Το λάθος που κάνουν οι περισσότεροι Έλληνες όταν σκέφτονται διάφορα σενάρια ελληνοτουρκικού «θερμού επεισοδίου» ή γενικότερης σύρραξης και προσπαθούν να μαντέψουν την πιθανή έκβασή της, είναι να νομίζουν ότι θα υπερισχύσει αυτός που είναι στρατιωτικά δυνατότερος ή καλύτερα προετοιμασμένος, διότι αυτά ακούν συνεχώς από τους «ειδικούς» που παρελαύνουν από τα κανάλια και τα ενημερωτικά sites. Δεν θα ακούσετε και δεν θα διαβάσετε ΠΟΤΕ από τα ΜΜΕ την αλήθεια, ότι δηλαδή ένας ενδεχόμενος πόλεμος (οποιασδήποτε κλίμακας) με την Τουρκία δεν θα κριθεί ουσιαστικά στο στρατιωτικό πεδίο αλλά στο πολιτικό, όπως ακριβώς έγινε στην Κύπρο το 1974 και στα Ίμια το 1996.
Όταν ο Κλαούζεβιτς έγραφε ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» δεν το έλεγε για να κάνει φιγούρα στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Το έλεγε επειδή αυτό ήταν το απόσταγμα της μακράς προσωπικής εμπειρίας και μελέτης του πάνω στον πόλεμο. Στο ελληνικό πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία 40 χρόνια, ο πρωθυπουργός (και ΚΑΝΕΙΣ ΑΛΛΟΣ) είναι αυτός που θα ορίσει το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί μία ενδεχόμενη σύρραξη με την Τουρκία. Αν δεν οριστεί πρώτα σαφώς αυτό το πολιτικό πλαίσιο της στρατιωτικής δράσης, οι ένοπλες δυνάμεις δεν πρόκειται να ρίξουν ούτε τουφεκιά – να είστε βέβαιοι γι’ αυτό. Το ζήτημα λοιπόν έγκειται στο πού ορίζει η πολιτική ηγεσία το πολιτικό πλαίσιο της στρατιωτικής της αντίδρασης. Στην περίπτωση της σημερινής Ελλάδας, δεν γνωρίζουμε την απάντηση. Γνωρίζουμε μόνο τι βρίσκεται εκτός αυτού του πολιτικού πλαισίου. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι οι παραβιάσεις του εθνικού μας εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων, οι υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών ή UAV πάνω από εθνικό έδαφος, η διενέργεια σεισμικών ερευνών εντός της υφαλοκρηπίδας μας και η αποβίβαση Τούρκων καταδρομέων σε ακατοίκητη βραχονησίδα μας, δεν επισύρουν την ελληνική στρατιωτική απάντηση – και το γνωρίζουν και οι Τούρκοι αυτό. Το ελληνικό πολιτικό προσωπικό έχει δείξει επανειλημμένα ότι θα εξαντλήσει κάθε περιθώριο που έχει προκειμένου να αποφύγει να πολεμήσει. Ουσιαστικά «κόκκινη γραμμή» που θα αντιδράσουμε βίαια αν την περάσουν οι Τούρκοι, δεν φαίνεται να υπάρχει.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι σε περίπτωση που οι Τούρκοι επιτεθούν σε κάποιο νησί μας, «η κρίση δεν θα είναι σημειακή», πράγμα που σημαίνει ότι εμείς θα απαντήσουμε χτυπώντας με όλες μας τις δυνάμεις οπουδήποτε στην Τουρκία, και όχι μόνο στην περιοχή του επεισοδίου. Τη δήλωση περί «μη σημειακής κρίσης» την έχει κάνει ο νυν Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος. Έχει όμως κάποια βαρύτητα; Κατά την άποψή μου όχι, διότι η επιλογή της κλιμάκωσης της σύρραξης (περί αυτού πρόκειται) είναι καθαρά πολιτική απόφαση και δεν λαμβάνεται από τη στρατιωτική ηγεσία. Δεν είναι δηλαδή ο Α/ΓΕΕΘΑ αυτός που θα αποφασίσει αν θα κλιμακώσουμε ή όχι – είναι οι πολιτικοί προϊστάμενοί του. Η δήλωση ότι «η κρίση δεν θα είναι σημειακή» θα είχε πραγματική βαρύτητα και θα λειτουργούσε αποτρεπτικά στους Τούρκους αν την είχε κάνει υπεύθυνο πολιτικό πρόσωπο, όπως ο υπουργός Άμυνας, ή ακόμα καλύτερα ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Τώρα, έτσι όπως έχει διατυπωθεί, είναι σαν μην ειπώθηκε ποτέ, διότι αυτός που την έκανε είναι απλούστατα αναρμόδιος. Δεν είναι τυχαίο πως όποτε οι Τούρκοι εκτοξεύουν απειλές εναντίον μας το κάνουν πάντα με πολιτικά πρόσωπα, όπως για παράδειγμα ο υπουργός Άμυνας Ακάρ. Αυτό γίνεται διότι οι Τούρκοι ξέρουν ότι θα μας πείσουν πως σοβαρολογούν μόνο αν μιλούν σκληρά οι πολιτικοί τους και όχι οι στρατιωτικοί - ενώ εμείς επιμένουμε να πράττουμε το αντίθετο.
Είναι ολοφάνερο ότι καμία ελληνική πολιτική ηγεσία δεν θα αποτολμήσει να κλιμακώσει ανεξέλεγκτα μία στρατιωτική κρίση με την Τουρκία. Είναι βέβαιο, για παράδειγμα, ότι ο Μητσοτάκης δεν θα στείλει ποτέ την αεροπορία μας να πλήξει στρατηγικούς στόχους βαθειά στην τουρκική ενδοχώρα, διότι πολύ απλά τρέμει την έκταση και το μέγεθος των καταστροφών στις υποδομές της Ελλάδας που μπορεί να προκαλέσει μία αντίστοιχη τουρκική απάντηση. Το έχουμε ξαναδεί άλλωστε αυτό το δίλημμα και τι κατάληξη είχε. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά το 1922 δεν έχει υπάρξει «θερμότερο» επεισόδιο από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, κι όμως ακόμη και τότε η ελληνική πλευρά επέλεξε να μην κλιμακώσει τη στρατιωτική αντιπαράθεση χτυπώντας απ’ ευθείας την Τουρκία. Οι ίδιοι ακριβώς λόγοι που εμπόδισαν τότε την ελληνική κυβέρνηση να κλιμακώσει τη «σημειακή κρίση» της Κύπρου, είναι απολύτως βέβαιο ότι θα εμποδίσουν και οποιαδήποτε άλλη ελληνική κυβέρνηση να το πράξει στο μέλλον, ασχέτως του τι δυνατότητες και τι όπλα στρατηγικού πλήγματος διαθέτουν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Ο δεύτερος μύθος είναι ότι σε περίπτωση που οι Τούρκοι καταλάβουν μια βραχονησίδα μας, ή κάποιο μικρό κατοικημένο νησιά μας, εμείς«θα τους κάψουμε». Αυτό είχε πει ο προηγούμενος Α/ΓΕΕΘΑ, ναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης. Πόσο σίγουροι όμως είμαστε ότι θα κάνουμε κάτι τέτοιο αν οι Τούρκοι έχουν αποβιβαστεί σε ελληνικό κατοικημένο νησί και έχουν ως ασπίδα αμάχους; Εγώ προσωπικά δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Με την πολιτική ηγεσία που έχουμε πιστεύω ότι η πρώτη και κύρια έγνοια μας θα είναι να «καθίσουμε να το συζητήσουμε» και να αναζητήσουμε τη μεσολάβηση ξένων Δυνάμεων για την εκτόνωση της κρίσης. Την ώρα που θα έχουν ξεκινήσει οι πολεμικές επιχειρήσεις και θα σκοτώνονται Έλληνες από τα τουρκικά πυρά, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Μητσοτάκης δεν θα βρίσκεται στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων για να συντονίζει τη στρατιωτική δράση αλλά θα κάνει απανωτά τηλεφωνήματα σε ξένους «συμμάχους» ζητώντας τους να παρέμβουν ή να του πουν τι πρέπει να πράξει.
Κάποιοι επαναλαμβάνουν κάθε τόσο την προτροπή ότι για να επιβιώσουμε ως έθνος απέναντι στην επιθετικότητα της Τουρκίας «πρέπει να γίνουμε Ισραήλ». Δεν γνωρίζουν ή δεν λένε, ωστόσο, ότι αν το Ισραήλ έχει σήμερα την πιο πειστική στρατιωτική αποτροπή στον κόσμο και δεν τολμά κανείς να το προκαλέσει ανοιχτά, αυτό οφείλεται στο γεγονός πως όποτε χρειάστηκε να πάνε σε πόλεμο οι πολιτικές ηγεσίες του το έπραξαν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα. Οι Ισραηλινοί είχαν πρωθυπουργό έναν Νταβίντ Μπεν Γκουριόν το 1948 και το 1956, έναν Λεβί Εσκόλ το 1967, μία Γκόλντα Μέιρ το 1973, και έναν Μεναχέμ Μπέγκιν το 1982 - δεν είχαν Μητσοτάκηδες, Καραμανλήδες, Τσίπρες και Σημίτηδες που κυριολεκτικά «τους παίρνουν οι κότες το ψωμί απ’ τα χέρια».
Η σημερινή πολιτική ηγεσία της Ελλάδας (όπως και όλες οι παλαιότερες μετά τη Μεταπολίτευση) δεν σκαμπάζει γρι από πόλεμο, ούτε έχει ασκηθεί ποτέ στη διαχείριση στρατιωτικών κρίσεων. Ακόμη και στην περίπτωση που υπάρξει τελικά ελληνοτουρκική σύρραξη, η πολιτική ηγεσία μόνο προβλήματα θα δημιουργήσει στην εθνική προσπάθεια βάζοντας διαρκώς τρικλοποδιές στη στρατιωτική ηγεσία και μην αφήνοντάς την να κάνει τη δουλειά της όσο μπορεί και ξέρει να την κάνει. Αν μεν η στρατιωτική ηγεσία αρχίσει να χάνει τον πόλεμο, η πολιτική ηγεσία με την ανικανότητα, την ασχετοσύνη και τη βλακεία της θα κάνει τα πράγματα τρισχειρότερα και θα μας οδηγήσει σε επαίσχυντη ήττα. Αν πάλι η στρατιωτική ηγεσία αρχίσει να τα πηγαίνει πολύ καλά, η πολιτική ηγεσία με τις άστοχες παρεμβάσεις της είναι βέβαιο ότι θα ακυρώσει το όποιο τακτικό πλεονέκτημά μας και θα αφήσει τη νίκη να ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια μας. Συνεπώς, όσο έχουμε τόσο χαμηλού επιπέδου πολιτικές ηγεσίες μην περιμένουμε ξεκάθαρη και περιφανή νίκη στο πεδίο κατά της Τουρκίας η οποία να «κόψει τον βήχα» στον άρπαγα γείτονα για πολλά χρόνια.
Τα όσα εξέθεσα παραπάνω είναι η οδυνηρή αλήθεια. Όποιος θέλει να ακούει ευχολόγια και παραμύθια επειδή τον κάνουν να νιώθει σιγουριά και εθνική ανάταση, είναι ελεύθερος να τα ακούει και να τα πιστεύει. Όποιος νομίζει ότι ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα κριθεί από το πόσα Rafale ή φρεγάτες έχουμε, από το πόσους εξελιγμένους πυραύλους έχουμε ή από το πόσο καλούς πιλότους έχουμε, ας συνεχίσει να εντρυφεί σε τεχνικά χαρακτηριστικά όπλων που στην ουσία δεν λένε απολύτως τίποτα. Το καταλαβαίνω πως είναι πολύ ενοχλητικό να σκεφτεί κανείς πως την κύρια ευθύνη για μια εθνική ήττα τη φέρει η πολιτική ηγεσία που αναδείχτηκε με τη δική του ψήφο, και ότι συνεπώς φέρει και ο ίδιος προσωπικά μερίδιο ευθύνης για αυτή την ήττα. Είναι πιο βολικό να πιστεύει ότι για όλα φταίνε οι στρατιωτικοί, το ισοζύγιο όπλων μεταξύ των αντιπάλων, οι διεθνείς συγκυρίες, οι παρεμβάσεις των ξένων ή οτιδήποτε άλλο, και ότι η δική του ψήφος δεν παίζει κανέναν ρόλο. Έτσι έχει κανείς τη συνείδησή του ήσυχη και κοιμάται πιο εύκολα τα βράδια.
Δημοσίευση σχολίου