Ηλιόπουλος Γιώργος
Την τελευταία περίοδο, ο Τούρκος πρόεδρος επιδίδεται σε ένα φρενήρη αγώνα διπλωματικών επαφών, επιχειρώντας την αποκατάσταση των σχέσεων της χώρας του με τους γείτονές της. Παράλληλα, η Τουρκία επιχειρεί, σοβούσης της κρίσης στην Ουκρανία, να αναδειχθεί στον κύριο διαμεσολαβητή μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, με σκοπό αφενός μεν μία ειρηνική διευθέτηση των διαφορών Ουκρανών και Ρώσων, αφετέρου την δική της διπλωματική αναβάθμιση στη Δύση.
Αναμφίβολα, ο Ερντογάν υλοποιεί ένα σχέδιο δημιουργίας και διαχείρισης αντιλήψεων, με κύριο αποδέκτη το εσωτερικό του ακροατήριο. Ο αθέατος στόχος του, όμως, εστιάζεται σε πρώτη φάση στην διάσωση της κεντρικής του τράπεζας και σε δεύτερη στην σωτηρία της τουρκικής οικονομίας. Η καταστροφική συναλλαγματική κρίση στην Τουρκία, εξωθεί την Άγκυρα στον εναγκαλισμό της με το Πεκίνο, μέσω των εμπορικών συναλλαγών των δύο πλευρών.
Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία βιώνει μία νομισματική κρίση που εξελίσσεται σε χρηματοοικονομική, ορισμένοι βιομηχανικοί τομείς της εμφανίζουν μία απότομη ανάκαμψη, προσεγγίζοντας επίπεδα ανώτερα από το 50%, σε σχέση με τα ανάλογα προ της πανδημίας. Μία ανάκαμψη αυτής μορφής εν μέσω κρίσης προκαλεί έκπληξη και απορίες, πλην όμως υπάρχει μία απλή εξήγηση. Η ανάκαμψη δεν σχετίζεται με την Τουρκία, αλλά με την Κίνα, από την οποία οι μεταποιητικές τουρκικές μονάδες εισάγουν κυρίως μηχανολογικό εξοπλισμό και ημιτελή προϊόντα, τα οποία εξάγονται στην τελική τους μορφή κυρίως στην Ευρώπη.
Ο εναγκαλισμός με την Κίνα
Η συγκεκριμένη εξέλιξη αυξάνει όμως απότομα την εξάρτηση της χώρας από το Πεκίνο και εξηγεί τον λόγο, για τον οποίο η Άγκυρα αποφεύγει να συμμετάσχει στην επιχείρηση διπλωματικής δολιοφθοράς των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στην Κίνα που οργανώνουν οι ΗΠΑ, με αφορμή την καταπίεση των Ουιγούρων από τις κινεζικές αρχές και την παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων στις περιοχές τους.
Ο σχεδιασμός των κινεζικών ομίλων διευκολύνεται δραστικά λόγω της διαφοράς του κόστους εργασίας. Ενώ στην Κίνα η εργατοώρα κοστίζει 3,60 δολάρια, στην Τουρκία έχει κόστος ακόμα και μετά τις αυξήσεις των κατώτατων αμοιβών στα τέλη του 2021, μόλις 1,52 δολάρια. Ταυτόχρονα, από τις αρχές του 2019 η τουρκική λίρα έχει απωλέσει σχεδόν τα δύο τρίτα της αξίας της έναντι του κινεζικού νομίσματος και από το 1,281:1 (γουάν προς λίρα) με την έναρξη του 2019, υποχωρεί στο 0,468:1 με την έναρξη του 2022.
Η απροσδόκητη αντοχή σημαντικού μέρους της τουρκικής βιομηχανίας, προδίδει την κινέζική μεθοδολογία για την διαμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας, με τις πανίσχυρες κινεζικές εφοδιαστικές αλυσίδες να υποστηρίζουν όχι μόνον τις εκπληκτικές επιδόσεις της χώρας στο διεθνές εμπόριο, αλλά και να κινούν το εμπόριο των γειτόνων της στην Ασία, σε ένα στιβαρά ολοκληρωμένο εμπορικό δίκτυο. Στο περιβάλλον αυτό η Τουρκία εμφανίζεται με ένα εθνικό νόμισμα που έχει απωλέσει από το 2018 περισσότερο από 50% έναντι του δολαρίου και με την σχέση κόστους παραγωγής έναντι πιθανής παύσης πληρωμών στο συναλλαγματικό της χρέος να ανέρχεται πλέον σε πέντε μονάδες έναντι δύο της Βραζιλίας που αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα.
Όμως κατά την διάρκεια της τελευταίας διετίας έχει υπερδιπλασιάσει τις εισαγωγές της από την Κίνα, αυξάνοντας όμως το έλλειμμά της στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που τριπλασιάζεται στο τελευταίο δωδεκάμηνο. Τα επίσημα στοιχεία της τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας πιστοποιούν αύξηση του εξωτερικού της χρέους, αλλά η τριγωνική σχέση Ευρώπης-Κίνας-Τουρκίας της επιτρέπει να διατηρεί προσβάσεις σε σωτήριες πιστώσεις, που δεν συμπεριλαμβάνονται στον επίσημο ισολογισμό της Κεντρικής της Τράπεζας.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη αυξάνει όμως απότομα την εξάρτηση της χώρας από το Πεκίνο και εξηγεί τον λόγο, για τον οποίο η Άγκυρα αποφεύγει να συμμετάσχει στην επιχείρηση διπλωματικής δολιοφθοράς των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στην Κίνα που οργανώνουν οι ΗΠΑ, με αφορμή την καταπίεση των Ουιγούρων από τις κινεζικές αρχές και την παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων στις περιοχές τους.
Ο σχεδιασμός των κινεζικών ομίλων διευκολύνεται δραστικά λόγω της διαφοράς του κόστους εργασίας. Ενώ στην Κίνα η εργατοώρα κοστίζει 3,60 δολάρια, στην Τουρκία έχει κόστος ακόμα και μετά τις αυξήσεις των κατώτατων αμοιβών στα τέλη του 2021, μόλις 1,52 δολάρια. Ταυτόχρονα, από τις αρχές του 2019 η τουρκική λίρα έχει απωλέσει σχεδόν τα δύο τρίτα της αξίας της έναντι του κινεζικού νομίσματος και από το 1,281:1 (γουάν προς λίρα) με την έναρξη του 2019, υποχωρεί στο 0,468:1 με την έναρξη του 2022.
Η απροσδόκητη αντοχή σημαντικού μέρους της τουρκικής βιομηχανίας, προδίδει την κινέζική μεθοδολογία για την διαμόρφωση της παγκόσμιας οικονομίας, με τις πανίσχυρες κινεζικές εφοδιαστικές αλυσίδες να υποστηρίζουν όχι μόνον τις εκπληκτικές επιδόσεις της χώρας στο διεθνές εμπόριο, αλλά και να κινούν το εμπόριο των γειτόνων της στην Ασία, σε ένα στιβαρά ολοκληρωμένο εμπορικό δίκτυο. Στο περιβάλλον αυτό η Τουρκία εμφανίζεται με ένα εθνικό νόμισμα που έχει απωλέσει από το 2018 περισσότερο από 50% έναντι του δολαρίου και με την σχέση κόστους παραγωγής έναντι πιθανής παύσης πληρωμών στο συναλλαγματικό της χρέος να ανέρχεται πλέον σε πέντε μονάδες έναντι δύο της Βραζιλίας που αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα.
Όμως κατά την διάρκεια της τελευταίας διετίας έχει υπερδιπλασιάσει τις εισαγωγές της από την Κίνα, αυξάνοντας όμως το έλλειμμά της στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που τριπλασιάζεται στο τελευταίο δωδεκάμηνο. Τα επίσημα στοιχεία της τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας πιστοποιούν αύξηση του εξωτερικού της χρέους, αλλά η τριγωνική σχέση Ευρώπης-Κίνας-Τουρκίας της επιτρέπει να διατηρεί προσβάσεις σε σωτήριες πιστώσεις, που δεν συμπεριλαμβάνονται στον επίσημο ισολογισμό της Κεντρικής της Τράπεζας.
Στην άκρη οι Ουιγούροι
Η Τουρκία εισάγει για να έχει την δυνατότητα να εξάγει και παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση γενικά μειώνεται κατά το 2021, οι εισαγωγές σε μηχανολογικό εξοπλισμό και ημιτελή προϊόντα αυξάνονται δραστικά, με συνέπεια η συνεπακόλουθη εξαγωγή τους σε μορφή τελικών προϊόντων να προκαλέσει άνοδο κατά 32% των τουρκικών εξαγωγών κατά την ίδια περίοδο. Η ανάλυση του Τουρκικού Ινστιτούτου Στατιστικής των συναλλαγών ανά χώρα, αποκαλύπτει πως η μερίδα του λέοντος των εισαγωγών της Τουρκίας ανήκει στην Ρωσία, κυρίως λόγω του αυξημένου κόστους της ενέργειας, και στην Κίνα.
Από την άλλη πλευρά οι εξαγωγές εμφανίζουν μία εκπληκτικά διαφορετική εικόνα, στην οποία η Ευρώπη παρουσιάζεται να απορροφά περισσότερο από το 50% του συνόλου των τουρκικών εξαγωγών. Μάλιστα το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Τουρκίας με την Κίνα διαμορφώνεται κατά το 2021 στα 27 δισ. δολάρια, έναντι των 20 δισ. του 2020, αυξημένο κατά 35%.
Ταυτόχρονα οι διογκούμενες επικοινωνιακά εντάσεις μεταξύ Κίνας και Τουρκίας, με αφορμή το ζήτημα των Ουιγούρων, έχουν την αφετηρία του στους θρησκευτικά συντηρητικούς πολιτικούς του καθεστώτος Ερντογάν και στους κύκλους των ακραίων εθνικιστών (Γκρίζοι Λύκοι), αλλά δεν πρόκειται να αποτελέσουν σοβαρό πρόβλημα. Οι οικονομικοί και οι επιχειρηματικοί κύκλοι στην Τουρκία αντιλαμβάνονται πως η Κίνα διαθέτει τα μέσα για να αποτελέσει την βάση της τουρκικής ανάπτυξης και να αποτρέψει μία κατάρρευση τύπου Βενεζουέλας, οπότε η βίαια ενσωμάτωση των Ουιγούρων στο κινέζικό κοσμικό πολιτισμικό “γίγνεσθαι”, μάλλον τους αφήνει αδιάφορους.
Οι Αμερικανοί στρατηγικοί αναλυτές ευελπιστούν πως η Τουρκία θα αποτελέσει ένα αντίβαρο στην αυξανόμενη επιρροή του σινορωσικού διπόλου στην δυτική Ασία, παραβλέποντας το γεγονός ότι χωρίς την Κίνα η τουρκική οικονομία θα ακολουθήσει την μοίρα της, ανάλογη με αυτή της Βενεζουέλας. Εμφανίζονται επίσης να αδιαφορούν για το γεγονός ότι η στάση της Τουρκίας στην κρίση της Ουκρανίας επηρεάζεται άμεσα από την συμπεριφορά της Κίνας. Περιθωριοποιούν σε σημασία ταυτόχρονα το γεγονός ότι το Πεκίνο ελέγχει πλέον τους μοχλούς που παρέχουν την δυνατότητα στο κόμμα του Τούρκου προέδρου να διατηρήσει κατά το δυνατόν το μεγαλύτερο μέρος της επιρροής του στο εκλογικό σώμα, χωρίς περαιτέρω εξασθένιση της ισχύος του, παρά τις οδυνηρές οικονομικές αντιξοότητες.
Η Τουρκία εισάγει για να έχει την δυνατότητα να εξάγει και παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση γενικά μειώνεται κατά το 2021, οι εισαγωγές σε μηχανολογικό εξοπλισμό και ημιτελή προϊόντα αυξάνονται δραστικά, με συνέπεια η συνεπακόλουθη εξαγωγή τους σε μορφή τελικών προϊόντων να προκαλέσει άνοδο κατά 32% των τουρκικών εξαγωγών κατά την ίδια περίοδο. Η ανάλυση του Τουρκικού Ινστιτούτου Στατιστικής των συναλλαγών ανά χώρα, αποκαλύπτει πως η μερίδα του λέοντος των εισαγωγών της Τουρκίας ανήκει στην Ρωσία, κυρίως λόγω του αυξημένου κόστους της ενέργειας, και στην Κίνα.
Από την άλλη πλευρά οι εξαγωγές εμφανίζουν μία εκπληκτικά διαφορετική εικόνα, στην οποία η Ευρώπη παρουσιάζεται να απορροφά περισσότερο από το 50% του συνόλου των τουρκικών εξαγωγών. Μάλιστα το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Τουρκίας με την Κίνα διαμορφώνεται κατά το 2021 στα 27 δισ. δολάρια, έναντι των 20 δισ. του 2020, αυξημένο κατά 35%.
Ταυτόχρονα οι διογκούμενες επικοινωνιακά εντάσεις μεταξύ Κίνας και Τουρκίας, με αφορμή το ζήτημα των Ουιγούρων, έχουν την αφετηρία του στους θρησκευτικά συντηρητικούς πολιτικούς του καθεστώτος Ερντογάν και στους κύκλους των ακραίων εθνικιστών (Γκρίζοι Λύκοι), αλλά δεν πρόκειται να αποτελέσουν σοβαρό πρόβλημα. Οι οικονομικοί και οι επιχειρηματικοί κύκλοι στην Τουρκία αντιλαμβάνονται πως η Κίνα διαθέτει τα μέσα για να αποτελέσει την βάση της τουρκικής ανάπτυξης και να αποτρέψει μία κατάρρευση τύπου Βενεζουέλας, οπότε η βίαια ενσωμάτωση των Ουιγούρων στο κινέζικό κοσμικό πολιτισμικό “γίγνεσθαι”, μάλλον τους αφήνει αδιάφορους.
Οι Αμερικανοί στρατηγικοί αναλυτές ευελπιστούν πως η Τουρκία θα αποτελέσει ένα αντίβαρο στην αυξανόμενη επιρροή του σινορωσικού διπόλου στην δυτική Ασία, παραβλέποντας το γεγονός ότι χωρίς την Κίνα η τουρκική οικονομία θα ακολουθήσει την μοίρα της, ανάλογη με αυτή της Βενεζουέλας. Εμφανίζονται επίσης να αδιαφορούν για το γεγονός ότι η στάση της Τουρκίας στην κρίση της Ουκρανίας επηρεάζεται άμεσα από την συμπεριφορά της Κίνας. Περιθωριοποιούν σε σημασία ταυτόχρονα το γεγονός ότι το Πεκίνο ελέγχει πλέον τους μοχλούς που παρέχουν την δυνατότητα στο κόμμα του Τούρκου προέδρου να διατηρήσει κατά το δυνατόν το μεγαλύτερο μέρος της επιρροής του στο εκλογικό σώμα, χωρίς περαιτέρω εξασθένιση της ισχύος του, παρά τις οδυνηρές οικονομικές αντιξοότητες.
Δημοσίευση σχολίου