Γρίβας Κώστας
Μια ανατριχιαστική διαπίστωση είναι ότι στη δημόσια συζήτηση για την κρίση στην Ουκρανία και τις συνέπειες του εντεινόμενου ανταγωνισμού ΝΑΤΟ-Ρωσίας, το ζήτημα των πυρηνικών όπλων παραμένει πολύ χαμηλά. Γενικότερα, υπάρχει σήμερα μια τάση στη Δύση να θεωρείται ότι ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου εξαφανίστηκε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και δεν πρόκειται να επανέλθει. Στην πραγματικότητα, όμως, σήμερα είναι πιο εύκολο οι δύο πλευρές να διαβούν το πυρηνικό κατώφλι.
Ακόμη πιο εξωπραγματικές είναι οι απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες παρόμοιος κίνδυνος δεν υπήρξε ποτέ και τα πάντα λειτουργούσαν σε μια καλορυθμισμένη “ισορροπία του τρόμου”, η οποία καθιστούσε την ανταλλαγή πυρηνικών πληγμάτων αδύνατη. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Στην πραγματικότητα, περίπου κατά τύχη δεν οδηγηθήκαμε σε θερμοπυρηνικό ολοκαύτωμα στις δεκαετίες που μεσολάβησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Σε αντίθεση με την τρέχουσα αντίληψη, σήμερα υπάρχουν πιθανότητες να διαμορφωθεί στην Ευρώπη μια γεωστρατηγική πραγματικότητα πιο επικίνδυνη σε σχέση με το κοντινό παρελθόν, όσον αφορά την πιθανότητα ξεσπάσματος πυρηνικής αντιπαράθεσης. Αυτό ισχύει φυσικά σε βάθος χρόνου, σε περίπτωση που η κρίση στην Ουκρανία, ανεξαρτήτως του άμεσου αποτελέσματός της, σηματοδοτήσει μια ξεκάθαρη και μη αναστρέψιμη αντιπαράθεση μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Ασαφή πυρηνικά δόγματα
Κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο, ένας επιβαρυντικός παράγοντας είναι η ίδια η δραστική μείωση των πυρηνικών οπλοστασίων Ρωσίας και ΗΠΑ σε σχέση με τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Τα σημερινά πυρηνικά οπλοστάσια των δύο υπερδυνάμεων είναι κλάσμα αυτών που υπήρχαν στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό, ναι μεν εξαλείφει τις πιθανότητες ξεσπάσματος ενός πυρηνικού πολέμου διαστάσεων Αρμαγεδδώνος, που θα σήμαινε το τέλος της ανθρωπότητας, αλλά από την άλλη καθιστά πιο “λογική” την καταφυγή στα πυρηνικά όπλα, ακριβώς γιατί οι κίνδυνοι από τη χρήση τους μειώνονται.
Ένας άλλος παράγοντας είναι τα ασαφή πυρηνικά δόγματα που κυριαρχούν σήμερα και στη Ρωσία και στις ΗΠΑ. Ενώ η Σοβιετική Ένωση είχε ένα πυρηνικό δόγμα “μη πρώτης χρήσης” (no first use policy), δηλαδή προέβλεπε τη χρήση πυρηνικών όπλων μόνον σε περίπτωση που θα δεχόταν επίθεση με πυρηνικά όπλα, η μετασοβιετική Ρωσία κατέφυγε σε ένα πολύ ασαφές πυρηνικό δόγμα για να αντισταθμίσει εν μέρει την αποδόμηση της συμβατικής της ισχύος δια του πυρηνικού της οπλοστασίου.
Οι ΗΠΑ, για να αντιμετωπίσουν καινοφανείς απειλές, όπως θα ήταν μαζικά πλήγματα κυβερνοπολέμου που αναφέρονται με όρους όπως “cybergedon”, “πληροφορικό Περλ Χάρμπορ” ή “πληροφορικό Βατερλώ”, έχουν δηλώσει ότι η απάντησή τους σε συντριπτική κυβερνοεπίθεση θα είναι “κινητική” (kinetic), δηλαδή δια σκληρής ισχύος, μην αποκλείοντας ακόμη και τη χρήση πυρηνικών.
Το πυρηνικό κατώφλι
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα δόγματα περί περιορισμένης χρήσης μικρών πυρηνικών όπλων στην αρχή μιας σύγκρουσης, έτσι ώστε να επιτευχθεί παραλυτικό ψυχολογικό αποτέλεσμα στον αντίπαλο και να ξεκινήσει η διαδικασία της αποκλιμάκωσης από εκείνο το σημείο. Αυτή η στρατηγική αποκαλείται “κλιμάκωση με σκοπό την αποκλιμάκωση” (escalate to deescalate) και υποτίθεται –όπως υποστηρίζουν οι ΗΠΑ– ότι αποτελεί κομμάτι της ρωσικής πυρηνικής στρατηγικής. Βέβαια, οι Ρώσοι το αρνούνται.
Όμως, οι ΗΠΑ επιμένουν και για να αντιμετωπίσουν παρόμοιες απειλές (ή για να δικαιολογήσουν δικές τους στρατηγικές), αναπτύσσουν και οι ίδιες μικρά πυρηνικά όπλα για να χρησιμοποιηθούν σε παρόμοιες συγκρούσεις. Χαρακτηριστικά, έχουν τοποθετήσει σε μικρό αριθμό υποβρυχίων βαλλιστικούς πυραύλους (SLBM) Trident D5 με μικρές πυρηνικές κεφαλές ισχύος πέντε κιλοτόνων (περίπου το ένα τρίτο της ισχύος της βόμβας που έπεσε στη Χιροσίμα), για να αξιοποιηθούν σε παρόμοια σενάρια. Ανεξαρτήτως λοιπόν των προθέσεων της Μόσχας, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε να υλοποιηθούν παρόμοιες στρατηγικές.
Στο κοντινό παρελθόν, η εποχή των ασύμμετρων απειλών έφερε τα πυρηνικά όπλα στο προσκήνιο ως “θεραπευτικούς” παράγοντες άλλων απειλών, όπως είναι τα βιολογικά όπλα. Έτσι, εξετάστηκε η χρήση πυρηνικών όπλων μικρής ισχύος και βαθιάς διείσδυσης για την ασφαλή καταστροφή χώρων φύλαξης βιολογικών όπλων, οι οποίοι αν προσβάλλονταν με άλλα μέσα θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διαφυγή του επικίνδυνου βιολογικού παράγοντα στο περιβάλλον. Πυρηνικά όπλα βαθιάς διείσδυσης (deep penetration) εξετάστηκαν και για τη χρήση εναντίον υπόγειων δομών υπερυψηλής προστασίας όπου αναπτύσσονται πυρηνικά όπλα, όπως είναι οι ιρανικές εγκαταστάσεις στη Νατάνζ.
Το σχετικό αμερικανικό πρόγραμμα RNEP (Robust Nuclear Earth Penetrator) επισήμως καταργήθηκε εδώ και χρόνια. Όμως, γεγονός παραμένει ότι τα πυρηνικά εδώ και χρόνια δεν εμφανίζονται πλέον ως τα απόλυτα όπλα καταστροφής, η καταφυγή στα οποία δεν πρέπει να γίνει ποτέ και ο μόνος λόγος που υπάρχουν είναι για να μην χρησιμοποιηθούν. Εμφανίζονται πλέον σαν “λογικές”, εξετάσιμες ή ακόμη και επιθυμητές λύσεις για την αντιμετώπιση ακόμη πιο επικίνδυνων απειλών. Άρα, αποδαιμονοποιούνται και η προοπτική της χρήσης τους από τη σφαίρα του αδιανόητου περνάει στη σφαίρα του “λογικού”, ή ακόμη και του ευκταίου.
Μεταπυρηνικά υπερόπλα
Ένας άλλος παράγοντας είναι η σύζευξη των πυρηνικών όπλων με τα λεγόμενα “μεταπυρηνικά υπερόπλα” (post nuclear super weapons), όπως είναι υπέρ-υπερηχητικά (hypersonic) βλήματα, τα οποία χάρη στην πολύ μεγάλη ακρίβεια πλήγματος, είναι σε θέση να ασκήσουν πλήγμα ανάλογο με αυτό ενός πυρηνικού όπλου των προηγούμενων δεκαετιών που δεν επετύγχανε τόσο μεγάλη ακρίβεια. Έτσι, δημιουργείται μια γκρίζα ζώνη μεταξύ των “κανονικών” όπλων και των πυρηνικών που διευκολύνει τη μετάβαση του ενός στο άλλο.
Επίσης, προσπάθειες “εξανθρωπισμού” του πολέμου δια της απαγόρευσης “απάνθρωπων” όπλων και εν προκειμένω των όπλων διασποράς (cluster weapons) επίσης ενδέχεται να διευκολύνει τη μετάβαση στα πυρηνικά. Κι αυτό γιατί τα όπλα διασποράς, όπως ρουκέτες πυροβολικού διασποράς αντιαρματικών βομβιδίων ή ανάλογες αεροπορικές βόμβες, είχαν αναπτυχθεί για να ασκούν πλήγματα ανάλογα με αυτά τακτικών πυρηνικών εναντίον μεγάλων μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων σχηματισμών, έτσι ώστε να μην χρειαστεί να περάσουμε το “πυρηνικό κατώφλι” (nuclear threshold).
Επισημαίνεται ότι τα όπλα αυτά αποτελούσαν κομβικό κομμάτι της στρατιωτικής στρατηγικής του ΝΑΤΟ και αναγκαίο στοιχείο εφαρμογής δογμάτων, όπως ήταν αυτό της Αεροεδαφικής Μάχης (Airland Battle) και του πρόγονού της (Follow On Forces Attack), έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η μεγάλη αριθμητική υπεροχή των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Όμως, η εξάλειψη των όπλων διασποράς στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων αναπόφευκτα θα φέρει στο προσκήνιο τα πυρηνικά όπλα σε ένα μελλοντικό σενάριο αντιπαράθεσης. (Για τα γενικότερα προβλήματα που προκύπτουν από την απαγόρευση των όπλων διασποράς ο υπογράφων έχει γράψει μια σχετική μελέτη η οποία κυκλοφόρησε στο παρελθόν σε μικρό αριθμών αντιτύπων από τις Εκδόσεις Λιβάνη αλλά σήμερα μπορεί κάποιος να την βρει στο Academia.edu).
Επισημαίνεται επίσης ότι η σχεδόν ολοκληρωτική εξάλειψη των συμβατικών στρατιωτικών ικανοτήτων στη Δυτική Ευρώπη, έχει δημιουργήσει ένα στρατηγικό κενό. Αποτέλεσμα είναι πως αν προκύψει απότομα μια ακραία ένταση με τη Ρωσία αυτή ενδέχεται να οδηγήσει στην καταφυγή στην πυρηνική αποτροπή πολύ πιο γρήγορα σε σχέση με τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, λόγω της πενιχρής συμβατικής ισχύος. Το γεγονός αυτό καθίσταται ακόμη πιο επικίνδυνο από τη δημιουργία τρωτών σημείων στην αρχιτεκτονική μάχης στην Ευρώπη με χαρακτηριστικότερο σημείο τις Δημοκρατίες της Βαλτικής, τα μικροσκοπικά μεγέθη των οποίων και η μορφολογία του εδάφους τις καθιστά εξαιρετικά ευπρόσβλητες σε αποφασιστικές επιθέσεις χερσαίων δυνάμεων.
Ουκρανικό και πυρηνικά
Έτσι, ο συνδυασμός των πολύ αδύναμων συμβατικών δυνάμεων στην Ευρώπη με την εύθραυστη γεωγραφία ισχύος και την ύπαρξη αντιλήψεων για “λελογισμένη” χρήση “ήπιων” πυρηνικών όπλων από την αρχή της σύγκρουσης, δημιουργεί στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων μια στρατηγική εξίσωση πολύ πιο επικίνδυνη από αυτή που υπήρχε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Τότε, η χρήση πυρηνικών θα αποτελούσε το απευκταίο αποτέλεσμα μιας διαδικασίας κλιμάκωσης και δεν θα εξεταζόταν από την αρχή της αντιπαράθεσης.
Τέλος, έχουμε ήδη αναφερθεί στην επικίνδυνη εγγύτητα των ρωσικών στρατηγικών στόχων με τα ΝΑΤΟϊκά εδάφη η οποία στο μέλλον μπορεί να δημιουργήσει μια πολύ πιο επικίνδυνη κατάσταση από αυτήν που είχε προκύψει με την εγκατάσταση στη Δυτική Ευρώπη των βαλλιστικών πυραύλων Pershing II και των επίγεια εκτοξευόμενων πυραύλων cruise (GLCM) ΒGM-109G Gryphon.
Εν κατακλείδι, η πυρηνική γεωγραφία που διαμορφώνεται στην Ευρώπη ενδέχεται να είναι πολύ πιο επικίνδυνη από αυτή που ζήσαμε ακόμη και στα πιο ζοφερά χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνει κάθε προσπάθεια να μην οδηγηθούμε σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο γιατί δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι θα παραμείνει Ψυχρός σε βάθος χρόνου.
Δημοσίευση σχολίου