Λυγερός Σταύρος
Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι συζήτησαν ακριβώς Μητσοτάκης-Ερντογάν με υπέροχη θέα τον Βόσπορο, αλλά εάν κρίνουμε από αυτά που ανακοινώθηκαν και τα όσα πρόσθετα ειπώθηκαν στους δημοσιογράφους, δεν είναι δύσκολο να εξαχθεί ένα πρώτο συμπέρασμα: Επανεκκινεί ο ελληνοτουρκικός διάλογος, που στην πραγματικότητα οδηγείται σε διαπραγμάτευση επί της τουρκικής επεκτατικής ατζέντας.
Ο πρωθυπουργός είπε ότι οι δύο πλευρές εξέφρασαν τις πάγιες εθνικές θέσεις τους, αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο ίδιος, άλλωστε, έχει προ πολλού εγκαταλείψει τη διατύπωση για τη μία και μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ. Αναφέρεται σε “διαφορές”, όπως επίσης αναφέρεται και σε διαπραγμάτευση για την “οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών”. Οι όροι έχουν, βεβαίως, τη σημασία τους κι αυτό δεν περνάει απαρατήρητο από κανέναν.
Στις “θαλάσσιες ζώνες” εκτός της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ συμπεριλαμβάνονται και τα χωρικά ύδατα, πράγμα που σημαίνει πρόθεση διαπραγμάτευσης και για το εύρος των χωρικών υδάτων. Και για να είμαστε δίκαιοι, η Ελλάδα έχει ήδη διαπραγματευθεί με την Τουρκία το νόμιμο μονομερές δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια. Πριν 20 περίπου χρόνια, επί κυβέρνησης Σημίτη, οι διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο των άτυπων διερευνητικών επαφών, είχαν φθάσει να ορίζονται περιοχές υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ στο Αιγαίο, όπως και ελληνικά χωρικά ύδατα πολλαπλού εύρους (έξι, οκτώ και αλλού 12 μίλια) ανάλογα τον βαθμό γειτνίασης με τις τουρκικές ακτές.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στην τωρινή συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν. Το γεγονός ότι συζητήθηκαν όλες οι μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις προκύπτει από την ίδια την ανακοίνωση της τουρκικής Προεδρίας και υπονοήθηκε από την ελληνική πλευρά. Η τουρκική ανακοίνωση μπορεί να μην έχει τις ξεκάθαρες διατυπώσεις που είχαν οι δηλώσεις της Άγκυρας πριν τη συνάντηση, αλλά όταν αναφέρει ότι συζητήθηκαν τα “προβλήματα στο Αιγαίο”, προφανώς εννοεί και το ζήτημα υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ και το ζήτημα του εναερίου χώρου, και των “γκρίζων ζωνών” και της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Όταν η ανακοίνωση αναφέρει “μειονοτικά ζητήματα”, προφανώς εννοεί την μουσουλμανική (τουρκική κατά την Άγκυρα) μειονότητα στη Θράκη, δεδομένου ότι η ελληνορθόδοξη στην Πόλη, την Ίμβρο και την Τένεδο οι Τούρκοι έχουν φροντίσει εδώ και πολλές δεκαετίες να την διαλύσουν. Και βεβαίως όταν αναφέρονται στην “καταπολέμηση της τρομοκρατίας” εννοούν τον ισχυρισμό της Άγκυρας ότι η Αθήνα βοηθάει το κουρδικό PKK.
Μητσοτάκης-Ερντογάν: το “μενού”
Όπως έχω εξαρχής υπογραμμίσει και μόνο το γεγονός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός προσήλθε στη συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο, όταν η Άγκυρα είχε ήδη δημοσιοποιήσει την επεκτατική ατζέντα της εν όψει της συνάντησης, στη διπλωματία ισοδυναμεί με γκολ από τα αποδυτήρια. Κι αυτό, επειδή και μόνο η ελληνική συμμετοχή σε μία συνάντηση κορυφής που είχε στο “μενού” την τουρκική επεκτατική ατζέντα στέλνει το μήνυμα ότι η Αθήνα είναι διατεθειμένη να διαπραγματευθεί επ’ αυτής, ή τουλάχιστον τη νομιμοποιεί σαν θεμιτή τουρκική θέση, παρότι είναι εκτός διεθνούς δικαίου.
Κι αυτός είναι ο πρώτος στόχος της Άγκυρας, να νομιμοποιήσει πολιτικά τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της, μετατρέποντάς τις στα μάτια της διεθνούς κοινότητας σε διμερείς διαφορές, οι οποίες πρέπει να επιλυθούν με κάποιον συμβιβασμό. Προφανώς, όταν στο τραπέζι είναι μόνο ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, από τον οποιονδήποτε συμβιβασμό η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει και η Τουρκία μόνο να κερδίσει.
Η Άγκυρα προωθεί την επεκτατική ατζέντα της ως πακέτο. Ας θυμηθούμε τη δήλωση Τσαβούσογλου: «Είναι χρήσιμο να τα συζητήσουμε αυτά (τις τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις) ως πακέτο, όχι να επιλέξουμε ένα θέμα». Είχε προαναγγείλει, μάλιστα, εδώ και ένα χρόνο ότι το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών μετατρέπεται σε αιχμή του δόρατος της τουρκικής διπλωματίας: «Θα συνεχίσουμε να το διατηρούμε στην επικαιρότητα της διεθνούς κοινότητας. Ένας από τους σκοπούς των συνομιλιών είναι η επίλυση αυτού του προβλήματος».
Με νατοϊκή ρητορική
Ο Μητσοτάκης μίλησε περί “θετικής ατζέντας”, ότι “πρέπει να εστιάσουμε σ’ αυτά που μας ενώνουν όχι σ’ αυτά που μας χωρίζουν”, ότι οι δύο χώρες είναι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ και ως εκ τούτου πρέπει να έρθουν κοντά τώρα που η Δύση είναι σε ψυχρή σύγκρουση με τη Ρωσία. Η ρητορική αυτή, ωστόσο, μπορεί να ηχεί ευχάριστα στα αυτιά της Ουάσινγκτον και των Ευρωπαίων εταίρων, αλλά δεν έχει κανένα αντίκρισμα στα ελληνοτουρκικά. Και για να μην ξεχνιόμαστε, η απειλή για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας προέρχεται από την Τουρκία όχι από τη Ρωσία.
Δεν υπάρχει απόδειξη ότι η πρωτοβουλία του Έλληνα πρωθυπουργού να συναντήσει τον Τούρκο πρόεδρο προέκυψε κατόπιν αμερικανικής υπόδειξης, όπως ψιθυρίζουν ορισμένες διπλωματικές πηγές. Μπορούμε, ωστόσο, να πούμε με βεβαιότητα πως “κουμπώνει” απολύτως με τις τρέχουσες σκοπιμότητες της Ουάσινγκτον. Οι ΗΠΑ όχι μόνο θέλουν σ’ αυτή την κρίσιμη συγκυρία ήρεμο το ελληνοτουρκικό μέτωπο (όπως και η Αθήνα), αλλά και να προσφέρουν κάποιο (το προαναφερθέν) διπλωματικό “δώρο” στον Τούρκο πρόεδρο για να τον ρυμουλκήσουν στο δυτικό στρατόπεδο, απομακρύνοντάς τον από τη Ρωσία. Αυτός είναι ο λόγος που ο Μητσοτάκης πήγε στον Ερντογάν με νατοϊκή κι όχι ελληνοτουρκική ρητορική.
Η σύγκληση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας το φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη, όπως και η επανέναρξη διαπραγματεύσεων για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, σηματοδοτούν ουσιαστικά την ενεργοποίηση και πάλι του ήδη δοκιμασμένου πλαισίου ελληνοτουρκικού διαλόγου. Αυτό από μόνο του δεν είναι αρνητικό, αλλά είναι λάθος να μη διδασκόμαστε από την πείρα του παρελθόντος. Η Ιστορία διδάσκει, αλλά πρέπει και το ελληνικό πολιτικό σύστημα να θέλει να διδαχθεί.
Γιατί απέτυχαν
Από τη μεταπολίτευση μέχρι τώρα, όλες σχεδόν οι ελληνικές κυβερνήσεις επιχείρησαν –παρά το άγος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο– να βρουν τρόπο συνεννόησης με την Άγκυρα. Ακόμα και η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου το επιχείρησε με την “πολιτική Νταβός” το 1988. Ορισμένες, μάλιστα, ελληνικές κυβερνήσεις ήταν διατεθειμένες να κάνουν σοβαρές εκπτώσεις στα εθνικά συμφέροντα, προκειμένου να επιτύχουν μία συμφωνία επίλυσης των προβλημάτων και εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Όσοι επιμένουν μέχρι και σήμερα στην ίδια πολιτική, θα πρέπει να απαντήσουν το ερώτημα γιατί όσοι την ακολούθησαν απέτυχαν. Ο Κώστας Μητσοτάκης, ο Κώστας Σημίτης, η Ντόρα Μπακογιάννη (ως υπουργός Εξωτερικών), ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Αλέξης Τσίπρας και τελευταία ο Κυριάκος Μητσοτάκης μόνο αδιάλλακτοι και “τουρκοφάγοι” δεν ήταν. Αντιθέτως, είχαν δεχθεί πυρά για απαράδεκτες υποχωρήσεις. Γιατί, λοιπόν, όλοι αυτοί απέτυχαν;
Όποιος δεν θέλει να κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του, η απάντηση είναι ξεκάθαρη κι αναμφισβήτητη: Κανένας από τους παραπάνω δεν κατάφερε να φθάσει σε συμφωνία παρότι ήταν διατεθειμένος να κάνει σοβαρές παραχωρήσεις, επειδή η Άγκυρα ζητάει τόσα πολλά που μέχρι τώρα καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να δώσει. Δεν πρόκειται για συμπέρασμα. Πρόκειται για γεγονότα.
Ποια κυβέρνηση θα αποδεχθεί ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι συζητήσιμο, ότι υπάρχουν “γκρίζες ζώνες” στο Αιγαίο, ότι πρέπει να αποστρατιωτικοποιηθούν τα νησιά κι ότι η μουσουλμανική μειονότητα είναι τουρκική; Μέχρι τώρα καμία και ελπίζουμε πως δεν θα υπάρξει και στο μέλλον. Δημιουργεί, ωστόσο, ανησυχία η πρόσφατη δήλωση Μητσοτάκη ότι είναι πεπαλαιωμένα τα σοβιετικής προέλευσης πυραυλικά συστήματα, που είναι εγκατεστημένα στα νησιά. Ας ακούσει τους πλέον αρμόδιους, τους στρατηγούς, οι οποίοι χωρίς εξαίρεση υπογραμμίζουν πως αυτά τα πυραυλικά συστήματα είναι βασικός πυλώνας της άμυνας των νησιών.
Από τη μεταπολίτευση μέχρι τώρα, όλες σχεδόν οι ελληνικές κυβερνήσεις επιχείρησαν –παρά το άγος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο– να βρουν τρόπο συνεννόησης με την Άγκυρα. Ακόμα και η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου το επιχείρησε με την “πολιτική Νταβός” το 1988. Ορισμένες, μάλιστα, ελληνικές κυβερνήσεις ήταν διατεθειμένες να κάνουν σοβαρές εκπτώσεις στα εθνικά συμφέροντα, προκειμένου να επιτύχουν μία συμφωνία επίλυσης των προβλημάτων και εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Όσοι επιμένουν μέχρι και σήμερα στην ίδια πολιτική, θα πρέπει να απαντήσουν το ερώτημα γιατί όσοι την ακολούθησαν απέτυχαν. Ο Κώστας Μητσοτάκης, ο Κώστας Σημίτης, η Ντόρα Μπακογιάννη (ως υπουργός Εξωτερικών), ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Αλέξης Τσίπρας και τελευταία ο Κυριάκος Μητσοτάκης μόνο αδιάλλακτοι και “τουρκοφάγοι” δεν ήταν. Αντιθέτως, είχαν δεχθεί πυρά για απαράδεκτες υποχωρήσεις. Γιατί, λοιπόν, όλοι αυτοί απέτυχαν;
Όποιος δεν θέλει να κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του, η απάντηση είναι ξεκάθαρη κι αναμφισβήτητη: Κανένας από τους παραπάνω δεν κατάφερε να φθάσει σε συμφωνία παρότι ήταν διατεθειμένος να κάνει σοβαρές παραχωρήσεις, επειδή η Άγκυρα ζητάει τόσα πολλά που μέχρι τώρα καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να δώσει. Δεν πρόκειται για συμπέρασμα. Πρόκειται για γεγονότα.
Ποια κυβέρνηση θα αποδεχθεί ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι συζητήσιμο, ότι υπάρχουν “γκρίζες ζώνες” στο Αιγαίο, ότι πρέπει να αποστρατιωτικοποιηθούν τα νησιά κι ότι η μουσουλμανική μειονότητα είναι τουρκική; Μέχρι τώρα καμία και ελπίζουμε πως δεν θα υπάρξει και στο μέλλον. Δημιουργεί, ωστόσο, ανησυχία η πρόσφατη δήλωση Μητσοτάκη ότι είναι πεπαλαιωμένα τα σοβιετικής προέλευσης πυραυλικά συστήματα, που είναι εγκατεστημένα στα νησιά. Ας ακούσει τους πλέον αρμόδιους, τους στρατηγούς, οι οποίοι χωρίς εξαίρεση υπογραμμίζουν πως αυτά τα πυραυλικά συστήματα είναι βασικός πυλώνας της άμυνας των νησιών.
Δημοσίευση σχολίου