Μαργαρίτης Γιώργος
Οι στρατοί που γεννιούνται μέσα σε επαναστάσεις έχουν ένα πλεονέκτημα απέναντι στους αντιπάλους τους. Είναι μαζικοί και ενθουσιώδεις, διότι η δυναμική των επαναστατικών ημερών, η ιδεολογία και η πίστη που απορρέουν από αυτή, φέρνει άφθονο ανθρώπινο δυναμικό στα πεδία των μαχών και του προσδίδει, αν όχι στο τεχνικό επίπεδο, μαχητική αξία, που διαμορφώνει ένα είδος πολέμου, όχι αυτόν που διεξάγεται από επαγγελματίες του πολέμου.
Στην Γαλλική Επανάσταση οι εθελοντές στρατιώτες του “έτους 2” έπεφταν με ορμή πάνω στην εχθρική παράταξη, διασπώντας θεαματικά τις γραμμές των επαγγελματιών του πολέμου, των μαχητών του παλαιού καθεστώτος, διαλύοντας τους στρατούς των αριστοκρατών και των βασιλέων. Ο Ναπολέοντας στηριγμένος στη Levee en Masse, στην γενική επιστράτευση, κέρδιζε τους πολέμους επειδή, πολύ απλά, είχε άφθονο πλεόνασμα ανθρώπινων πόρων, αναλώσιμους δηλαδή στρατιώτες.
Το ίδιο έγινε, πολλά χρόνια αργότερα, με τον Κόκκινο Στρατό της Ρωσικής Επανάστασης. Στον πολυετή Εμφύλιο (1918-1922) οι Κόκκινοι νικούσαν εύκολα τα αντίπαλα στρατεύματα των “Λευκών” και των ξένων εισβολέων, καθώς τροφοδοτούνταν συνεχώς με εκατομμύρια πρόθυμων πολεμιστών, που ο επαναστατικός ενθουσιασμός ήταν η κυριότερη στρατιωτική τους παιδεία.
Ο τρόπος αυτός διεξαγωγής του πολέμου, ας τον ορίσουμε ως “επαναστατικό”, είχε όμως σοβαρό μειονέκτημα. Η φθορά των αναλώσιμων, μπορεί να έδινε βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, αλλά δεν μπορούσε από μόνη της να διαρκέσει πολύ. Οι σοβαρές απώλειες των επιθετικών κινήσεων και των εφόδων αραίωναν τις τάξεις των ενθουσιωδών στρατεύσιμων και, προοδευτικά, άμβλυναν το κυριότερο όπλο τους: τον ενθουσιασμό. Χρειαζόταν κάτι παραπάνω για να έχει διάρκεια η απόδοση αυτών των στρατών.
Το “ιερό” όπλο των μεγάλων μαχών
Αυτό το κάτι παραπάνω –στις δύο περιπτώσεις που εξετάζουμε– ήταν το πυροβολικό. Η φθορά δηλαδή των αντίπαλων γραμμών κάτω από το βάρος ισχυρών πυρών σε τρόπο ώστε να περιορίζεται, ή να εκμηδενίζεται η δυνατότητά τους να βάλλουν οργανωμένα πυρά απέναντι στο επερχόμενο πεζικό. Η παλιά ιδέα του Γουσταύου Αδόλφου βρήκε στις επαναστατικές αυτές καταστάσεις την πλήρη της ανάπτυξη και εφαρμογή.
Για το λόγο αυτό το βασικό, το σχεδόν “ιερό” όπλο τόσο των στρατιών του Ναπολέοντα, όσο και του Κόκκινου Στρατού ήταν το πυροβολικό. Δεν ήταν αποκλειστικό χαρακτηριστικό των επαναστατικών πολέμων. Όπου υπήρχε μαζική συμμετοχή πολιτών στον πόλεμο το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε. Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ρίχτηκαν στα πεδία των μαχών 60 εκατομμύρια Ευρωπαίοι, το πυροβολικό γνώρισε την αποθέωσή του. Καθώς δεν έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, επειδή όλοι οι αντιμαχόμενοι είχαν υιοθετήσει την ίδια μορφή πολέμου, η κυριαρχία του όπλου άρχισε να αμφισβητείται στα 1917-1918 με την εμφάνιση των “ειδικών δυνάμεων” (Sturmtruppe) και των αρμάτων μάχης.
Την επαναστατική παράδοση κράτησε ο Κόκκινος Στρατός, που κέρδισε τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο βασιζόμενος σε τρομερές συγκεντρώσεις πυροβολικού που άνοιγαν τον δρόμο σε τολμηρές διεισδύσεις. Εκεί μάλιστα εμφανίστηκαν και τεχνικές καινοτομίες που διεύρυναν την έννοια του πυροβολικού: για παράδειγμα τα ρουκετοβόλα “Κατιούσες”, πρόδρομοι των σημερινών καταστροφικών πυραυλικών όπλων.
Οι επαγγελματίες του πολέμου
Οι στρατοί του Ψυχρού Πολέμου δεν ξέφευγαν σημαντικά από την παλιά συνταγή. Οι στρατιές του πολέμου αυτού ήταν μαζικοί στρατοί, βασισμένοι στην καθολική στρατιωτική θητεία και στην επιστράτευση όσου ανθρώπινου δυναμικού επέτρεπαν οι οικονομικές και τεχνικές δυνατότητες μιας χώρας. Εκατομμύρια στρατιώτες, δεκάδες χιλιάδες τεθωρακισμένα να τους μεταφέρουν με κάποια στήριξη και προστασία και χιλιάδες χιλιάδων πυροβόλα κάθε μορφής και είδους για να φθείρουν τις μαζικές εφόδους του εχθρού. Ευτυχώς, τίποτε από αυτά δεν χρειάστηκε να δοκιμαστεί σε έναν παγκόσμιο πόλεμο.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου προκάλεσε στο στρατιωτικό πεδίο μια ανατροπή ανάλογη με εκείνη που έφερε η Παλινόρθωση στα 1815: οι στρατοί μίκρυναν, έγιναν επαγγελματικοί ή και “ιδιωτικοί”, “καθεστωτικοί” περισσότερο κι όχι εθνικοί, με τις σύγχρονες προδιαγραφές των όρων. Με άλλα λόγια, αποτελούνταν κυρίως από επαγγελματίες του πολέμου. Η τάση αυτή, στα τριάντα χρόνια της “νέας εποχής”, απέκτησε, στον πολεμοχαρή Δυτικό Κόσμο, και τεχνικό –εκτός από πολιτικό– υπόβαθρο: με κοινωνίες που έχουν διάμεσο ηλικίας τα 40-50 έτη, δεν μπορείς να σκέφτεσαι μαζικούς στρατούς και ανθρωποσφαγές στα πεδία των μαχών. Έτσι οι στρατοί έγιναν “ειδικών δυνάμεων” και λοιπών επαγγελματιών του πολέμου, μη εξαιρουμένων των μισθοφόρων. Πάντοτε στην ιστορία, εξάλλου, μαζί πήγαιναν αυτά, όπως το διαπίστωνε και ο Μακιαβέλι.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε στο τέλος αυτής της γενικής συγκυρίας. Ο πόλεμος αυτός είναι κλασσικός, με την έννοια ότι γίνεται μεταξύ κρατών που είναι ή που επιθυμούν να είναι εθνικά κράτη. Σε τέτοιου είδους πολέμους, το παλαιό καιρό, την διεξαγωγή του πολέμου την αναλάμβανε το Έθνος, το σύνολο δηλαδή των πολιτών που έχουν τις προδιαγραφές του πολεμιστή – όλων εν δυνάμει. Δεν μπορεί να γίνει το ίδιο σήμερα στον τρέχοντα πόλεμο.
Ας αφήσουμε κατά μέρος την δευτερεύουσα τεχνική εξήγηση. Μια ματιά στην πυραμίδα ηλικιών της Ουκρανίας και της Ρωσίας κάνει κατανοητό το τι εννοώ. Το κύριο επίπεδο, όμως, βρίσκεται στο πολιτικό πεδίο. Οι εκατέρωθεν στρατοί είναι “καθεστωτικοί”, επαγγελματικοί, προσαρμοσμένοι στα μέτρα της νέας “Παλινόρθωσης”. Ως εκ τούτου είναι αριθμητικά περιορισμένοι και διοικητικά πολυτεμαχισμένοι σε “ειδικά σώματα”, όπως περίπου ήταν οι στρατοί του Καρόλου Χ στην μετά τον Ναπολέοντα Γαλλία. Με αυτούς τους στρατούς μπορεί κανείς να κάνει “ειδικές στρατιωτικές επιχειρήσεις”, όπως λόγου χάρη η γαλλική επέμβαση στην Ισπανία στα 1823. Δεν μπορεί, όμως, κανείς να κάνει πόλεμο.
“Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση”
Για τον λόγο αυτό στην σημερινή Ουκρανία τα πράγματα εξελίσσονται με έναν παράδοξο, στον εξωτερικό παρατηρητή, τρόπο. Ο πόλεμος ξεκίνησε με τα χαρακτηριστικά του μετά το 1989-90 κόσμου ή –αν προτιμάτε– με τα χαρακτηριστικά των πολέμων στις εποχές Παλινόρθωσης. “Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση” ονομάστηκε η ρωσική εισβολή και με οργή απορρίφθηκε οποιαδήποτε αναφορά σε πόλεμο.
Η μορφή της εισβολής έμοιαζε περισσότερο με “αστυνομική επιχείρηση” ειδικών “εκλεκτών” δυνάμεων δηλαδή. Απομίμηση των “δυτικών” μεθόδων, όπως αυτές που σχολίασε δηκτικά η αμερικανική ταινία Black Hawk Down στα 2001. Εισβολή με 120.000 άνδρες σε χώρα 40.000.000 κατοίκων! Η αναλογία αυτή, όπως και το όλο πνεύμα της επιχείρησης, ευνόησε τον οργανωμένο με τον ίδιο “καθεστωτικό” τρόπο στρατό της Ουκρανίας. Στρατό ειδικών δυνάμεων, στον οποίο συμμετέχουν και οι εξίσου “ειδικές” ως προς τα πολιτικά τους χαρακτηριστικά ιδίως παραστρατιωτικές μονάδες. Οι επαγγελματίες Ρώσοι στρατιωτικοί κατέλαβαν εδάφη μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν ότι δεν μπορούν, με αυτό τον τρόπο να κερδίσουν τον πόλεμο.
Επί έναν μήνα και δεκαπέντε ημέρες επικράτησε αυτό το είδος του πολέμου που μάλιστα τροφοδοτήθηκε με νέα στοιχεία που τον οδήγησαν στα όρια της απόδοσής του. Μισθοφόροι, νεοναζί και “συμβασιούχοι” από την μία πλευρά, Τσετσένοι και εταιρικοί της Wagner από την άλλη. Αφού όλα αυτά δοκιμάστηκαν ο πόλεμος έφτασε σε αδιέξοδο. Και η ρωσική πλευρά το αντιλήφθηκε με επώδυνο τρόπο.
Η αλλαγή τακτικής
Ακολούθησε μια προσπάθεια αναστροφής. Στο πρακτικό επίπεδο το μέτωπο περιορίστηκε σε τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις διαθέσιμες δυνάμεις. Εγκαταλείφθηκαν εκατοντάδες χιλιόμετρα γραμμών επαφής με τον εχθρό, ολόκληρο το βόρειο πεδίο του πολέμου. Οι ρωσικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν σε πιο στενό μέτωπο –πάλι αγγίζει ίσως τα χίλια χιλιόμετρα– και επιχείρησαν να συγκροτήσουν τις στρατηγικές συγκεντρώσεις που θα τους επέτρεπαν να προχωρήσουν σε κλασσικό πόλεμο είτε φθοράς, είτε ελιγμών.
Το πυροβολικό κάθε είδους δραστικότητας και βεληνεκούς επανήλθε στο προσκήνιο και μάλλον έγινε το κυριότερο όπλο του ρωσικού στρατού, όσον αφορά τις απώλειες που προκαλεί στον εχθρό. Στη “στρατηγική” πλευρά του πολέμου οι στόχοι εκλογικεύθηκαν: κέντρα επεξεργασίας και αποθήκευσης καυσίμων και σιδηροδρομικοί κόμβοι συγκέντρωσαν την προσοχή του πυραυλικού και αεροπορικού οπλοστασίου της Ρωσίας.
Μερικές ημέρες μετά την αναστροφή το αποτέλεσμα δεν εντυπωσιάζει. Η συνταγή “απομίμησης” των μεθόδων του Κόκκινου Στρατού δεν αποδίδει, καθώς είναι μερική και ψευδεπίγραφη. Στην επαναστατική εκδοχή του πολέμου το πυροβολικό φθείρει τον αντίπαλο και δημιουργεί ευκαιρίες σε έναν μαζικό στρατό επίστρατων και εφέδρων. Στην περίπτωση της Ουκρανίας το μεν πρώτο στοιχείο υπάρχει και, αν κρίνουμε από τις αποσπασματικές εικόνες που έρχονται από τα πεδία των μαχών, φέρνει κάποια αποτελέσματα. Απουσιάζει, όμως, εκκωφαντικά το δεύτερο στοιχείο. Οι στρατιώτες, που θα εκμεταλλευθούν την φθορά του εχθρού και θα φέρουν την επιτυχία, απλά δεν βρίσκονται εκεί. Οι Ρώσοι εξακολουθούν να πολεμούν με επαγγελματικά ή μισθοφορικά σώματα και οι αριθμοί τους δεν βελτιώθηκαν θεαματικά: ίσως κινούνται στο ύψος των διακοσίων χιλιάδων.
Το πρόβλημα του Πούτιν
Το μέτρο σύγκρισης πιέζει για νέες κινήσεις. Η απόδοση των στρατών που συγκροτήθηκαν στην βάση της γενικής επιστράτευσης, είναι πολλαπλάσια αποτελεσματικότερη από εκείνη των επαγγελματιών του πολέμου. Αναφέρομαι στις μονάδες που συγκροτήθηκαν με εφέδρους στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ. Για τους ιθύνοντες της Μόσχας αυτό είναι πρόκληση και μαζί πρόσκληση. Τα αδιέξοδα δεν μπορούν να ξεπεραστούν εάν δεν ριχτούν στην μάχη μονάδες εφέδρων, επιστρατευμένων πολιτών. Τότε μόνο η ανάσυρση των παραδόσεων του Κόκκινου Στρατού μπορεί να αποδώσει.
Μια τέτοια κίνηση είναι ουσιαστικά πολιτική. Όταν αντλείς το στρατιωτικό σου δυναμικό από την κοινωνία τότε κάνεις την κοινωνία συνδιαχειριστή του πολέμου και εμμέσως συμμέτοχο στην λήψη πολιτικών αποφάσεων. Πρέπει να συνδιαλλαγείς μαζί της. Το όπλο που θα δώσεις στους επίστρατους δεν είναι ψήφος. Την τελευταία μπορεί να την διαχειριστεί σε όφελός του και το πιο ολιγαρχικό καθεστώς – το πρώτο δεν μπορεί να το ελέγξει. Στην ουσία για να κερδίσει τον πόλεμο το καθεστώς της Μόσχας πρέπει να αλλάξει πολιτικά χαρακτηριστικά. Εδώ είναι το δύσκολο πέρασμα. Στην Ελλάδα το γνωρίζουμε καλά από τις μαύρες ημέρες του 1974.
Οι ιθύνοντες της Μόσχας βρίσκονται μπροστά σε μια κομβική επιλογή. Δεν πρόκειται απλά για αλλαγή των χαρακτηριστικών του καθεστώτος. Πρόκειται για αλλαγή εποχής. Θα πρέπει να απαλλαγούν από την λογική της Παλινόρθωσης και τα αδιέξοδα που την συνοδεύουν. Δεν είναι απαραίτητο να επιστρέψουν στις επαναστατικές ημέρες του 1917. Η ρωσική κοινωνία μπόρεσε να το κάνει αυτό στα 1812, στις ημέρες του Κουτούζωφ. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο να το κάνει σήμερα, ειδικά εάν η εμπλοκή του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ γενικευθεί και δημιουργήσει την εντύπωση πανστρατιάς κατά της Ρωσίας.
Λέμε, όμως, “θα ήταν πιο εύκολο να το κάνει σήμερα”, αλλά σε τελευταία ανάλυση το καθεστώς της Μόσχας είναι μέρος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Και ως τέτοιο μοιράζεται μαζί του τα αδιέξοδα και τις ιδεοληψίες του.
Δημοσίευση σχολίου