Του Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ο τυχοδιωκτισμός των Αμερικανών με την προκλητική επίσκεψη της Ν. Πελόζι στην Ταϊβάν, διαμορφώνει ένα νέο εξαιρετικά απρόβλεπτο περιβάλλον στις Σινοαμερικανικές σχέσεις και είναι βέβαιο ότι θα επιταχύνει μια σειρά από εξελίξεις που θα τροποποιήσουν δραματικά, τόσο το περιφερειακό status όσο και τους όρους που διέπουν την κορυφαία στρατηγική σύγκρουση…
Να ξεκαθαρίσουμε προκαταβολικά ότι ανεξάρτητα από την τακτική των αποστάσεων, του σκεπτικισμού και της δήθεν μη συμφωνίας, με την οποία επέλεξαν οι επιτελείς του Λ. Οίκου να εμφανιστούν αρχικά ότι αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο εγχείρημα, είναι βέβαιο πως η «πρωτοβουλία Πελόζι» δεν είναι προϊόν απερισκεψίας ενός κυβερνητικού στελέχους που αίφνης παρανόησε, αυτονομήθηκε και αποφάσισε να ασκήσει προσωπική Εξωτερική πολιτική και μάλιστα σε αυτό το επίπεδο. Είναι μια πρωτοβουλία με ισχυρό γεωστρατηγικό αποτύπωμα, η οποία χορογραφήθηκε πλήρως και έχει την απόλυτη έγκριση της κυβέρνησης των ΗΠΑ και του προεδρικού επιτελείου.
Σε επίπεδο διμερών σχέσεων μεταξύ δυο Υπερδυνάμεων άλλωστε, ΚΑΝΕΝΑ κυβερνητικό στέλεχος δεν έχει την δυνατότητα να αυτονομηθεί κατά τρόπο ικανό να θέσει σε κίνδυνο την διεθνή θέση της χώρας του και την παγκόσμια Ειρήνη. Πολύ δε περισσότερο δεν έχει το περιθώριο να προαναγγείλει με τυμπανοκρουσίες τις επικίνδυνες προθέσεις του και οι πάντες γύρω του να σιωπούν και να αντιμετωπίζουν το όλον ζήτημα με αμηχανία. Ένα τέτοιο κυβερνητικό στέλεχος, καθαιρείται… Συλλαμβάνεται… Εκτελείται… Αλλά σίγουρα ΔΕΝ ΑΥΤΟΝΟΜΕΙΤΑΙ εάν αυτή η πρωτοβουλία δεν έχει την απόλυτη έγκριση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας του.
Το πρόβλημα λοιπόν ΔΕΝ είναι η δήθεν επιλογή της ζαρωμένης μανταμίτσας που πήρε το κυβερνητικό αεροσκάφος και έκανε συνοδεία μαχητικών «το κομμάτι της» στην Ταϊπέι. Το πρόβλημα είναι ότι το βαθύ Αμερικανικό κράτος, αποφάσισε να θέσει εαυτόν και συμμάχους σε τροχιά σύγκρουσης με την Κίνα, ενώ βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη μια παράλληλη -πολλαπλών επιπέδων- σύγκρουση με την Ρωσία και αυτό από μόνο του συνιστά μια πολύ αρνητική εξέλιξη, αφού όλα δείχνουν πως ΚΑΙ αυτήν την φορά επιλέγεται η τακτική του αιφνιδιασμού των συμμάχων και της εκβιαστικής εμπλοκής τους σε μια αντιπαράθεση με απρόβλεπτες προεκτάσεις, ενώ είναι φανερό πως πίσω από τις μεγάλες κουβέντες και τα χτυπήματα στην πλάτη, η Ταϊβάν σπρώχνεται για λογαριασμό της Αμερικανικής στρατηγικής, σε μια proxy αντιπαράθεση, με προσδοκώμενο βαρύτατο κόστος που φτάνει πολύ πέρα από τα όρια μιας παρατεταμένης κατατριβής δυνάμεων και σταδιακής αποδόμησης της προνομιακής γεωοικονομικής της θέσης.
Η επιλογή της Αμερικανικής κυβέρνησης δεν είναι μια τυχαία επιλογή. Σε πρώτη ανάγνωση έθεσε την Κινεζική ηγεσία αντιμέτωπη με ένα εκβιαστικό δίλημμα. Ή θα έπρεπε να αντιδράσει δυναμικά αντιμετωπίζοντας εν τη γενέσει της μια πρόκληση την πατρότητα της οποίας δεν υιοθέτησε επίσημα από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση των ΗΠΑ… Ή θα υποχρεωνόταν επικοινωνιακά να χρεωθεί την ταπείνωση εξ αιτίας μιας πρόκλησης την οποία ΔΕΝ ανέκοψε, την πατρότητα της οποίας όμως εκ των υστέρων σπεύδει πλέον να υιοθετήσει η Αμερικανική πολιτική ηγεσία.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί οι Αμερικανοί κατέφυγαν σε μια τέτοια μεθοδολογικά ανορθόδοξη τακτική, που επιβεβαιώνει κατ’ αρχήν το μέγεθος της στρατηγικής τους ανασφάλειας. Η απάντηση κατά την γνώμη του γράφοντος είναι απλή…
Η Αμερικανική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία συνειδητοποιεί πως εάν θέλει να διαμορφώσει αφήγημα νίκης στην αντιπαράθεσή της με την Κινεζική Υπερδύναμη, θα πρέπει να τροποποιήσει τους όρους και κυρίως το πεδίο επί του οποίου θα κριθεί τελικά και το αποτέλεσμα αυτής της αντιπαράθεσης.
Η προστιθέμενη αξία αυτής της επιδίωξης, αναβαθμίζεται σημαντικά στην συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία κατά την οποία οι ΗΠΑ κλιμακώνουν την ολική τους επαναφορά στο θέατρο της Ασίας και του Ειρηνικού, αφού προϊόντος του χρόνου συνειδητοποιούν ότι ο επιδιωκόμενος πρωταγωνιστικός τους ρόλος δεν μπορεί να εδραιωθεί, όσο η Κινεζική Υπερδύναμη κρατά στα χέρια της πολλά και πανίσχυρα στρατηγικά εργαλεία στο επίπεδο της παραγωγής, της Οικονομίας, της εφοδιαστικής αλυσίδας και της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας.
Αναλαμβάνοντας λοιπόν μια πρωτοβουλία υψηλού ρίσκου, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να βάλουν κατ’ αρχήν εκ του ασφαλούς στην εξίσωση μια παράμετρο στην οποία θεωρητικά υπερτερούν και αυτή είναι η παράμετρος της στρατιωτικής ισχύος. Με την εισαγωγή αυτής της παραμέτρου στην εξίσωση, δεν σταθμίζεται μονάχα η αποφασιστικότητα της Κινεζικής πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας να σηκώσει το γάντι. Αξιολογείται παράλληλα με αυτό, η ικανότητα και φυσικά η ετοιμότητά της να ενσωματώσει την όποια απάντηση στην πρόκληση, σε ένα πακέτο ενιαίας και συνολικής αντεπίθεσης που θα περιλαμβάνει πλείστα όσα εργαλεία και συγκριτικά πλεονεκτήματα έχει αυτήν την στιγμή στην διάθεσή της. Αξιολογούνται τέλος και η ετοιμότητα για πιθανολογούμενες συγκλίσεις στο στρατόπεδο των στρατηγικών αντιπάλων όπως βεβαίως και η ευκολία με την οποία θα σπεύσουν οι στρατηγικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ να στοιχηθούν πίσω από λογικές υπεράσπισης του παράτολμου Αμερικανικού τυχοδιωκτισμού.
Στο πλαίσιο αυτού ακριβώς του σχεδιασμού, αξιοποιήθηκε η Ν. Πελόζι ως χρήσιμη ηλίθια και στοχοποιήθηκε η Ταϊβάν ως κορυφαίο σύμβολο, άρρηκτα δεμένο με την προβολή της Κινεζικής ισχύος στην ευρύτερη περιοχή.
Η Κινεζική απάντηση, παραπέμπει μάλλον σε αιφνιδιασμό της Κινεζικής πολιτικής ηγεσίας η οποία δεν αξιοποίησε το timing των πρώτων ωρών προκειμένου να επενδύσει στην ευνοϊκά διακείμενη διεθνή κοινή γνώμη και να εγκλωβίσει τους Αμερικανούς στα αδιέξοδα του θεατρινισμού τους, απαιτώντας από αυτούς να εμποδίσουν με ίδια μέσα την απογείωση του κυβερνητικού αεροσκάφους, από την στιγμή που δήλωναν δημοσίως ότι δεν επικροτούν το συγκεκριμένο εγχείρημα. Αυτή η ευκαιρία χάθηκε και κυρίως δεν συνδυάστηκε με την αιφνίδια εργαλειοποίηση ενός επιλεγμένου «καλαθιού» από τα ισχυρά οικονομικά εργαλεία που έχει στην διάθεσή της η Κινεζική ηγεσία (πχ Αμερικανικό δημόσιο χρέος) έτσι ώστε να αναγκάσει τους Αμερικανούς σε κατά κράτος αναδίπλωση.
Η συνέχεια που δόθηκε με την κλιμάκωση των στρατιωτικών ασκήσεων που περισφίγγουν την Ταϊβάν, κινείται -εκτός απροόπτου- μέσα στα απολύτως αναμενόμενα όρια αντίδρασης.
Φυσικά τα πράγματα δεν θα είναι διόλου απλά σε ότι αφορά στις εξελίξεις της επόμενης μέρας.
Οι ΗΠΑ είναι φανερό ότι θα κλιμακώσουν ή θα χορογραφήσουν μέσω αντιπροσώπου την κλιμάκωση αυτού που ξεκίνησαν, προκειμένου να προωθήσουν τον ευρύτερο στρατηγικό τους σχεδιασμό… Προφανώς διαθέτουν σχέδιο και την αποφασιστικότητα να το προωθήσουν στην πράξη. Αυτό βεβαίως δεν είναι διόλου ευχάριστο για τους λαούς της περιοχής, αφού κατά κανόνα αυτά τα σχέδια των Αμερικανών, μεταφράζονται σε αιματηρούς πολέμους και περιφερειακή αποσταθεροποίηση…
Η Κίνα είναι απολύτως αναμενόμενο πως δεν θα καταπιεί την ταπείνωση. Θα επιχειρήσει μια απάντηση πολλαπλάσιας βαρύτητας, επιδιώκοντας να ανακόψει την ενθάρρυνση των αυτονομιστών της Ταϊβάν και κυρίως να τσαλακώσει στα σημεία το όποιο πλεονέκτημα απέσπασαν οι Αμερικανοί με την πειρατική παρουσία της Πελόζι… Τα εργαλεία που έχει στην διάθεσή της είναι πολλά και η ικανότητά τους να επιφέρουν συντριπτικά πλήγματα στους Αμερικανούς εκεί που πραγματικά πονάνε, είναι δεδομένη. Δεν έχει το περιθώριο να κάνει κάτι λιγότερο από αυτό, διαφορετικά θα έχει χάσει το παιχνίδι άνευ αγώνος… Προφανώς οφείλει να συνυπολογίσει ισορροπίες που δεν θα πρέπει να διαταραχτούν προκειμένου να μην τεθούν σε κίνδυνο οι μακροπρόθεσμοι στρατηγικοί σχεδιασμοί της, αλλά αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο θα κριθεί και η ικανότητα της πολιτικής της ηγεσίας σε τελευταία ανάλυση…
Ο Αμερικανικός τυχοδιωκτισμός με την σειρά του ακυρώνει αναστολές και παραδοσιακές αντιθέσεις, δημιουργώντας έτσι ευνοϊκότερες προϋποθέσεις σε σχέση με το παρελθόν, που διευκολύνουν την Σινορωσική στρατηγική προσέγγιση, διαμορφώνοντας έτσι ένα περιβάλλον ικανό να τροφοδοτήσει ευρύτερες ανατροπές και ανακατατάξεις στο διεθνές σύστημα, σε συνθήκες πρωτοφανούς ρευστότητας και προσαυξημένων κινδύνων.
Σε κάθε περίπτωση ο κόσμος που γνωρίσαμε μετασχηματίζεται δραματικά. Η ισορροπία ισχύος έχει πάψει πλέον να είναι ένα μονοδιάστατο status. Η πολυπαραμετρική της υπόσταση διευρύνεται σταθερά και η εμμονή των Αμερικανών στις παραδοσιακές μεθόδους προβολής και χρήσης ισχύος, θα έχουν οδυνηρές επιπτώσεις πρωτίστως για τους μικρότερους δρώντες που επιμένουν να στοιχίζονται αβασάνιστα πίσω από αδιέξοδους τυχοδιωκτισμούς, αρνούμενοι να επικαιροποιήσουν το αφήγημα της στρατηγικής τους επιβίωσης στις νέες συνθήκες.
Δημοσίευση σχολίου