Είναι δική μου πατρίδα αυτό το νησί που τα δάκρυά του είναι περισσότερα από τις χαρές του;
Γράφει ο Σενέρ ΛεβέντΔεν ακούτε καθόλου τις ικεσίες προς τον Θεό ενός παιδιού που βιάζεται και τις κραυγές «Θεέ μου, βοήθα με»; Το δικό μου ρολόι σταμάτησε στο 1974. Στην κορφή του ψυχιατρείου που βομβαρδίστηκε.
Είμαι πολύ κολλημένος; Ναι, είμαι κολλημένος. Το δικό μου ρολόι σταμάτησε στο 1974. Και δεν αγόρασα άλλο ρολόι. Το δικό μου μυαλό έμεινε σε εκείνο το πλίθινο σπίτι στον Σύσκληπο. Έμεινα σε εκείνο το μικρό 12χρονο κοριτσάκι που σύρθηκε μέσα στα αίματα ανάμεσα στα πτώματα του νεκρού πατέρα της και του αδελφού της που του έκοψαν το κεφάλι και βιάστηκε πολλές φορές.
Εσείς δεν έχετε εμμονές; Στα δικά σας όνειρα πάντα κήποι με τριαντάφυλλα υπάρχουν και πάντα άγγελοι τριγυρίζουν εκεί; Δεν περνούν καθόλου δαίμονες από εσάς; Δεν ακούτε καθόλου τις ικεσίες προς τον Θεό ενός παιδιού που βιάζεται και τις κραυγές «Θεέ μου, βοήθα με»;
Το δικό μου ρολόι σταμάτησε στο 1974. Στην κορφή του ψυχιατρείου που βομβαρδίστηκε. Και σε εκείνον τον νεκρό που το πτώμα του στριμώχτηκε ανάμεσα σε δύο ορόφους στο Βαρώσι. Στο τελευταίο βλέμμα στη ζωή των 84 αιχμαλώτων στις πλαγιές της Τόχνης.
Κάποτε ο άνθρωπος κουράζεται να ζει. Καταρρέει πάνω σε μια πολυθρόνα στο μισοσκόταδο. Από τη μια σκέφτεται τους νεκρούς του και από την άλλη ότι θα πεθάνει και ο ίδιος μια μέρα. Κοιτάει προς τα κάπου, χωρίς να αντιλαμβάνεται καν προς τα πού κοιτάει. Και σαστίζει με το πώς άντεξε τόσο πόνο. Γιατί πέθαναν και έφυγαν πριν από αυτόν εκείνοι που έπρεπε να πεθάνουν μετά από αυτόν; Αν υπάρχει Θεός, μπορεί να είναι τόσο άδικος;
Ναι, έχω εμμονή. Έμεινα κολλημένος στους αιχμαλώτους που οι στρατιώτες τους άναψαν το τελευταίο τους τσιγάρο και γονάτισαν με τα χέρια πάνω στο κεφάλι τους. Δεν είδαμε τι έγινε μετά. Μόνο μπορούμε να φανταστούμε το μετά.
Έμεινα κολλημένος στην τέχνη του ανδρός που καυχιέται λέγοντας το να σκοτώνω είναι η τέχνη μου. Άσκησε την τέχνη του σαν ένας σιδεράς, σαν ένας συγκολλητής;
Έρχονται και περνούν μπροστά από τα μάτια μας οι δαίμονες που χορεύουν τρελά γιορτάζοντας τη νίκη του αίματος που ήπιαν γύρω από πυρακτωμένες φωτιές. Ύστερα ένας στρατιώτης που κόβει τα αφτιά των θυμάτων του. Θα τα πάρει στο σπίτι του. Θα τα δείξει στη μητέρα, στον πατέρα του. Όμως, έχασε τα αφτιά. Φωνάζει σαν τρελός. «Τα αφτιά μου, τα αφτιά μου».
Είμαι δυσαρεστημένος με τον ήλιο. Γιατί ανατέλλει ολόλαμπρος κάθε πρωί σαν να μην αντιλαμβάνεται απολύτως τίποτα και φεύγει τρέχοντας το βράδυ. Είμαι δυσαρεστημένος με το φεγγάρι. Μπορεί να υπάρχει τόσος ρομαντισμός σε αυτή τη θάλασσα αίματος;
Το δικό μου ρολόι σταμάτησε το 1974. Εσείς, τι ώρα έχετε; Εγώ έμεινα κολλημένος στο χωριό Μαράθα. Κοιτάζω το 16 ημερών βρέφος και τον 95χρονο παππού. Τους αγκαλιάζω.
Είμαι γεμάτος μίσος. Βρίσκετε λάθος το να μισώ; Υπάρχει και περισσότερο. Ανακαλύπτω και ότι έχω το ένστικτο του δολοφόνου. Τι θα έκανα εκείνους τους εγκληματίες; Θα τους σκότωνα. Θα σκότωνα χωρίς έλεος και εκείνους που διέπραξαν τη θηριωδία στο σπίτι στο Σύσκληπο.
Έμεινα κολλημένος στις μπουλντόζες που έσκαβαν ομαδικούς τάφους.
Έμεινα κολλημένος στους αιχμαλώτους που γδύθηκαν και έμειναν με τα εσώρουχα για να φορτωθούν σε πλοία.
Στην καρέκλα που κάθομαι στο μισοσκόταδο σκέφτομαι ποιοι από αυτούς είναι ζωντανοί και ποιοι νεκροί. Αναδύονται χόρτα πιο πυκνά από κάθε άλλη φορά από το χώμα που πατώ, υποπτευόμενος ότι κάτω από αυτό υπάρχει ένας ομαδικός τάφος. Με κάνει να δακρύζω ένας καλόκαρδος στρατιώτης που συναντώ αναπάντεχα ανάμεσα στους βαρβάρους. Ύστερα θυμάμαι το 14χρονο κορίτσι το οποίο καθώς το βίαζαν, οι βάρβαροι έσβηναν τσιγάρα πάνω στο κορμί του. Όχι, μην τυχόν και μου πείτε ότι συμβαίνουν τα πάντα στον πόλεμο. Δεν γίνεται τόσο πολύ. Δεν μπορεί να γίνεται.
Ναι, είμαι κολλημένος. Το δικό μου ρολόι σταμάτησε στο 1974. Στον Καραβά. Στη Λάπηθο. Στο Κάρμι σταμάτησε. Στο Βαρώσι και στην Καρπασία. Σε έναν βάρβαρο που είπε ότι ήπια το αίμα του κοριτσιού μπροστά στον πατέρα της.
Έμεινα κολλημένος σε εκείνους που κρύβονταν σε μια σπηλιά περιμένοντας τους βαρβάρους. Και στους αγνοούμενους που ακόμα δεν κατέστη δυνατόν να βρεθούν τα οστά τους. Σε πηγάδια.
Όποτε δω ένα ανάχωμα θυμάμαι έναν ομαδικό τάφο.
Όποτε δω να κτίζεται μια καινούρια πολυκατοικία, σκέφτομαι κατά πόσον υπάρχουν νεκροί κάτω από αυτήν.
Έμεινα κολλημένος στους στρατιώτες που χώριζαν τις γυναίκες από τους άντρες αιχμαλώτους, σκότωναν τους άντρες και βίαζαν τις γυναίκες.
Έμεινα κολλημένος στα παιδιά που γεννήθηκαν μετά που σκοτώθηκε ο πατέρας τους και τον είδαν μόνο σε φωτογραφίες.
Η καρδιά μου είναι ένας ομαδικός τάφος. Τάφος των αγαπημένων νεκρών που δεν έβαλα σημαία στο προσκέφαλό τους.
Ατενίζω τον αχανή ορίζοντα από μιαν ακροθαλασσιά. Είναι δική μου πατρίδα αυτό το νησί που τα δάκρυά του είναι περισσότερα από τις χαρές του; Πριν από ποιον δολοφόνο θα πεθάνω εγώ;
Έβγαλα και πέταξα στη θάλασσα το ρολόι μου που σταμάτησε στο 1974.
Οι γλάροι πετούν πάνω από τα κύματα. Αχ, μακάρι να ήμουν γλάρος…
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου