Του Δρ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΙΩΓΑ
Σύμφωνα με πρόσφατη δήλωση του Τούρκου Πρόεδρου Ταγίπ Ερντογάν, οι επόμενες γενικές εκλογές θα πραγματοποιηθούν την προβλεπόμενη συνταγματικά ημερομηνία, ήτοι στις 14 Ιουνίου 2023. Ανεξαρτήτως αν θα τηρήσει εν τέλει τη δέσμευσή του – άρα απομένουν 20 μήνες μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, την πιο δύσκολη στην εικοσαετή περίοδο της πολιτικής του κυριαρχίας στη γειτονική χώρα- και υπό την προϋπόθεση πως θα είναι πολιτικά ενεργός, τέσσερα ερωτήματα διαγράφονται σχετικά με την πορεία της Τουρκίας, στον ούτως ή άλλως πυκνό πολιτικό χρόνο της ιστορικής συγκυρίας.
Πρώτον, αν συνεχιστούν ή και αν ενισχυθούν οι αρνητικές δημοσκοπικές τάσεις στο μεσοδιάστημα έως τις προγραμματισμένες εκλογές γεννάται το ερώτημα: πώς ο Ερντογάν προσεγγίζει την πιθανότητα του πολιτικού του μέλλοντος μετά από μία πιθανή εκλογική ήττα;
Η ιδιοσυγκρασία του δεν επιτρέπει στη μεγαλειότητά του το ρόλο του αντιπολιτευόμενου και τα πεπραγμένα του στενού πολιτικού, οικονομικού και οικογενειακού του περιβάλλοντος δύσκολα δεν θα τεθούν υπό την κρίση της μη ελεγχόμενης πλέον δικαιοσύνης.
Συνδυαστικά, σύστημα πεποιθήσεων του ίδιου και η καθεστωτική νοοτροπία και πρακτική του κόμματός του δημιουργούν συνθήκες πολιτικού τέλους. Ο πολιτικός βολονταρισμός υψηλού ρίσκου που διαχρονικά ακολουθεί έως σήμερα κατά πάσα πιθανότητα θα καθοδηγήσει και πάλι τη σκέψη του και θα δρομολογήσει τη δράση του Τούρκου Προέδρου.
Υπό αυτό το πρίσμα θα κινηθεί τόσο στο εσωτερικό πεδίο, όσο και στο εξωτερικό υιοθετώντας στρατηγικές πολιτικής επιβίωσης εξόχως ριψοκίνδυνες.
Δεύτερον, καθ΄οδόν προς την εκλογική αναμέτρηση και δια μέσω αυτής θα προσδιοριστεί το μέγεθος της οικονομικής δυσπραγίας και ο βαθμός πολιτικής αυθαιρεσίας και αυταρχισμού που η τουρκική κοινωνία είναι διατιθέμενη να αποδεχθεί, για να εξυπηρετηθούν οι μεγαλοϊδεατικές επιζητήσεις του Ερντογάν και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Θα τεθεί στη βάσανο της εμπειρικής διαπίστωσης ο βαθμός δημοκρατικής ή μη αυτεπίγνωσης της τουρκικής κοινωνίας.
Επομένως, θα δείξουν την απαιτούμενη νομιμοφροσύνη οι κομματικοί οπαδοί και οι θεσμικοί θεματοφύλακες του ερντογανισμού στην περίπτωση εκλογικής ήττας του ΑΚΡ;
Τρίτον και συναφές, αν επικρατήσει ξανά ο Ερντογάν το ερώτημα θα έχει ήδη απαντηθεί, αν προκύψει ερντογανική άμπωτη διαγράφεται ως εξής: πόσος από τον αυταρχικό μετασχηματισμό του τουρκικού πολιτικού συστήματος που επήλθε την τελευταία εικοσαετία θα επιβιώσει; Τι θα διατηρηθεί και τί θα αποκατασταθεί από το μεταρρυθμιστικό αριστούργημα (sic) του Ερντογάν;
Στην Τουρκία καθ’ όλη την περίοδο της κεμαλικής διακυβέρνησης ο εκδημοκρατισμός ήταν δύσκολος, ονομαστικός και μερικός, εργαλειακά όμως χρήσιμος ως άλλοθι για τους δυτικούς συμμάχους της Αγκύρας και κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες, ως προς τη διασφάλιση της φιλοδυτικής της πορείας. Η εκλογική επικράτηση της σημερινής αντιπολίτευσης κι ενός ανθυποψηφίου του Ερντογάν αρκεί για να αναστραφεί η αντι-δυτική πορεία της χώρας, κοινωνικά, πολιτικά και στρατηγικά;
Τέταρτον, ακόμη κι αν υπάρξει μερική στρατηγική αναδίπλωση της Τουρκίας, αυτή σε ποιο βαθμό θα αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο; Ακολούθως και συναφώς πώς θα αντιδράσουν κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία, καθώς και οι άλλες δυτικές αλλά και όμορες χώρες, οι οποίες έως τώρα φαίνεται να ομονοούν για τον έλεγχο του τουρκικού ηγεμονισμού.
Αναμφισβήτητα η αμερικανική και η γαλλική κυβέρνηση αποστρέφονται και επιθυμούν μέσω της εκλογικής διαδικασίας το τέλος της εποχής Ερντογάν και σ’ αυτή την επιλογή φαίνεται πως έχουν επενδύσει διπλωματικά.
Βέβαια, γνωρίζουν πολύ καλά οι Ηνωμένες Πολιτείες ότι οποιαδήποτε περαιτέρω προσπάθεια παρέμβασης κατά την προεκλογική περίοδο, προς την κατεύθυνση της πολιτικής αποδόμησης του Ερντογάν, πιθανότατα να επιφέρει ακριβώς τα αντίθετα από τα επιθυμητά -εκλογικά- αποτελέσματα.
Η ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση (και κοινωνίες) βρίσκονται ενώπιον ενός εξαιρετικά σύνθετου διλήμματος. Είναι γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας επί Ερντογάν, με αυξανόμενη ένταση την τελευταία πενταετία, προκαλεί προς την μεν Αθήνα ασφυκτικές πιέσεις περιορισμού της κρατικής κυριαρχίας και απώλειας κυριαρχικών δικαιωμάτων, ενώ για τη δε Λευκωσία θέτει ζητήματα υπαρξιακής φύσεως.
Στο ίδιο διάστημα ο επιταχυνόμενος και προς κάθε κατεύθυνση τουρκικός ηγεμονισμός δρομολόγησε περιφερειακές αντι-συσπειρώσεις και ενεργοποίησε ισχυρότατους δρώντες, όπως η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, με σκοπό το σωφρονισμό του επηρμένου Τούρκου Προέδρου.
Η παρουσία του Ερντογάν και η συνέχιση της ίδιας πολιτικής θα διαιωνίσει την απόφαση κρατών της περιφέρειας να ελέγξουν τον τουρκικό αναθεωρητισμό και θα ανατροφοδοτήσουν την γαλλική κυρίως στάση να περιοριστούν δραστικά οι τουρκικές στοχοθεσίες.
Η συσχέτιση του -πιθανού- πολιτικού τέλους του Ερντογάν και μίας λιγότερο αναθεωρητικής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από την επόμενη κυβέρνηση, εμφανίζεται από πολλούς ως αιτιώδης και προεγγράφεται ως θετική εξέλιξη για τα δύο κράτη του ελληνισμού.
Μία στρατηγική αναδίπλωση της Τουρκίας θα επιδράσει ανασταλτικά και στις περιφερειακές δομές ασφάλειας, ευθέως ανάλογα από τις επιδιώξεις που η Άγκυρα θα εγκαταλείπει ή θα περιορίζει. Παραδείγματος χάριν, αν η Άγκυρα υποχωρήσει από την παρεμβατική της πολιτική στον αραβικό κόσμο, λογικά αναμένεται πως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα επανατοποθετηθούν έναντι της Τουρκίας.
Το ερώτημα πόσος από τον ανακύπτοντα τουρκικό αναθεωρητισμό αναλογεί στον Ερντογάν και πόσος στο τουρκικό πολιτικό σύστημα και κοινωνία ενδιαφέρει επιστημονικά και όλους όσοι ασχολούνται με το τουρκικό πολιτικό σύστημα και την εξωτερική πολιτική. Θα απαντηθεί συν τω χρόνω, στην περίπτωση που ηττηθούν ο Ερντογάν και το ΑΚΡ στις επόμενες εκλογές.
Για την Ελλάδα και την Κύπρο το συγκεκριμένο ερώτημα είναι μάλλον περιττό και ίσως επικίνδυνο.
Περιττό διότι κι ένας πιο περιορισμένος τουρκικός αναθεωρητισμός θα συνεχίζει να αφορά τις δύο χώρες λόγω εγγύτητας και των προσδιορισμένων τουρκικών συμφερόντων, τα οποία περιορίζονται από τα -ισχύοντα και δυνάμει- ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και την κυπριακή κυριαρχία.
Επικίνδυνος, στην περίπτωση που η ήττα του Ερντογάν ερμηνευθεί με τρόπο που θα επαναφέρει ως κυρίαρχους διαμορφωτικούς παράγοντες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τις προσφιλείς μας πρότερες κατευναστικές πρακτικές. Ας μην αυταπατόμαστε για μία ακόμη φόρα προσωποποιώντας την τουρκική εξωτερική πολιτική.
Ο τουρκικός ηγεμονισμός δεν είναι ούτε προσωποπαγής, ούτε συγκυριακός ούτε δευτερογενής αλλά αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος, ανατροφοδοτούμενος από κυρίαρχες τάσεις της τουρκικής κοινωνίας.
Δεύτερον, καθ΄οδόν προς την εκλογική αναμέτρηση και δια μέσω αυτής θα προσδιοριστεί το μέγεθος της οικονομικής δυσπραγίας και ο βαθμός πολιτικής αυθαιρεσίας και αυταρχισμού που η τουρκική κοινωνία είναι διατιθέμενη να αποδεχθεί, για να εξυπηρετηθούν οι μεγαλοϊδεατικές επιζητήσεις του Ερντογάν και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Θα τεθεί στη βάσανο της εμπειρικής διαπίστωσης ο βαθμός δημοκρατικής ή μη αυτεπίγνωσης της τουρκικής κοινωνίας.
Επομένως, θα δείξουν την απαιτούμενη νομιμοφροσύνη οι κομματικοί οπαδοί και οι θεσμικοί θεματοφύλακες του ερντογανισμού στην περίπτωση εκλογικής ήττας του ΑΚΡ;
Τρίτον και συναφές, αν επικρατήσει ξανά ο Ερντογάν το ερώτημα θα έχει ήδη απαντηθεί, αν προκύψει ερντογανική άμπωτη διαγράφεται ως εξής: πόσος από τον αυταρχικό μετασχηματισμό του τουρκικού πολιτικού συστήματος που επήλθε την τελευταία εικοσαετία θα επιβιώσει; Τι θα διατηρηθεί και τί θα αποκατασταθεί από το μεταρρυθμιστικό αριστούργημα (sic) του Ερντογάν;
Στην Τουρκία καθ’ όλη την περίοδο της κεμαλικής διακυβέρνησης ο εκδημοκρατισμός ήταν δύσκολος, ονομαστικός και μερικός, εργαλειακά όμως χρήσιμος ως άλλοθι για τους δυτικούς συμμάχους της Αγκύρας και κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες, ως προς τη διασφάλιση της φιλοδυτικής της πορείας. Η εκλογική επικράτηση της σημερινής αντιπολίτευσης κι ενός ανθυποψηφίου του Ερντογάν αρκεί για να αναστραφεί η αντι-δυτική πορεία της χώρας, κοινωνικά, πολιτικά και στρατηγικά;
Τέταρτον, ακόμη κι αν υπάρξει μερική στρατηγική αναδίπλωση της Τουρκίας, αυτή σε ποιο βαθμό θα αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο; Ακολούθως και συναφώς πώς θα αντιδράσουν κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία, καθώς και οι άλλες δυτικές αλλά και όμορες χώρες, οι οποίες έως τώρα φαίνεται να ομονοούν για τον έλεγχο του τουρκικού ηγεμονισμού.
Αναμφισβήτητα η αμερικανική και η γαλλική κυβέρνηση αποστρέφονται και επιθυμούν μέσω της εκλογικής διαδικασίας το τέλος της εποχής Ερντογάν και σ’ αυτή την επιλογή φαίνεται πως έχουν επενδύσει διπλωματικά.
Βέβαια, γνωρίζουν πολύ καλά οι Ηνωμένες Πολιτείες ότι οποιαδήποτε περαιτέρω προσπάθεια παρέμβασης κατά την προεκλογική περίοδο, προς την κατεύθυνση της πολιτικής αποδόμησης του Ερντογάν, πιθανότατα να επιφέρει ακριβώς τα αντίθετα από τα επιθυμητά -εκλογικά- αποτελέσματα.
Η ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση (και κοινωνίες) βρίσκονται ενώπιον ενός εξαιρετικά σύνθετου διλήμματος. Είναι γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας επί Ερντογάν, με αυξανόμενη ένταση την τελευταία πενταετία, προκαλεί προς την μεν Αθήνα ασφυκτικές πιέσεις περιορισμού της κρατικής κυριαρχίας και απώλειας κυριαρχικών δικαιωμάτων, ενώ για τη δε Λευκωσία θέτει ζητήματα υπαρξιακής φύσεως.
Στο ίδιο διάστημα ο επιταχυνόμενος και προς κάθε κατεύθυνση τουρκικός ηγεμονισμός δρομολόγησε περιφερειακές αντι-συσπειρώσεις και ενεργοποίησε ισχυρότατους δρώντες, όπως η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, με σκοπό το σωφρονισμό του επηρμένου Τούρκου Προέδρου.
Η παρουσία του Ερντογάν και η συνέχιση της ίδιας πολιτικής θα διαιωνίσει την απόφαση κρατών της περιφέρειας να ελέγξουν τον τουρκικό αναθεωρητισμό και θα ανατροφοδοτήσουν την γαλλική κυρίως στάση να περιοριστούν δραστικά οι τουρκικές στοχοθεσίες.
Η συσχέτιση του -πιθανού- πολιτικού τέλους του Ερντογάν και μίας λιγότερο αναθεωρητικής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από την επόμενη κυβέρνηση, εμφανίζεται από πολλούς ως αιτιώδης και προεγγράφεται ως θετική εξέλιξη για τα δύο κράτη του ελληνισμού.
Μία στρατηγική αναδίπλωση της Τουρκίας θα επιδράσει ανασταλτικά και στις περιφερειακές δομές ασφάλειας, ευθέως ανάλογα από τις επιδιώξεις που η Άγκυρα θα εγκαταλείπει ή θα περιορίζει. Παραδείγματος χάριν, αν η Άγκυρα υποχωρήσει από την παρεμβατική της πολιτική στον αραβικό κόσμο, λογικά αναμένεται πως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα επανατοποθετηθούν έναντι της Τουρκίας.
Το ερώτημα πόσος από τον ανακύπτοντα τουρκικό αναθεωρητισμό αναλογεί στον Ερντογάν και πόσος στο τουρκικό πολιτικό σύστημα και κοινωνία ενδιαφέρει επιστημονικά και όλους όσοι ασχολούνται με το τουρκικό πολιτικό σύστημα και την εξωτερική πολιτική. Θα απαντηθεί συν τω χρόνω, στην περίπτωση που ηττηθούν ο Ερντογάν και το ΑΚΡ στις επόμενες εκλογές.
Για την Ελλάδα και την Κύπρο το συγκεκριμένο ερώτημα είναι μάλλον περιττό και ίσως επικίνδυνο.
Περιττό διότι κι ένας πιο περιορισμένος τουρκικός αναθεωρητισμός θα συνεχίζει να αφορά τις δύο χώρες λόγω εγγύτητας και των προσδιορισμένων τουρκικών συμφερόντων, τα οποία περιορίζονται από τα -ισχύοντα και δυνάμει- ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και την κυπριακή κυριαρχία.
Επικίνδυνος, στην περίπτωση που η ήττα του Ερντογάν ερμηνευθεί με τρόπο που θα επαναφέρει ως κυρίαρχους διαμορφωτικούς παράγοντες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τις προσφιλείς μας πρότερες κατευναστικές πρακτικές. Ας μην αυταπατόμαστε για μία ακόμη φόρα προσωποποιώντας την τουρκική εξωτερική πολιτική.
Ο τουρκικός ηγεμονισμός δεν είναι ούτε προσωποπαγής, ούτε συγκυριακός ούτε δευτερογενής αλλά αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος, ανατροφοδοτούμενος από κυρίαρχες τάσεις της τουρκικής κοινωνίας.
Δημοσίευση σχολίου