ανθρώπινο. Πρέπει να σου περισσεύουν και από το ένα και από το άλλο. Να το πάμε πιο πέρα: Πρέπει να διαθέτεις αναλώσιμα και αναλώσιμους – υλικά, όπλα και ανθρώπους. Αυτό κραυγάζει ο πόλεμος στην Ουκρανία, ένα χρόνο τώρα, ακριβώς το αντίθετο πράττει η χώρα μας, στα ύστερα χρόνια της εξοπλιστικής φρενίτιδας.
Στον τομέα των εξοπλισμών η Ελλάδα επιλέγει τα μη αναλώσιμα. Τα οπλικά συστήματα δηλαδή των οποίων το κόστος -και ως εκ τούτου οι αριθμοί- αποτρέπουν την “κατανάλωσή” τους, την καταστροφή τους δηλαδή. Ένα πλοίο του ενός δισ. ευρώ, δεν προορίζεται για ριψοκίνδυνες αποστολές, εκεί όπου η επιβίωσή του είναι αμφίβολη. Ένα αεροπλάνο των 100 εκατ. το ίδιο. Ένα άρμα μάχης των 10 εκατ. ακόμα χειρότερα. Ο λόγος είναι απλός. Η ζημιά που τυχόν θα προκαλέσουν στον αντίπαλο, πολύ δύσκολα ισοφαρίζει την δική τους αξία.
Η οικονομία του πολέμου
Στην Ουκρανία, τον πρώτο χρόνο πολέμου, οι αντίπαλοι στρέφονταν επίμονα στα φθηνότερα όπλα. Η μεγάλη έλλειψη παρουσιάστηκε στα πιο φθηνά όπλα: Οι “χαζές” οβίδες πυροβολικού εξαντλήθηκαν στις αποθήκες του ΝΑΤΟ όχι τα “έξυπνα”, πλην όμως, ακριβά πυρομαχικά. Πολύ γρήγορα διαπιστώθηκε ότι η κατάχρηση των κατευθυνόμενων αντιαρματικών βλημάτων ενάντια σε ό,τι κινείται, οχυρά, ακόμα και ενάντια σε πεζικό, ήταν απλά ασύμφορη, λόγω κόστους και διαθεσιμότητας. Και οι αντίπαλοι επικεντρώθηκαν στο πως θα ρίξουν 50, 60 ή 70 χιλιάδες “χαζά” βλήματα εναντίον αλλήλων κάθε ημέρα του πολέμου.
Θα αντικρούσει κανείς λέγοντας ότι ναι, πλην όμως, ο Ζελένσκι ζητά όλο και πιο ακριβά όπλα – Leopard, Abrams, F-16 και τα τοιαύτα. Ο λόγος είναι απλός: του τελειώνει το άλλο αναλώσιμο είδος, οι άνθρωποι. Οπότε ο “πολέμαρχος” –ως ηθοποιός– στρέφεται προς την επίκληση “μαγικών” υπερόπλων που θα υποκαταστήσουν τις εμφανείς πλέον δυσκολίες στην κατανάλωση ανθρώπων. Σε τελευταία ανάλυση άλλοι πληρώνουν ενώ, με κάτι τέτοιες εκκλήσεις, η πολιτική ευθύνη μετατίθεται σε συμμάχους και προστάτες και όχι στο καθεστώς – έχουμε απώλειες διότι οι άλλοι δεν μας δίνουν τα αιτούμενα.
Το αληθινό πρόβλημα του ουκρανικού στρατού είναι ότι δεν ρίχνει “φθηνά” βλήματα στον αντίπαλο σε μια αποδεκτή αναλογία. Λέγεται ότι μια ουκρανική οβίδα αντιστοιχεί σε έξι ρωσικές. Αυτές φθείρουν το ισχνό ανθρώπινο δυναμικό –άρα και πλεόνασμα– της Ουκρανίας και θα προκαλέσουν ενδεχομένως την ήττα της, όχι οι “Καλίμπρ” και οι υπερ-υπερηχητικοί και πανάκριβοι. Οι τελευταίοι ούτε την ηλεκτροδότηση, ούτε το σιδηροδρομικό δίκτυο της Ουκρανίας μπόρεσαν να εξουδετερώσουν.
Ας μεταφερθούμε στο έτερο των “αναλώσιμων”, στους ανθρώπους. Οι εικόνες από τα μέτωπα του πολέμου είναι επίσης διδακτικές. Οι πολεμιστές σκάβουν, χώνονται μέσα στη γη, σε αμπρί και χαρακώματα. Από ψηλά το πεδίο μάχης έχει πολλά κοινά με τις αντίστοιχες γραμμές των Οθωμανών στην πολιορκία της Βιέννης στα 1529. Ή, αν θέλετε κάτι πιο κοντά σε μας, με τις γραμμές του Κιουταχή μπροστά στο πολιορκημένο Μεσολόγγι στα 1825-26. Αφήνω δε στην άκρη τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια όμως που μιλάμε για τον τελευταίο ας δούμε μια “λεπτομέρεια”.
Οι “αναλώσιμοι” άνθρωποι
Το δυτικό μέτωπο στον πόλεμο αυτόν είχε μήκος λίγο παραπάνω από 1.000 χιλιόμετρα. Περίπου τόσο ήταν το μήκος του μετώπου στον πόλεμο της Ουκρανίας, τουλάχιστον πριν την ευθυγράμμισή του στον Δνείπερο και στο Χάρκοβο. Θα φανεί ίσως παράξενο σε πολλούς ότι το μήκος του πιθανού μετώπου μεταξύ Ελλάδας και του ανατολικού της γείτονα, έχει περίπου το ίδιο μήκος.
Δεν είναι μόνο τα διακόσια χιλιόμετρα του Έβρου αλλά και οι “προσβάσιμες” ακτές των νησιών του Αιγαίου, χωρίς να προσθέσουμε την Κύπρο. Όπως έδειξαν οι ρωσικές αποτυχίες, ένα μέτωπο με τέτοιο άνοιγμα είναι εξαιρετικά ευάλωτο εάν δεν “γεμίσει” με στρατιώτες. Απλούς στρατιώτες – όχι τίποτα “ειδικές δυνάμεις” και τα τοιαύτα που συναρπάζουν. Στρατιώτες που θα σκάψουν, θα φτιάξουν αμπρί και χαρακώματα και θα πολεμήσουν μέσα από αυτά.
Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, το διακύβευμα από στρατιωτικό γίνεται κοινωνικό και πολιτικό. Επιτρέψτε μου λίγους αριθμούς ακόμα. Παρ’ ότι η Ελλάδα έχει σήμερα τρία εκατομμύρια περισσότερο πληθυσμό από το 1940-41, έχει στρατολογικό δυναμικό σχεδόν ίδιο με εκείνο του πολέμου 1940-41. Οι ηλικίες 20-29 στους άνδρες περιλαμβάνουν 586.000 άτομα. Τι ποσοστό από αυτό μπορεί να “αναλωθεί”; Σημειώνω ότι το αντίστοιχο μέγεθος για τον πιθανό αντίπαλο της χώρας είναι 6.778.000 άνδρες. Όθεν…
Το δυτικό μέτωπο στον πόλεμο αυτόν είχε μήκος λίγο παραπάνω από 1.000 χιλιόμετρα. Περίπου τόσο ήταν το μήκος του μετώπου στον πόλεμο της Ουκρανίας, τουλάχιστον πριν την ευθυγράμμισή του στον Δνείπερο και στο Χάρκοβο. Θα φανεί ίσως παράξενο σε πολλούς ότι το μήκος του πιθανού μετώπου μεταξύ Ελλάδας και του ανατολικού της γείτονα, έχει περίπου το ίδιο μήκος.
Δεν είναι μόνο τα διακόσια χιλιόμετρα του Έβρου αλλά και οι “προσβάσιμες” ακτές των νησιών του Αιγαίου, χωρίς να προσθέσουμε την Κύπρο. Όπως έδειξαν οι ρωσικές αποτυχίες, ένα μέτωπο με τέτοιο άνοιγμα είναι εξαιρετικά ευάλωτο εάν δεν “γεμίσει” με στρατιώτες. Απλούς στρατιώτες – όχι τίποτα “ειδικές δυνάμεις” και τα τοιαύτα που συναρπάζουν. Στρατιώτες που θα σκάψουν, θα φτιάξουν αμπρί και χαρακώματα και θα πολεμήσουν μέσα από αυτά.
Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, το διακύβευμα από στρατιωτικό γίνεται κοινωνικό και πολιτικό. Επιτρέψτε μου λίγους αριθμούς ακόμα. Παρ’ ότι η Ελλάδα έχει σήμερα τρία εκατομμύρια περισσότερο πληθυσμό από το 1940-41, έχει στρατολογικό δυναμικό σχεδόν ίδιο με εκείνο του πολέμου 1940-41. Οι ηλικίες 20-29 στους άνδρες περιλαμβάνουν 586.000 άτομα. Τι ποσοστό από αυτό μπορεί να “αναλωθεί”; Σημειώνω ότι το αντίστοιχο μέγεθος για τον πιθανό αντίπαλο της χώρας είναι 6.778.000 άνδρες. Όθεν…
Τι λέει η απλή λογική…
Η απλή λογική θα συμβούλευε ότι η καλύτερη επιλογή για την χώρα μας είναι να μην μπλέξει σε πόλεμο. Για να το πετύχει αυτό χωρίς να απωλέσει κυριαρχία και επικράτεια, χρειάζονται ανάλογες πολιτικές:
Πρώτον, ισχυρές ένοπλες δυνάμεις επικεντρωμένες στην αποτροπή του πολέμου. Δηλαδή, επικεντρωμένες στο πως θα αυξήσουν το κόστος της στρατιωτικής επιλογής στον αντίπαλο σε επίπεδα που θα καθιστούν ασύμφορη την επιλογή. Ένας στρατός που κτίζεται με γνώμονα τα συμφέροντα μιας επιθετικής συμμαχίας, του ΝΑΤΟ, και όχι τα εθνικά αντίστοιχα, δεν μπορεί να το πετύχει αυτό απλά και μόνο επειδή γίνεται “αντίγραφο” του στρατού του πιθανού εχθρού του με συνέπεια το μόνο που θα κάνει τη διαφορά να είναι τα μεγέθη. Τα μεγέθη δεν ευνοούν την Ελλάδα.
Δεύτερον, εξασφάλιση δυνατοτήτων άσκησης αυτοδύναμης, εθνικής πολιτικής. Οι συμμαχίες είναι καλές όσο εξυπηρετούν το κοινό συμφέρον των συμμάχων. Όταν τους προστατεύουν από εχθρούς και επιβουλές – όχι με το «βρείτε τα μεταξύ σας». Το ΝΑΤΟ δεν είναι μια τέτοια συμμαχία. Τα συμφέροντα του ισχυρού εταίρου, των ΗΠΑ, εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο. Στο όνομα του ΝΑΤΟ πεθαίνει η Ουκρανία. Μας αρέσει η τύχη της; Θα την ευχόμασταν για την δική μας πατρίδα;
Δημοσίευση σχολίου