Του Ζαχαρία Μίχα
Εάν η τουρκική ηγεσία λειτουργεί ορθολογικά θα πρέπει να αντιλαμβάνεται πλέον τη μεγάλη ζημία που έχει υποστεί κυρίως στο στρατιωτικό πεδίο με την απόφαση απόκτησης του ρωσικού συστήματος αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας, μακρού βεληνεκούς S-400 Triumf. Εάν ισχύει αυτό, αργά ή γρήγορα θα επιχειρήσει να το διορθώσει. Πιθανότατα θα το επιχειρήσει, εμπλέκοντας και την Ελλάδα με μοχλό την παρουσία των S-300 στην Κρήτη, ίσως για να «πουλήσει» ο Ερντογάν πιο βολικά στο εσωτερικό ακροατήριο την υποχώρησή του.
Το παρόν σχόλιο εστιάζει στη ζημία που έχει υποστεί η Τουρκία στον στρατιωτικό τομέα, καθώς στο γεωπολιτικό επίπεδο η κατάσταση είναι σαφώς πιο περίπλοκη. Ισχυρές ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Τούρκοι έχουν σαλπάρει για άλλους γεωπολιτικούς λιμένες, έχοντας αποφασίσει ότι η παραμονή εντός του δυτικού στρατοπέδου δεν επιτρέπει στη χώρα τους να αναδείξει με πιο ανεξάρτητο τρόπο το γεωπολιτικό της δυναμικό, αποσπώντας παράλληλα περισσότερα οφέλη.
Ήταν λογικό να εκπλήξει πολλούς ο τουρκικός ισχυρισμός ότι οι ελληνικοί S-300 «κλείδωσαν» τουρκικά F-16, τα οποία βρίσκονταν για εκπαιδευτικούς σκοπούς δυτικά της Ρόδου. Φυσικά δεν υπήρξε καμία αναφορά για το αν εκεί βρέθηκαν εντός ελληνικού FIR και ελληνικού εναέριου χώρου, χωρίς να έχει προηγηθεί κατάθεση σχεδίων πτήσεων. Αυτό από μόνο του θα δικαιολογούσε κάθε ενέργεια αντιμετώπισης της παρουσίας τους, όπως πειστικά εξήγησε ο Σταύρος Λυγερός σε πρόσφατο σχόλιο του.
Ωστόσο, ανακύπτει ο προβληματισμός για ποιον λόγο οι Τούρκοι, αιφνιδιαστικά, θέτουν θέμα S-300 σε συνδυασμό με τη παραβατική δράση των μαχητικών τους στο Αιγαίο. Το ζήτημα του ρωσικού συστήματος έχουν και στο παρελθόν επιχειρήσει να αξιοποιήσουν για να δικαιολογήσουν την εκ μέρους τους προμήθεια των S-400. Αποκρύπτουν βολικά ότι ήταν οι Δυτικοί που ζήτησαν από την Ελλάδα να εγκαταστήσει στο έδαφος της τους S-300 για να μην εγκατασταθούν στην Κύπρο, η οποία και τα είχε αγοράσει. Επίσης, δεν ασχολούνται με τα προβλήματα διασύνδεσης του ανατολικής προέλευσης συστήματος με τα δυτικά συστήματα, στο πλαίσιο μιας ενοποιημένης ελληνικής αεράμυνας.
Ο γράφων έχει διατυπώσει και στο παρελθόν την εκτίμηση ότι είναι θέμα χρόνου οι Τούρκοι να αναζητήσουν διέξοδο από το αδιέξοδο, στο οποίο τους έχει οδηγήσει η αγορά των S-400. Η αποβολή από το πρόγραμμα του μαχητικού πέμπτης γενιάς F-35 και η άρνηση του Κογκρέσου να αδειοδοτήσει την πώληση 40 νέας γενιάς F-16 (Block 70/72) με παράλληλη αναβάθμιση άλλων 80 στην ίδια διαμόρφωση, είναι επαρκείς λόγοι αναζήτησης απεμπλοκής από τους S-400, προτού η αδυναμία της τουρκικής Αεροπορίας καταστεί εμφανής.
Η απεμπλοκή αυτή δεν θα αποτελέσει στρατηγική επιλογή, αλλά θα κινείται στο τακτικό επίπεδο, διότι η Τουρκία δεν θα εγκαταλείψει τη δυνατότητα να συνδιαλέγεται ανεξάρτητα από τη συμμαχική πολιτική με τη Ρωσία και την Κίνα τουλάχιστον. Στόχος θα είναι η απεμπλοκή να επιτευχθεί, χωρίς να πληγούν οι σχέσεις Άγκυρας-Μόσχας. Επίσης, ελαχιστοποιώντας την πολιτική ζημία για τους ισλαμοεθνικιστές του Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας, καθώς οι εκλογές βρίσκονται πλέον πολύ κοντά και τα εθνικιστικά πάθη περισσεύουν…
Η εκτίμηση είναι, λοιπόν, ότι η αναφορά των Τούρκων σε «κλείδωμα» των μαχητικών τους από τους ελληνικούς S-300 συνδέεται με αυτή την υπόθεση. Το σενάριο, λοιπόν, θέλει την Τουρκία να προετοιμάζει το αφήγημα, με το οποίο θα επιχειρήσει να απαλλαγεί από τους S-400, ζητώντας ταυτόχρονα την απομάκρυνση και των ελληνικών S-300! Αυτό φυσικά δεν θα γίνει με δημόσιες δηλώσεις, αλλά θα τεθεί πίσω από κλειστές πόρτες, ενώ η αξιοποίηση του επιχειρήματος από την πλευρά της τουρκικής ηγεσίας θα κλιμακωθεί.
Προς το παρόν, η σκέψη αυτή παραμένει μια υπόθεση εργασίας, την οποία όμως η ελληνική πλευρά πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει, έχοντας μελετήσει διεξοδικά τις απαντήσεις της. Έτσι γίνεται σε όλες τις οργανωμένες χώρες που παίρνουν στα σοβαρά την εθνική τους ασφάλεια. Επ’ αυτού του σεναρίου όμως πρέπει να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις.
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι αποκλειστικός γνώμονας της ελληνικής αντίδρασης πρέπει να είναι το ελληνικό εθνικό συμφέρον κι όχι το συμμαχικό. Διότι σε περίπτωση που τεθεί τέτοιο θέμα από την Τουρκία, πολλοί σύμμαχοι θα βρουν την πρόταση ενδιαφέρουσα, αφού θα νομίζουν ότι συμβαδίζει με την εκπλήρωση της επιθυμίας τους για επαναφορά του ΝΑΤΟ στα δεδομένα του Ψυχρού Πολέμου.
Αδυνατώντας –ή απλά μη επιθυμώντας– να διακρίνουν τον τακτικό χαρακτήρα μιας τέτοιας τουρκικής κίνησης, θα στραφούν στην Ελλάδα, πιέζοντας ασφυκτικά «για το καλό της Συμμαχίας»! Αυτό διευκολύνεται από το γεγονός ότι πανομοιότυπη αναφορά έχει καταγραφεί και ως δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Θα επαναλάβω στο σημείο αυτό, ότι η εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος πρέπει να είναι προϋπόθεση ενασχόλησης με το συμμαχικό κι ότι η εξυπηρέτηση του τελευταίου επ’ ουδενί δεν συνεπάγεται αυτομάτως εξυπηρέτηση του πρώτου.
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει κανένα συμφέρον να διευκολύνει την Τουρκία να εξέλθει από το αδιέξοδο, στο οποίο την έφερε η ηγεσία της. Άρα, η άρνηση σύνδεσης των δυο θεμάτων οφείλει να είναι θέση αρχής για την Αθήνα. Η Τουρκία, διασυνδέοντας δύο άσχετα ζητήματα, θα προσπαθήσει να καταστήσει την Ελλάδα μέρος του προβλήματος, το οποίο η ίδια κατ’ αποκλειστικότητα δημιούργησε.
Η Άγκυρα θα προσπαθήσει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι το πρόβλημα δεν επιλύεται λόγω της ελληνικής στάσης! Δικολαβίστικο επιχείρημα, το οποίο όμως μπορεί να παράξει επικίνδυνο επικοινωνιακό αποτέλεσμα, παρότι πρόκειται για μια πρακτική που δεν θα έχει χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά η Άγκυρα.
Η τρίτη παρατήρηση είναι ότι σε περίπτωση που η Ελλάδα αποδεχόταν τέτοια «λύση» θα υπονόμευε, χωρίς λόγο και αιτία, ένα πολύτιμο πλεονέκτημα που της χάρισε η τουρκική αμετροέπεια: Με την αδυναμία της Άγκυρας να αντιληφθεί ότι οι ρωσικοί S-400 αποτελούν κόκκινη γραμμή για τις ΗΠΑ, η Αθήνα «αγόρασε» από το πουθενά χρόνο στην προσπάθεια να επανεξοπλιστεί, καλύπτοντας τα τεράστια κενά που άφησε η υπερδεκαετής εξοπλιστική απραξία. Γι’ αυτό και η συναίνεση της Ελλάδας ελαφρά τη καρδία θα συνιστούσε αυτοκτονική απόφαση.
Η τέταρτη παρατήρηση είναι ότι ακόμα και μια πρόταση ανταλλαγής των ρωσικών S-300 με το αμερικανικής κατασκευής σύστημα Patriot PAC-3, παρότι στρατιωτικά έχει νόημα, δεν θα πρέπει να γίνει βεβιασμένα και ενθουσιωδώς αποδεκτή από ελληνικής πλευράς. Το πρόβλημα της διασύνδεσης ανατολικής με δυτικής προέλευσης συστημάτων είναι μεγάλο. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, ο υπολογισμός είναι πολύ διαφορετικός.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται απλά και μόνο στην απώλεια χρόνου για την κάλυψη των κενών ή μέχρι την παραλαβή και επιχειρησιακή ένταξη των νέων οπλικών συστημάτων που έχουν παραγγελθεί (Rafale, Belharra και F-16V). Θεωρητικά, από τη στιγμή που θα εκλείψει από το κάδρο το «αγκάθι» των S-400 για την Τουρκία, θα έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την απόκτηση νέων F-16 και για την αναβάθμιση παλαιότερων. Πιθανόν να τεθεί και ζήτημα ολικής επαναφοράς της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 Lightning II. Το βέβαιο είναι ότι η θέση της Ελλάδας θα γίνει πολύ πιο δύσκολη.
Οι προσπάθειες του ελληνικού λόμπι στην Ουάσιγκτον θα καταστούν μάχες οπισθοφυλακής, στο μέτρο που θα έχει ενισχυθεί η πτέρυγα των γραφειοκρατών του αμερικανικού κατεστημένου που επιμένει ότι η Τουρκία πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία στο δυτικό στρατόπεδο. Το σίγουρο είναι ότι η Άγκυρα θα έχει βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά στον στόχο της υπέρβασης του σημερινού αδιεξόδου. Η Ελλάδα δεν έχει κανένα συμφέρον να της το προσφέρει στο πιάτο.
Όλα αυτά θα επηρεάσουν το ισοζύγιο ισχύος στην περιοχή και θα οδηγήσουν σε μια κούρσα εξοπλισμών, την οποία η Ελλάδα έχει λόγους να αποφύγει, αφού δεν πρέπει κανείς να λησμονεί ότι η βέλτιστη εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος προϋποθέτει το να συμβαδίζουν οι εξοπλιστικές πρωτοβουλίες με την ανάπτυξη της οικονομίας. Και οι εποχές υπαγορεύουν σύνεση στις αποφάσεις και παράλληλη έμφαση σε κοινωνικές προτεραιότητες.
Το πρόβλημα αυτό είναι πολύ σοβαρότερο σήμερα, επειδή, επιμένω, χάθηκαν αδικαιολόγητα πολλά χρόνια στην αξιοποίηση των ελληνικών υδρογονανθράκων. Αυτή θα είχε δημιουργήσει σήμερα μια εντελώς διαφορετική οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα, η οποία θα είχε ευεργετική αντανάκλαση και στα εξοπλιστικά, όπου υπάρχουν αρκετές ακόμα κρίσιμες ανάγκες και εκκρεμότητες (κορβέτες, αεράμυνα, βλήματα κ.λπ.).
Δημοσίευση σχολίου