Του Ζαχαρία Μίχα
Η είδηση είχε μεγάλο ενδιαφέρον και προκάλεσε αίσθηση. Οι Γερμανοί μπλοκάρουν στο παρασκήνιο την παραχώρηση αρμάτων Leopard 2 που φέρεται διατεθειμένη να δώσει η Ισπανία στην Ουκρανία. Από τη στάση των Γερμανών εξάγονται ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Η πρώτη ερμηνεία εστιάζει στην παραδοσιακή ειδική σχέση της Γερμανίας με τη Ρωσία. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σε συνδυασμό με την ύπαρξη κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων στο Βερολίνο, έχει ρίξει βαριά τη σκιά στις ρωσογερμανικές σχέσεις. Όμως, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η παράκρουση Ερντογάν δεν έχει αλλάξει στο στρατηγικό επίπεδο την οπτική των Γερμανών απέναντι στην Τουρκία, έτσι και η ρωσική «εκτροπή» δεν αλλάζει τη γεωπολιτική οπτική των Γερμανών απέναντι στη Ρωσία.
Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που υποστηρίζουν ότι εάν η Μέρκελ είχε παραμείνει στην εξουσία, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν θα είχε συμβεί. Παρότι «άχρωμη, άοσμη και άγευστη», η καγκελάριος αποδείχθηκε στην πράξη δεινός ισορροπιστής που απέτρεπε τα χειρότερα για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Επειδή όμως ήταν προβλέψιμο ότι δεν θα παρέμενε στην εξουσία στο διηνεκές, οι ρωσικοί σχεδιασμοί πιθανότατα εμπεριείχαν κι αυτή τη διάσταση. Άρα η εισβολή κάποτε θα συνέβαινε, αφού το ΝΑΤΟ δεν έκλεινε την πόρτα του στην Ουκρανία. Εξάλλου, τεκμαίρεται και από τη σχετικά πρόσφατη ιστορία πως όταν τη σκυτάλη της εξουσίας λαμβάνουν από τους Χριστιανοδημοκράτες οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι, η εξωτερική πολιτική σημειώνει στροφή.
Ο ρόλος του «Πράσινου» υπουργού Εξωτερικών, Γιόσκα Φίσερ στην επίθεση του ΝΑΤΟ στη Σερβία είναι κλασικό παράδειγμα. Με αυτή τη λογική, η εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί και μια εκδίκηση των Ρώσων, υπό τη μορφή «πληρωμής με το ίδιο νόμισμα». Δεν είναι όμως αυτό το αντικείμενο του σχολίου.
Η πρώτη ερμηνεία λοιπόν, εστιάζει στη μη αποστολή αρμάτων Leopard στην Ουκρανία, σε ένα έμμεσο μήνυμα του Βερολίνου στη Μόσχα ότι σταδιακά, την επόμενη ημέρα του πολέμου, οι επαφές τους θα πρέπει να αποκατασταθούν. Παρά τη σαφή αμερικανική απόπειρα επαναφοράς της Ευρώπης σε μια αμιγώς ατλαντική-αντιρωσική εξωτερική πολιτική, η πάροδος του χρόνου θα «νοθεύσει» τη σημερινή ακαμψία που παρουσιάζεται και στις δυο πλευρές.
Η δεύτερη ερμηνεία έχει ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Η σύγκρουση στη Συρία έχει διατηρήσει ακόμα νωπές της μνήμες κατεστραμμένων αρμάτων μάχης κάθε λογής. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και Leopard 2A4 του τουρκικού Στρατού. Η δε κυρίαρχη τάση στη στρατιωτική ανάλυση καλεί σε επανεξέταση και σε εκ νέου προσδιορισμό του ρόλου των αρμάτων και γενικότερα των τεθωρακισμένων στο σύγχρονο πεδίο μάχης.
Με ένα σμπάρο δυο…
Ο υπαινιγμός είναι σαφής. Μήπως με το μπλοκάρισμα της παραχώρησης αρμάτων της οικογένειας Leopard (1A5/2A4) στην Ουκρανία, οι Γερμανοί εφαρμόζουν μια ευφυή τακτική διπλής στόχευσης: Αφενός κάνουν μια χειρονομία προς τη Μόσχα, αφετέρου προστατεύουν τη γερμανική αμυντική βιομηχανία. Κι αυτό, διότι κατεστραμμένα Leopard στα πεδία μάχης της Ουκρανίας θα αναιρούσαν το γερμανικό αφήγημα ότι η αγορά τεθωρακισμένων αναγεννιέται συνεπεία της επανεμφάνισης του πολέμου στη Γηραιά Ήπειρο.
Όπως όλα στη ζωή, η πραγματικότητα δεν είναι ούτε άσπρη ούτε μαύρη, καθώς όλα κινούνται σε ένα απέραντο γκρίζο, τουλάχιστον για όποιον ενδιαφέρεται να προσεγγίσει την αλήθεια όσο το δυνατόν περισσότερο. Οι τεχνολογικές εξελίξεις δεν τελειώνουν τον ρόλο των τεθωρακισμένων, όμως σαφέστατα υπαγορεύουν ταχύτατες προσαρμογές, σε όσους λαμβάνουν σοβαρά την εθνική τους ασφάλεια.
Μόνο οι ανόητοι ή ιδιοτελείς εμπλεκόμενοι (στρατιωτικοί και προμηθευτές) δεν έχουν παρατηρήσει ότι τα άρματα μάχης που πλέον κοστίζουν πάνω από 15 εκατ. ευρώ ανά μονάδα, μπορούν να καταστραφούν ολοκληρωτικά με τη χρήση μέσων που κοστίζουν μερικές δεκάδες έως μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροχήματα (UCAVs), περιφερόμενα στο πεδίο της μάχης πυρομαχικά (Loitering Munitions) και αντιαρματικά αεροεκτοξευόμενα και μη (A/T) κάνουν κατά κυριολεξία πλάκα με όσους επιμένουν να σκέφτονται με όρους που άφησαν στην ιστορία τον στρατηγό Γκουντέριαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τεχνολογία έχει ξεπεράσει δόγματα που κυριάρχησαν στο παρελθόν.
Όταν τα λεφτά δεν φθάνουν για όλα… προτεραιοποίηση
Όποιος αποτυγχάνει να αντιληφθεί την ανάγκη αντιμετώπισης της άμυνας με ένα ολιστικό σκεπτικό, στην ουσία καταδικάζει κάθε επένδυση στα τεθωρακισμένα, που παραμένει και επίκαιρη και απαραίτητη. Πρέπει όμως να είναι στοχευμένη. Διότι κάθε ευφυής, άρα επιχειρησιακά επαρκής επιτελής των τεθωρακισμένων, είναι ο πρώτος που αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της προστασίας του υλικού και του προσωπικού που το επανδρώνει.
Άρα, πέραν του αυτονόητου, των θερμικών – σκοπευτικών, που αλλάζουν τα επιχειρησιακά δεδομένα στον επιθετικό ρόλο, στις υπόλοιπες παρεμβάσεις που αφορούν την αναβάθμιση των αρμάτων, πρέπει να «ζυγιστεί» το κόστος-όφελος κάθε λύσης, με στόχο τη βέλτιστη απόδοση των περιορισμένων κονδυλίων που διαθέτει η χώρα.
Δείχνει άραγε αυτή την «ολιστική προσέγγιση» η ελληνική πλευρά; Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο όχι εάν κριθεί από τα πεπραγμένα και τις αποφάσεις. Κάθε σοβαρή χώρα θα έπρεπε να έχει εκπονήσει, εγκρίνει στο Κοινοβούλιο και δημοσιοποιήσει ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης με δεδομένη την παρόξυνση του τουρκικού επεκτατισμού. Όχι απλά μια λίστα εξοπλιστικών επιθυμιών των Επιτελείων, των οποίων οι προτεραιότητες ανεβοκατεβαίνουν για λόγους που δεν σχετίζονται με την αμυντική επάρκεια.
Θα μπορούσε να ακολουθήσει μια αναλυτική εξέταση και κριτική της λογικής καθεμιάς από τις κύριες εξοπλιστικές αποφάσεις που έχει λάβει η χώρα μετά από την υπερδεκατή εγκατάλειψη των Ενόπλων Δυνάμεων. Όμως, οι ώρες είναι πολύ κρίσιμες και η διάθεση για γκρίνια, όσο θεμιτή κι αν είναι, πρέπει να περιοριστεί.
Ένας στρατός διαθέτει τα άρματα μάχης για να επιτελέσουν μια συγκεκριμένη αποστολή. Κατά συνέπεια, το πρώτο βασικό ερώτημα είναι εάν η επιτυχής εκτέλεσή της μπορεί να γίνει με άλλα μέσα και με ποιο κόστος. Η φύση της εξ ανατολών απειλής ποιοτικά, έχει αναβαθμιστεί δραματικά με όλα τα προαναφερθέντα μέσα καταστροφής τεθωρακισμένων και μάλιστα τουρκικής κατασκευής.
Άρα, η πρώτη δουλειά είναι να καθοριστεί το ύψος της επένδυσης στις χερσαίες δυνάμεις, αναλόγως της οικονομικής δυνατότητας και της αναπόφευκτης προτεραιότητας που πρέπει να έχουν σε επίπεδο Κλάδων η Αεροπορία και το Ναυτικό. Υπάρχουν όμως και εσωτερικές προτεραιότητες που ευεργετούν όλους τους Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων.
Τα αντιαρματικά βλήματα που καταστρέφουν τεθωρακισμένα κι όχι μόνο από δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, τα ραντάρ που εντοπίζουν και τα αντιαεροπορικά που καταστρέφουν εναέριες απειλές, από τις πιο μικρές έως τις πιο μεγάλες (loitering, επιθετικά ελικόπτερα), απελευθερώνουν αεροπορικές δυνάμεις. Οι τελευταίες, βραχυπρόθεσμα είχαν πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από βλήματα, με τα οποία θα απειλούσαν αξιόπιστα από μεγάλες αποστάσεις με βύθιση τον τουρκικό στόλο, παρά την προσθήκη πανάκριβων πλατφορμών.
Πρέπει να αναγνωριστεί ότι η έλευση των Rafale έχει προσθέσει μια επιχειρησιακά εξόχως ποιοτική και ψυχολογικά καταλυτική παράμετρο. Η ταχύτητα απόκτησης και των μαχητικών και των φρεγατών έχει σημασία, σε συνδυασμό με την προστιθέμενη αξία του ελληνογαλλικού συμφώνου αμυντικής συνδρομής. Και οι δύο αυτοί παράγοντες ενισχύουν την αποτροπή.
Χαρακτηριστική αδιαφορία στα φθηνά και ελληνικά…
Δυο λόγια καταληκτικά για τις μη επανδρωμένες πλατφόρμες. Καλά τα μακροπρόθεσμα εξοπλιστικά προγράμματα που ελπίζουμε να παράξουν αποτελεσματικές λύσεις στο μέλλον. Αυτό που είναι αδικαιολόγητο, είναι η ολιγωρία προώθησης λύσεων που ήδη υπάρχουν. Το ελληνικό UAV «Αρχύτας» υπάρχει και πετάει με το Πολεμικό Ναυτικό. Και η τουλάχιστον περίεργη υιοθέτηση του ιδίου ονόματος για το πρόγραμμα που βρίσκεται εν εξελίξει με την εμπλοκή της ΕΑΒ και πανεπιστημίων, είναι εντελώς αδιάφορη όταν σημασία έχει το αποτέλεσμα.
Εάν το εν λόγω UAV κάνει τη δουλειά για την οποία αναπτύχθηκε, για ποιο λόγο δεν βρίσκεται ήδη σε παραγωγή ώστε να έχουν εξοπλιστεί τα πλοία του Στόλου; Και για να μη μασάμε τα λόγια μας, οποιαδήποτε άλλη «πολιτική» αιτία πέραν της επιχειρησιακής, ισοδυναμεί με καραμπινάτη ολιγωρία σε μια εποχή όπου το εθνικώς επείγον επιστρατεύεται ως δικαιολογία πολύ συχνά.
Τα ίδια ισχύουν και για το μη επανδρωμένο όχημα επιφανείας που έχει φέρει εξαιρετικά αποτελέσματα σε ΝΑΤΟϊκές ασκήσεις και ευλόγως εικάζεται και σε εθνικές ασκήσεις. Πόσα χρόνια χρειάζεται η χώρα για να κινηθεί για να το αξιοποιήσει; Όταν μάλιστα υπάρχουν και τα αμυντικά προϊόντα και η τεχνογνωσία για να το καταστήσουν το λιγότερο ένα εξαιρετικό γρανάζι της ναυτικής ισχύος;
Επειδή στο τραπέζι ήδη υπάρχουν πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια για προμήθειες μη επανδρωμένων πλατφορμών, είναι από αστείο έως εθνικώς απαράδεκτο να μην έχει ακόμα επενδυθεί το πολύ μικρό αναλογικά ποσό που απαιτείται και να έχει ζητηθεί από την εγχώρια βιομηχανία να κινηθεί με την ταχύτητα της αστραπής, δουλεύοντας τρεις βάρδιες το 24ωρο για να φέρει αποτέλεσμα. Χρειάζεται να περάσουμε σε λεπτομέρειες;
Δημοσίευση σχολίου