Από 15 έως 20 UAV/UCAV τριών διαφορετικών τύπων για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Κάλυψη του χαμένου εδάφους έναντι της Τουρκίας ή οπισθοδρόμηση; Είτε θεωρείται από ορισμένους ως γκρίνια και μεμψιμοιρία, η αλήθεια είναι ότι θα ήταν ευχής έργον να μπορούμε να γράφουμε μόνο θετικά για όσα διαδραματίζονται στο χώρο των εξοπλιστικών. Δυστυχώς οι εξελίξεις δεν βοηθούν. Επειδή δε όλοι έχουμε ζήσει την μετά-Ίμια περίοδο, δεν δικαιούται να σιωπά κανείς… Γιατί τότε, πριν από 25 σχεδόν χρόνια, ήταν ομολογουμένως πολλά αυτά που δεν γνωρίζαμε. Σήμερα όμως, όσα συνειδητοποιήσαμε τότε με καθυστέρηση, τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται συνήθως ως φάρσα.
Επιλέγουμε λοιπόν συνειδητά… το στίγμα του γκρινιάρη και του μεμψίμοιρου που καταγράφει την άποψή του, από τη συνενοχή της σιωπής. Δεν έχει σημασία εάν θα αλλάξει κάτι. Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι στο κάτω – κάτω δεν ιδρώνει εύκολα το αυτί κανενός. Επειδή όμως “τα γραπτά μένουν” θα μπορούμε, εμείς ή οποιοσδήποτε το επιθυμεί, στο μέλλον να τα επικαλεστεί.
Η ιστορία της ελληνικής εξοπλιστικής “μαεστρίας” της μετά-Ίμια εποχής λοιπόν επαναλαμβάνεται. Μετά την ανακοίνωση της επιλογής αγοράς τριών μη επανδρωμένων αεροσκαφών επιτήρησης, κατηγορίας HALE τύπου MQ-9B SeaGuardian έναντι 400 σχεδόν εκατ. δολαρίων, το ελληνικό δαιμόνιο ξαναχτύπησε βαφτίζοντας ελληνικά τα μικρά ελικόπτερα επιτήρησης τύπου Α900 που ανακοίνωσε ότι θα προμηθευτεί το Πολεμικό Ναυτικό και μάλιστα με fast track (βλ. άνευ διαγωνισμού) διαδικασίες.
Ασφαλώς, το Α900 δεν είναι ελληνικό προϊόν αλλά ισπανικό όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς με μία γρήγορη έρευνα στο διαδίκτυο. Ελληνική είναι η εταιρεία που θα τα υποστηρίζει, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Πρόκειται για σύστημα με καθαρά τακτικό χαρακτήρα και εξειδικευμένο για επιχειρήσεις από μονάδες επιφανείας, οπότε δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο. Η αναγκαιότητα του είναι δεδομένη.
Τους φόβους μας για την επανάληψη των εξοπλιστικών “τακτικών” του παρελθόντος, ήρθε και πάλι να επιβεβαιώσει η είδηση περί επιλογής του γαλλικού UAV/UCAV κατηγορίας MALE, τύπου Patroller για τον Ελληνικό Στρατό. Τα αεροσκάφη αυτά (4+4 με βάση το δημοσίευμα που αναπαρήγαγε και το DP), προορίζονται να πλαισιώσουν και σε δεύτερο χρόνο να αντικαταστήσουν τα Sperwer του ίδιου κατασκευαστή, που αξιοποιούνται επιχειρησιακά από τον Ε.Σ. τα τελευταία 20 περίπου χρόνια.
Στο Patroller το DP είχε αναφερθεί παλιότερα, οπότε θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Ζήτημα επάρκειας από πλευράς δυνατοτήτων και επιδόσεων για την κάλυψη των αναγκών επιτήρησης σε Έβρο και ανατολικό Αιγαίο δεν τίθεται, όπως και στην περίπτωση των MQ-9B, δεδομένου ότι και οι επιδόσεις του Patroller είναι πολύ καλές, αλλά και η φιλοσοφία αξιοποίησης του είναι ιδιαίτερα προηγμένη.
Μεταφέρει εξοπλισμό αποστολής (ραντάρ SAR τύπου Pico της Leonardo, σύστημα ηλεκτρονικής επιτήρησης ELINT/COMMINT) σε ατρακτίδια που αναρτώνται στη θέση των εξωτερικών δεξαμενών καυσίμου, καθώς και καλάθους ρουκετών των 68 χιλιοστών. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να αξιοποιηθεί, έστω και με μικρότερη αυτονομία, σε πλειάδα ρόλων.
Θα επιμείνουμε στο κύριο ζητούμενο. Που δεν είναι άλλο από το τεράστιο και ανεξήγητα (;) επαναλαμβανόμενο πρόβλημα του κατακερματισμού των προμηθειών. Ακόμη και αυτών που προορίζονται για την κάλυψη μίας και μόνο (της ίδιας…) επιχειρησιακής ανάγκης. Υποτίθεται ότι η πρόσφατα ανακοινωθείσα προμήθεια των τριών SeaGuardian μαζί με τη φερόμενη ως επικείμενη αγορά των Patroller, που λέγεται πως θα πλαισιωθούν και με την αγορά αριθμού οπλισμένων Heron TP για την Πολεμική Αεροπορία, πρόκειται να υλοποιηθούν για την κάλυψη του χαμένου εδάφους της τελευταίας εικοσαετίας για την Ελλάδα στο χώρο των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, έναντι της Τουρκίας.
Η εμπειρία της μετά-Ίμια εποχής, έχει αποδείξει ότι η τακτική των αποσπασματικών και κατά κανόνα εξόχως δαπανηρών αγορών συστημάτων, μόνο καταστροφική είναι. Και σε επιχειρησιακό επίπεδο και σε οικονομικό και οπωσδήποτε και σε βιομηχανικό. Άρα, αφού η μεθοδολογία που υιοθετείται παραμένει αναλλοίωτη, μόνο στην κάλυψη του χαμένου εδάφους έναντι της Τουρκίας δεν θα μας οδηγήσει, στον τομέα των UAV/UCAV.
Δεν υποστηρίζεται καν ότι τα κονδύλια που θα κατευθυνθούν στην αγορά αυτών των συστημάτων, θα πρέπει να αποδοθούν στην εγχώρια ανάπτυξη UAV κατηγορίας MALE, γιατί όπως εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί, χρειάζεται χρόνος για κάτι τέτοιο. Χρόνος που δεν διαθέτει η Ελλάδα. Από τη στιγμή όμως που θα φτάσουν ή και θα ξεπεράσουν συνολικά το ένα δισ. ευρώ ή δολάρια, όπως όλα δείχνουν, για ποιόν ή για ποιους λόγους το ποσό αυτό δεν διατίθεται συνολικά και στο πλαίσιο ενός και μόνο προγράμματος προμήθειας UAV/UCAV (επιτήρησης και προβολής στόχων) και για τους τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων;
Η διαπραγματευτική ισχύς της Ελλάδας στο πλαίσιο μίας τέτοιας επιλογής θα ήταν πολλαπλάσια ή όχι; Θα ήταν οι κατασκευαστές διατεθειμένοι να διαπραγματευθούν καλύτερες τιμές, μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας υποστήριξη και βιομηχανικά ανταλλάγματα, προκειμένου να κερδίσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα ή όχι; Θα ήταν διατεθειμένοι στο πλαίσιο ενός ενιαίου και συνολικού προγράμματος να δημιουργήσουν κέντρα λήψης της εικόνας και των δεδομένων που θα προέρχονται από τα μη επανδρωμένα σε μεγάλες μονάδες του Στρατού Ξηράς, της Πολεμικής Αεροπορίας και του Πολεμικού Ναυτικού, ή όχι;
Που πήγε η διακλαδικότητα την οποία ευαγγελιζόμαστε συστημικά εδώ και δεκαετίες, όταν πάμε για άλλη μία φορά να αγοράσουμε ξεχωριστά διαφορετικούς τύπους αεροσκαφών για να καλύψουμε (πάλι ξεχωριστά) τις επιχειρησιακές ανάγκες των τριών Κλάδων; Για ποιον ή για ποιους λόγους δεν εξετάστηκε η δημιουργία ενός μικτού κέντρου εκμετάλλευσης των μη επανδρωμένων αεροσκαφών επιτήρησης κατηγορίας HALE ή MALE; Δεν θέλουμε να έχουν όλοι την ίδια πρόσβαση στο νέο αυτό μέσο και να τροφοδοτούνται με την ίδια εικόνα και τα ίδια δεδομένα, από την Κύπρο μέχρι τον Έβρο;
Σε δεύτερο χρόνο θα μπορούσαμε να πάμε και σε δεύτερη πηγή προμήθειας. Σε έναν δεύτερο τύπο διαφορετικής κατηγορίας ενδεχομένως. Αυτό που μας καίει άμεσα είναι η απόκτηση ικανών εναέριων μη επανδρωμένων μέσων επιτήρησης και προσβολής στόχων στο μεγαλύτερο δυνατό αριθμό και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Είναι δυνατόν να επιτύχουμε έστω και κάποιες από αυτές τις προϋποθέσεις με την τακτική που ακολουθούμε;
Είναι δυνατόν να υποστηρίζουμε ότι θα καλύψουμε το χαμένο έδαφος με την αγορά 15 ή 20 (το πολύ) μη επανδρωμένων αεροσκαφών τριών διαφορετικών τύπων και κατηγοριών, όταν οι απέναντι διαθέτουν στόλο δεκάδων (σήμερα) ή και εκατοντάδων στο μέλλον;
Το Patroller προς το παρόν έχει αγοραστεί από τις γαλλικές ένοπλες δυνάμεις. Η σχετική σύμβαση ύψους 300 εκατ. ευρώ (341 εκατομμυρίων δολαρίων με βάση την τότε ισοτιμία), υπογράφηκε τον Απρίλιο του 2016 και προέβλεπε την παράδοση 14 αεροσκαφών και δύο σταθμών ελέγχου και λήψης εικόνας και δεδομένων στο έδαφος, μαζί με δύο εκπαιδευτικούς σταθμούς. Στη σύμβαση που ως είδηση είχε φιλοξενηθεί τότε και από το DP, περιλήφθηκε και 12ετής υποστήριξη.
Το κόστος ανά μονάδα υπολογίζεται σε 25 έως 30 εκατομμύρια ευρώ, ανάλογα με τον εξοπλισμό αποστολής που θα αποκτηθεί. Σε αντίθεση με το μικρότερο Sperwer, απαιτεί τη χρήση διαδρόμου για την απογείωση και την προσγείωση, όπως ένα κανονικό αεροπλάνο. Πράγμα που σημαίνει ότι σε καθαρά τακτικό επίπεδο θα πρέπει να λειτουργήσει συνδυαστικά με μικρότερα UAV εκτοξευόμενα μέσω μικρών καταπελτών, ή δια χειρός, προκειμένου σε επίπεδο μονάδων να μπορεί να εκτελεστούν πολλαπλές αποστολές.
Να γίνει κατεύθυνση πυρών Πυροβολικού, εντοπισμός μικρών ομάδων και οχημάτων του εχθρού, καθώς και εντοπισμός και στοχοποίηση αρμάτων μάχης, σε εικοσιτετράωρη βάση. Με άλλα λόγια όχι μόνο ο Ελληνικός Στρατός αλλά οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις συνολικά, έχουν ακόμα πολύ δρόμο μπροστά τους στην διαδικασία πλήρους υιοθέτησης και αφομοίωσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών και τακτικών αξιοποίησής τους.
Επαναλαμβανόμαστε με τον κίνδυνο να γίνουμε φορτικοί, αλλά θα το ξαναγράψουμε. Είναι προς τη σωστή κατεύθυνση οι ενέργειες που γίνονται για την απόκτηση UAV. Ο τρόπος είναι λανθασμένος. Είναι τουλάχιστον επικίνδυνο να υποστηρίζεται ότι με έναν τόσο μικρό αριθμό αεροσκαφών MQ-9B SeaGuardian (όχι οπλισμένων Reaper) θα αποκτήσουμε δυνατότητες επιτήρησης σε εικοσιτετράωρη βάση, 365 ημέρες το χρόνο, σε ολόκληρο το FIR Αθήνας. Όπως είναι και επικίνδυνο το να υποστηρίζεται ότι τα αεροσκάφη αυτά είναι άτρωτα λόγω της πλεύσης τους στο επίπεδο των 40.000 ποδών!
Η Ελλάδα χρειάζεται επαρκή αριθμό ικανών UAV όχι μόνο για επιτήρηση, αλλά και για προσβολή στόχων. Θεωρούμε ότι ακόμα και τώρα δεν είναι αργά να αναθεωρήσουμε. Να πάμε σε μία συνολική διαπραγμάτευση για την κάλυψη των αναγκών και των τριών Κλάδων. Με όλα τα πλεονεκτήματα που μία τέτοια ενέργεια θα εξασφαλίσει. Εκτός κι αν η αποσπασματική προώθηση εξυπηρετεί και άλλους στόχους, πολλοί εκ των οποίων καταχρώνται το περιώνυμο “γεωπολιτικό κριτήριο” που εμφανίζεται πανταχού παρόν και διά πάσαν νόσον…
Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη είναι αναλώσιμα, ή μπορούν να θεωρηθούν αναλώσιμα, γιατί είναι μη επανδρωμένα. Κατά συνέπεια το κόστος αγοράς τους είναι παράγοντας με ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία, γιατί καθορίζει τη σχέση κόστους – απόδοσης σε μεγαλύτερο βαθμό από τις δυνατότητες και τις επιδόσεις τους.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου