Λυγερός Σταύρος
Η εποχή που ο Ερντογάν ήταν ταυτισμένος με τις χαμηλές θερμοκρασίες στα ελληνοτουρκικά έχει προ πολλού παρέλθει. Εδώ και πολλά χρόνια έχουμε εισέλθει σε περίοδο πολύ υψηλών, σχεδόν πολεμικών θερμοκρασιών. Τα δε γεγονότα δείχνουν πως δεν πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο, χωρίς να υποτιμούμε τις προεκλογικές σκοπιμότητες του Ερντογάν. Η νέα περίοδος εγκαινιάστηκε επιγραμματικά από την απαίτηση του Τούρκου προέδρου για αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης, αφήνοντας το θερμό επεισόδιο και τον στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό να επικρεμόνται ως απειλή.
Η εν λόγω συνθήκη αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας. Γι’ αυτό και το μετακεμαλικό καθεστώς απέφευγε επιμελώς να θέσει θέμα αναθεώρησής της. Φέρει, άλλωστε, την υπογραφή του Ισμέτ Ινονού, του διαδόχου του Κεμάλ. Ο Ερντογάν, όμως, έχει άλλες ιδεολογικές ρίζες και ως εκ τούτου δεν έχει τέτοιες αναστολές. Μιλώντας το φθινόπωρο 2016 (λίγο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος) στους περιφερειακούς διοικητές (μουχτάρηδες) είχε πει:
«Το 1920 μας έδειξαν τη Συνθήκη των Σεβρών για να μας πείσουν το 1923 για τη Συνθήκη της Λωζάννης. Και κάποιοι προσπάθησαν να μας το παρουσιάσουν αυτό ως νίκη… Με τη Συνθήκη της Λωζάννης δώσαμε στους Έλληνες τα νησιά, που αν φωνάξεις από τις ακτές του Αιγαίου, θα ακουστείς απέναντι. Είναι αυτό νίκη;… Όσοι έκατσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη, δεν εκμεταλλεύτηκαν τη συνθήκη αυτή. Και επειδή αυτοί δεν την εκμεταλλεύτηκαν, δυσκολευόμαστε σήμερα εμείς».
Στη δεκαετία του 2000 στόχος του Ερντογάν ήταν να κερδίσει τον πόλεμο με το μετακεμαλικό βαθύ κράτος και στη συνέχεια να αποδομήσει – με προσοχή είναι αλήθεια– τον κεμαλισμό ως ιδεολογικό θεμέλιο λίθο της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ο ίδιος αυτοπροβλήθηκε εμμέσως πλην σαφώς ως ο ηγέτης που κλείνει την κεμαλική παρένθεση. Μέσω του νεοοθωμανισμού επανέφερε στο προσκήνιο το άτυπο αυτοκρατορικό όραμα των Τούρκων. Δικό του σημείο αναφοράς ήταν ο Μωάμεθ ο Πορθητής κι όχι ο Κεμάλ.
Αν και ο Ερντογάν έχει αποτύχει να αναδειχθεί σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου, παραμένει πιστός στο σχέδιό του να μετατρέψει την Τουρκία σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Για να αναδειχθεί, μάλιστα ο ίδιος σε εθνικό ηγέτη δεν αρκούν η εκτεταμένη καταστολή και οι μαζικές εκκαθαρίσεις του κράτους από το κίνημα Γκιουλέν, επί της ουσίας από τα δυτικά δίκτυα επιρροής, αλλά και από κάθε είδους αντιφρονούντες. Χρειάζεται και ένα ιδεολογικό όχημα.
Για να συσπειρώσει γύρω του την κρατική γραφειοκρατία και κυρίως τους στρατιωτικούς, οι οποίοι έχουν δεχθεί ισχυρό πλήγμα, ο Τούρκος πρόεδρος παίζει δυνατά το χαρτί του εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτό, άλλωστε, είναι ο πυρήνας της τουρκικής κρατικής ιδεολογίας και ως εκ τούτου ο κοινός παρονομαστής του τουρκικού πολιτικού συστήματος. Με αυτό τον τρόπο και σ’ αυτή την ιδεολογική βάση προσελκύει και ενσωματώνει στο καθεστώς του και παραδοσιακούς κεμαλιστές αξιωματικούς και κρατικούς αξιωματούχους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είχαν οργανικούς δεσμούς με τη Δύση.
Η κεμαλική αντιπολίτευση
Είναι ενδεικτικό ότι η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, που είχε χαρακτηρίσει απαράδεκτη την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, όποτε της δίνεται η ευκαιρία σπεύδει να πλειοδοτήσει σε εθνικισμό-επεκτατισμό εναντίον της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, ο αρχηγός της Κιλιντσάρογλου δεν χάνει ευκαιρία να επαναλαμβάνει αυτό που έχει πει και στο παρελθόν: «Ας κοιτάξει (ο Ερντογάν) τα 16 νησιά που επί της εποχής του παραδόθηκαν και όπου υψώθηκε ελληνική σημαία»!
Οι κεμαλιστές κατηγορούν τον Ερντογάν ότι δεν διεκδίκησε με αποφασιστικότητα τα κατοικημένα ελληνικά νησιά που η Άγκυρα θεωρεί “γκρίζες ζώνες”. Είναι αληθές ότι για πολλά χρόνια μετά την εκλογή του στην πρωθυπουργία, ο Τούρκος πρόεδρος φρόντιζε να κρατάει σχετικά χαμηλά τη θερμοκρασία στα ελληνοτουρκικά. Κι αυτό, επειδή προτεραιότητά του ήταν να εξουδετερώσει το μετακεμαλικό “βαθύ κράτος”. Φοβόταν δικαιολογημένα πως οι κεμαλιστές στρατηγοί θα εκμεταλλεύονταν μία ελληνοτουρκική κρίση για να τον ανατρέψουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σχέδιο “Βαριοπούλα”, που πρόβλεπε ένα στημένο ελληνοτουρκικό θερμό επεισόδιο.
Η προσεκτική στάση του νεοοθωμανού ηγέτη εκείνα τα χρόνια είχε καλλιεργήσει στην Αθήνα το δόγμα-μύθος που συνοψίζεται στη φράση “ο καλός Ερντογάν, οι κακοί στρατηγοί”. Η πραγματικότητα, βεβαίως, ήταν πολύ διαφορετική από τις αβάσιμες προσδοκίες της ελληνικής πολιτικής ελίτ ότι οι νεοοθωμανοί θα προσέγγιζαν με εποικοδομητικό τρόπο τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Είναι ενδεικτικό ότι η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, που είχε χαρακτηρίσει απαράδεκτη την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης, όποτε της δίνεται η ευκαιρία σπεύδει να πλειοδοτήσει σε εθνικισμό-επεκτατισμό εναντίον της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, ο αρχηγός της Κιλιντσάρογλου δεν χάνει ευκαιρία να επαναλαμβάνει αυτό που έχει πει και στο παρελθόν: «Ας κοιτάξει (ο Ερντογάν) τα 16 νησιά που επί της εποχής του παραδόθηκαν και όπου υψώθηκε ελληνική σημαία»!
Οι κεμαλιστές κατηγορούν τον Ερντογάν ότι δεν διεκδίκησε με αποφασιστικότητα τα κατοικημένα ελληνικά νησιά που η Άγκυρα θεωρεί “γκρίζες ζώνες”. Είναι αληθές ότι για πολλά χρόνια μετά την εκλογή του στην πρωθυπουργία, ο Τούρκος πρόεδρος φρόντιζε να κρατάει σχετικά χαμηλά τη θερμοκρασία στα ελληνοτουρκικά. Κι αυτό, επειδή προτεραιότητά του ήταν να εξουδετερώσει το μετακεμαλικό “βαθύ κράτος”. Φοβόταν δικαιολογημένα πως οι κεμαλιστές στρατηγοί θα εκμεταλλεύονταν μία ελληνοτουρκική κρίση για να τον ανατρέψουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σχέδιο “Βαριοπούλα”, που πρόβλεπε ένα στημένο ελληνοτουρκικό θερμό επεισόδιο.
Η προσεκτική στάση του νεοοθωμανού ηγέτη εκείνα τα χρόνια είχε καλλιεργήσει στην Αθήνα το δόγμα-μύθος που συνοψίζεται στη φράση “ο καλός Ερντογάν, οι κακοί στρατηγοί”. Η πραγματικότητα, βεβαίως, ήταν πολύ διαφορετική από τις αβάσιμες προσδοκίες της ελληνικής πολιτικής ελίτ ότι οι νεοοθωμανοί θα προσέγγιζαν με εποικοδομητικό τρόπο τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Ηγεμόνας του μεταοθωμανικού χώρου
Οι νεοοθωμανοί είναι εξίσου εθνικιστές με τους κεμαλιστές, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Στα ελληνοτουρκικά, ωστόσο, είχε από νωρίς επέλθει μία όσμωση μεταξύ των δύο βασικών τουρκικών ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων. Ο Ερντογάν δεν διαφοροποιήθηκε ποτέ από τις πάγιες μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις. Από διπλωματικής απόψεως, όμως, εμφανιζόταν πιο ευέλικτος. Ποτέ, όμως, δεν έπαψε να επιδιώκει τη μετατροπή της Τουρκίας σε κέντρο και ηγεμόνα του μεταοθωμανικού χώρου.
Στο πλαίσιο αυτό, αρχικά επεδίωκε να ρυμουλκήσει σταδιακά την Ελλάδα σε μια κατάσταση άτυπης δορυφοροποίησης. Εδώ και αρκετά χρόνια, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο εμφύλιος πόλεμος στους κόλπους του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ (Ερντογάν εναντίον Γκιουλέν) υποχρέωσε τον Τούρκο πρόεδρο να επαναπροσανατολίσει την πολιτική των συμμαχιών του όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό. Τώρα που έχει και θεσμικά καταστεί άτυπος σουλτάνος και έχει εναγκαλιστεί τους Γκρίζους Λύκους του Μπαχτσελί, ξεδιπλώνει την ατζέντα του και στο επίπεδο της ισλαμοποίησης στο εσωτερικό της Τουρκίας και στο επίπεδο της ευθείας προβολής ακραίων επεκτατικών διεκδικήσεων.
Εγκλωβισμένη στις δικές της αντιφάσεις η ΕΕ είναι ανίκανη να δει τη μεγάλη εικόνα και να λειτουργήσει αποτρεπτικά, λαμβάνοντας υπόψη τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα των χωρών-μελών της. Όταν ο Ερντογάν είχε πρωτοαμφισβητήσει τη συνθήκη της Λωζάννης, το Βερολίνο είχε αντιδράσει με το εξής θλιβερό ποντιοπιλατικό τρόπο: «Μας είναι γνωστό πως υπάρχουν διαφορές εδώ και καιρό, εδώ και δεκαετίες. Διαφορές απόψεων μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας για την οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών. Η γερμανική κυβέρνηση είναι της άποψης ότι αυτές οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά. Κατά τα άλλα δεν εκφράζει άποψη και σίγουρα δεν θα πάρει το μέρος κανενός»!
Πιο χυδαία δεν μπορούσε να αντιδράσει. Και επειδή ακόμα και οι ίδιοι Γερμανοί ένοιωσαν ότι το παρατράβηξαν, λίγο αργότερα το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών είχε διευκρινίσει ότι θεωρεί πως η συνθήκη της Λωζάννης ισχύει, λες και ετέθη θέμα εάν ισχύει ή όχι. Τα εξαρτημένα αντανακλαστικά των εταίρων μας εκείνη την εποχή ήταν να αντιλαμβάνονται ακόμα και μία τόσο χοντροκομμένη πρόκληση σαν υπαρκτή διαφορά, απέναντι στην οποία τηρούν ίσες αποστάσεις.
Ψάχνοντας “εύκολη νίκη”
Από τότε, όμως, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Οι σχέσεις της Άγκυρας με τη Δύση έχουν επιδεινωθεί, αν και Αμερικανοί και Ευρωπαίοι έχουν εναποθέσεις τις ελπίδες τους για να ξεφορτωθούν τον Ερντογάν στις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Ιούνιου. Μόνο που τίποτα δεν εγγυάται πως θα τις χάσει, ειδικά όταν –έχοντας τον πλήρη έλεγχο του κρατικών μηχανισμών– μπορεί με μία περιορισμένη νοθεία να μετατρέψει το ενδεχόμενο προβάδισμα του αντιπάλου του σε δικό του εκλογικό προβάδισμα.
Και βέβαια, μέχρι να στηθούν οι τουρκικές κάλπες, στην καλύτερη περίπτωση θα σπάει το ένα μετά το άλλο ρεκόρ στην πολεμική ρητορική του και σε προκλήσεις. Η απαγόρευση εισόδου στην Τουρκία του περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας Τζιτζικώστα, ο οποίος θα συμμετείχε σε εκδήλωση είναι η απόδειξη ότι τους επόμενους μήνες θα δούμε να γίνονται από τουρκικής πλευράς ακόμα και όσα θεωρούνται αδιανόητα στις διεθνείς σχέσεις.
Αυτά στην καλύτερη περίπτωση, επειδή στη χειρότερη, ο Ερντογάν θα προχωρήσει σε κάποιον στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό, προσδοκώντας μία “εύκολη νίκη” επί της Ελλάδας, την οποία να μπορεί να πουλήσει στο τουρκικό εκλογικό σώμα, το οποίο στη μεγάλη του πλειονότητα συμμετέχει στον εθνικιστικό-επεκτατικό πυρετό που καλλιεργεί σύσσωμο το τουρκικό πολιτικό σύστημα.
Δημοσίευση σχολίου