Στο σημερινό πολυπολικό, άναρχο και άκρως ανταγωνιστικό κόσμο, η φιλόδοξη και αναθεωρητική Τουρκία επιθυμεί να καταστεί ηγεμονική περιφερειακή δύναμη στη Μέση Ανατολή – Ανατολική Μεσόγειο και να συναλλάσσεται ως ίσος προς ίσον με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Το τελευταίο, το έχει επιτύχει ήδη σε σημαντικό βαθμό. Επιδιώκει την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με ιδεολογικό προκάλυμμα το σουνιτικό Ισλάμ. Για το σκοπό αυτό έχει εισβάλλει στη Συρία και στο Ιράκ, έχει επέμβει στρατιωτικά στη Λιβύη και το Ναγκόρνο Καραμπάχ, διατηρεί βάσεις στο Κατάρ, τη Σομαλία και διευκολύνσεις στην Αλβανία. Τέλος, από το 1974 κατέχει το 37,5% της Κύπρου και επιδιώκει τον πλήρη γεωπολιτικό έλεγχο ολόκληρης της νήσου.
Η Ελλάδα, ως το ισχυρότερο κράτος στα σύνορα τής Τουρκίας, αποτελεί το σημαντικότερο εμπόδιο στις γεωστρατηγικές επιδιώξεις της και γι’ αυτό πρέπει να ηττηθεί και να υποταχθεί. Οι Τούρκοι δεν έχουν απλώς κάποιες διεκδικήσεις από τους Έλληνες. Εκείνο που επιδιώκουν είναι, Ελλάδα και Κύπρος, να πάψουν να υφίστανται ως ανεξάρτητες κρατικές οντότητες και να καταστούν δορυφόροι της νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Τουρκία, από το 1995, μας απειλεί με πόλεμο (casus belli) αν επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατά μας στα 12 ν.μ. στο Αιγαίο. Δεν αναγνωρίζει ότι τα νησιά έχουν κυριαρχικά δικαιώματα σε ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα. Έτσι θεωρεί ότι το μισό Αιγαίο (25ος Μεσημβρινός) της ανήκει, και η υφαλοκρηπίδα της Ανατολίας συνορεύει με αυτές της Αιγύπτου και της Λιβύης (Μνημόνιο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών Άγκυρας-Τρίπολης, το 2019). Ζητάει την αποστρατικοποίηση των νησιών του Α. Αιγαίου και εάν δε γίνει αυτό, θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει απολέσει την κυριαρχία της επί αυτών. Παράλληλα αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία επίσημα σε 18, ανεπίσημα σε 150, νησιά και νησίδες στο Αιγαίο, που θεωρεί ότι κατέχονται παράνομα από την Ελλάδα. Παραβιάζει καθημερινά τον ελληνικό εναέριο χώρο πετώντας πάνω και από κατοικημένα νησιά. Δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, τη θεωρεί «εκλιπούσα» και απαιτεί κυρίαρχη ισότητα για το παράνομο καθεστώς τής κατεχόμενης ζώνης (ΤΔΒΚ). Πραγματοποιεί παράνομες έρευνες και γεωτρήσεις εντός της οριοθετημένης κυπριακής ΑΟΖ ή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Α. Μεσόγειο. Χειραγωγεί τη μουσουλμανική μειονότητα της Δ. Θράκης, που αποκαλεί τουρκική, επιδιώκοντας συγκυριαρχία. Χρησιμοποιεί τις μεταναστευτικές ροές ως υβριδικό όπλο για τη δημιουργία στρατηγικής μουσουλμανικής μειονότητας που θα υπονομεύει την εθνική ομοιογένεια του ελληνικού χώρου κ.α.
Η τουρκική απειλή, δεν είναι σημείου, είναι απέραντη και διαχρονική, δηλαδή, θα παραμείνει αναλλοίωτη όποιος και να διαδεχθεί τον Ερντογάν, μόνο η τακτική μπορεί να διαφοροποιηθεί. Γι’ αυτό απαιτείται συνεχής και ενεργός άρνηση των τουρκικών στόχων σε όλα τα επίπεδα.
Ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος και όσο γρηγορότερα το συνειδητοποιήσει αυτό ο Ελληνισμός τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσει θα έχει. Ο διαχρονικός Θουκυδίδης είχε γράψει: «Πρέπει να ξέρετε ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος και επομένως όσο πιο πρόθυμα τον δεχτούμε τόσο πιο εύκολα τον αποτρέπουμε καθιστώντας λιγότερο επιθετικούς τους αντιπάλους μας».
Στη μακραίωνα ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας οι πόλεμοι είχαν διαφορετικά κίνητρα και χαρακτηριστικά, όπως: Επιθετικοί, επιδρομικοί, πόλεμοι κατατριβής (φθοράς), προληπτικοί, πόλεμοι δια αντιπροσώπων, αμυντικοί, εθνικοαπελευθερωτικοί, κοινωνικοί (εμφύλιοι) κ.α.
Η ένοπλή σύγκρουση είναι απλώς το τελευταίο αλλά καθοριστικό στάδιο ενός πολέμου. Πριν την ένοπλη σύγκρουση προηγούνται: Ο καθορισμός των στόχων – επιδιώξεων και ο σχεδιασμός για την επίτευξή τους. Η ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και η απόκτηση των απαραίτητων οπλικών συστημάτων. Οι απειλές και ο εκφοβισμός του αντιπάλου. Οι υβριδικές επιχειρήσεις κατά της κοινωνικής συνοχής του εχθρού. Οι ψυχολογικές επιχειρήσεις υπονόμευσης του πατριωτικού φρονήματος. Η προπαγάνδα για το μάταιο της αντιπαράθεσης. Τέλος η δημιουργία συμμαχιών ως πολλαπλασιαστής ισχύος (εξωτερική εξισορρόπηση).
Επειδή όλα αυτά συμβαίνουν ήδη στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, εδώ και δεκαετίες, συμπεραίνουμε ότι ο Ελληνισμός βρίσκεται σε πόλεμο με την Τουρκία και απλώς αναμένουμε την ένοπλη σύρραξη, που θα λάβει χώρα μόλις ο συνολικός συσχετισμός ισχύος γίνει ιδιαίτερα ευνοϊκός για τον επιτιθέμενο. Το ερώτημα δεν είναι αν, αλλά πότε.
Η ένοπλη σύρραξη μπορεί να είναι περιορισμένη αν ο εχθρός ηττηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα (ίσως και εντός ωρών) ή γενικευμένη αν ο αντίπαλος προβάλλει σθεναρή αντίσταση. Μπορεί βέβαια να μην υπάρξει καν ένοπλη σύρραξη αν η μία πλευρά υποχωρεί συνεχώς στις πιέσεις που της ασκούνται, ελπίζοντας να αποφύγει τη σύγκρουση (κατευναστική πολιτική) και στο τέλος παραδοθεί, εκτιμώντας ότι είναι μάταιη η όποια αντίσταση, λόγω του καταθλιπτικού ισοζυγίου ισχύος που, από τις συνεχείς υποχωρήσεις, θα έχει διαμορφωθεί.
Η δειλία, ο παραλυτικός φόβος, η ανιστόρητη αφέλεια και η υποτέλεια μιας πολιτικής ηγεσίας, δεν είναι τόσο το αποτέλεσμα των προσωπικών χαρακτηριστικών των ατόμων που την αποτελούν (χωρίς να παραγνωρίζουμε την κουλτούρα ενδοτισμού που δημιουργείται με το χρόνο), όσο αποτέλεσμα των συντελεστών ισχύος ενός κράτους – έθνους. Βασικοί συντελεστές ισχύος είναι η νομισματική και οικονομική ανεξαρτησία, το συνολικό παραγωγικό δυναμικό, η αμυντική βιομηχανία, η ισχύς των ενόπλων δυνάμεων, η δημογραφική ευρωστία (αυξανόμενος πληθυσμός) και η ομοιογένειά, το φρόνημα, η κοινωνική συναίνεση για την επίτευξη των εθνικών στόχων (εσωτερική νομιμοποίηση), οι συμμαχίες και τέλος η ικανότητα της διπλωματίας και η αποφασιστικότητα της πολιτικής ηγεσίας.
Αντίθετα η εξάρτηση, πολιτική και οικονομική από το εξωτερικό (συναλλαγματικό) χρέος, η παραγωγική αποσάθρωση, η εκποίηση στρατηγικών επιχειρήσεων και υποδομών, η μείωση και γήρανση του πληθυσμού, η ανεργία και φτωχοποίηση των πολιτών, η μετανάστευση κ.α., μειώνουν δραματικά τους συντελεστές ισχύος.
Για τον Ελληνισμό η επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού βαθμού εθνικής κυριαρχίας και άρα η δυνατότητα χάραξης μιας εθνοκεντρικής υψηλής στρατηγικής προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την ήττα της ξενοκρατίας, του δωσιλογισμού και της ιδεολογικής «Πέμπτης Φάλαγγας» των κάθε προέλευσης, δεξιών και αριστερών, εθνομηδενιστών – εθνοαποδομητών, οπαδών της παγκοσμιοποίησης.
Η σημερινή τουρκική απειλή έχει τις ρίζες της στην ήττα του 1922. Τότε, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να διατηρήσει τα κέρδη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Συνθήκη των Σεβρών). Αν είχαμε κερδίσει στη Μικρασιατική Εκστρατεία θα βρισκόμαστε και στις ανατολικές ακτές του Αιγαίου και στην Ανατολική Θράκη. Τα στενά δε θα ήταν τουρκικά, θα υπήρχε ανεξάρτητο κράτος στον Πόντο, ένα μεγάλο αρμενικό κράτος και ένα κουρδικό κράτος στην ανατολική Μικρά Ασία. Μια μικρή Τουρκία θα έπαυε να αποτελεί διαχρονική απειλή για τον Ελληνισμό. Δυστυχώς δεν έγινε αυτό και σήμερα, εκατό χρόνια μετά, είμαστε αντιμέτωποι με την αναγέννηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Για τον Ελληνισμό δεν αρκεί μια προσωρινή διευθέτηση των ηγεμονικών απαιτήσεων της Άγκυρας, ύστερα από μια έστω μικρή νίκη, χρειάζεται να επιβάλλει, την κατάλληλη στιγμή που αυτός θα επιλέξει, μια στρατηγική ήττα στην Τουρκία. Αν δε συμβεί αυτό, η τουρκική απειλή θα επανεμφανιστεί μετά από ένα χρονικό διάστημα. Πρέπει να προετοιμαζόμαστε, χωρίς αυταπάτες, για μακροχρόνιο αγώνα ζωής ή θανάτου. Οι εξαρτημένες και υποτελείς πολιτικές ηγεσίες του Ελληνισμού, υπό το φοβικό σύνδρομο του ’22 και του ’74 στην Κύπρο, φρενάρουν κάθε προσπάθεια αντίστασης, ανάταξης και αντεπίθεσης.
Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε αντιληφθεί ότι δεν αρκούσε η ελληνική νίκη κατά τους Μηδικούς Πολέμους. Η εκστρατεία που πραγματοποίησε αποσκοπούσε στη διάλυση της Περσικής Αυτοκρατορίας, για να εξαλειφθεί κάθε δυνητικός μελλοντικός κίνδυνος από αυτήν. Ήταν, δηλαδή, ένας προληπτικός πόλεμος.
Η Ελληνογαλλική Στρατηγική Εταιρική Σχέση.
Όπως προαναφέρθηκε η απόκτηση των κατάλληλων οπλικών συστημάτων και οι συμμαχίες αποτελούν κρίσιμους συντελεστές ισχύος για μια κρατική οντότητα. Οι πρόσφατες συμφωνίες με τη Γαλλία εξυπηρετούν αυτόν το στόχο.
Ανέλπιστα, η ελληνική κυβέρνηση αξιοποίησε το «παράθυρο ευκαιρίας» που παρουσιάστηκε από :
- Το Σύμφωνο Ασφάλειας (AUKUS) μεταξύ ΗΠΑ, Βρετανίας και Αυστραλίας που λάβωσε το, πολιτικό και αμυντικό, γόητρο της Γαλλίας.
- Την εξευτελιστική αποχώρηση των Αμερικανών και λοιπών Δυτικών από το Αφγανιστάν.
- Το κυβερνητικό «κενό», μετά τις πρόσφατες εκλογές, στην, ηγεμονεύουσα την Ελλάδα και ευρύτερα την ΕΕ, Γερμανία.
- Την προσωρινή αναστολή, λόγω πανδημίας, του Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ που επιτρέπει στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες χώρες, την κατακόρυφη αύξηση του δανεισμού από τις αγορές.
Από το άρθρο αυτό της Συμφωνίας προκύπτει ότι η Γαλλία οφείλει να συνδράμει, με κάθε διαθέσιμο στρατιωτικό μέσον, την Ελλάδα εφόσον:
- α) Οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις εισβάλλουν εντός ελληνικού εδάφους στον Έβρο ή αποβιβαστούν σε κάποιο νησί, ακόμα και ακατοίκητη βραχονησίδα, στο Αιγαίο ή την Α. Μεσόγειο.
- β) Το τουρκικό ναυτικό εισβάλλει εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, που σήμερα είναι 6 ν.μ. στο Αιγαίο ή την Α. Μεσόγειο (νότια της Κρήτης, Καστελόριζο). Η γαλλική στρατιωτική συνδρομή θα επεκταθεί στα 12 ν.μ. αν η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά ύδατά της.
- γ) Η τουρκική αεροπορία παραβιάσει τον ελληνικό εναέριο χώρο των 10 ν.μ., κάτι που κάνει σχεδόν καθημερινά εδώ και χρόνια. Ο εναέριος χώρος θα επεκταθεί στα 12 ν.μ. αν γίνει η αντίστοιχη επέκταση των χωρικών υδάτων.
- δ) Οι τουρκικές δυνάμεις επιτεθούν κατά ελληνικών πολεμικών πλοίων ή μαχητικών αεροσκαφών που προστατεύουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας σε ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα, ακόμη κι αν αυτά βρίσκονται σε διεθνή ύδατα ή διεθνή εναέριο χώρο π.χ. πέριξ της Κύπρου.
Η Στρατηγική Σχέση με τη Γαλλία συνοδεύεται από την αγορά 24 αεροσκαφών Rafale F3R και 3 (+1) ψηφιακών φρεγατών Belharra (κόστους περίπου 3 δις) με ικανότητα αεράμυνας περιοχής καθώς και η πιθανότατα απόκτησης 3 (+1) κορβετών Gowind. Οι αγορές αυτές, που έρχονται με καθυστέρηση τουλάχιστον 10 ετών, θα αντικαταστήσουν μέρος μόνο από τις γερασμένες σήμερα φρεγάτες του Πολεμικού Ναυτικού. Σημειώνουμε ότι οι Belharra θα είναι ενεργές από το 2026 και μετά ώστε να εξισορροπήσουν, εν μέρει, τους τουρκικούς ναυτικούς και όχι μόνο υπερεξοπλισμούς. Αυτό δημιουργεί ένα «παράθυρο τρωτότητας» για την ελληνική πλευρά που πολύ πιθανόν θα εκμεταλλευτεί η Τουρκία επιχειρώντας μια προληπτική ένοπλη σύγκρουση. Από την άλλη η Ελληνογαλλική Συμφωνία λειτουργεί ουσιαστικά ως «ενδιάμεση λύση» μέχρι το 2026.
Κάποιοι θα ισχυριστούν ότι είναι μάταιο να μπούμε σε μια κούρσα εξοπλισμών με την Τουρκία η οποία έχει οκταπλάσιο πληθυσμό και είναι πολύ μεγαλύτερη οικονομία. Σ’ αυτούς τους φοβισμένους και δειλούς, που αναζητούν δικαιολογίες για να παραδοθούν, θα επισημάνουμε δύο πράγματα :
Στη σύγχρονη εποχή, η νίκη σε μια ένοπλη σύγκρουση δεν εξαρτάται από το μέγεθος των στρατιωτικών δυνάμεων, αλλά, από την τεχνολογική υπεροχή. Οι πόλεμοι ήδη γίνονται, όλο και περισσότερο, από «έξυπνες μηχανές». Μερικά σύγχρονα οπλικά συστήματα μπορούν να κάνουν τη διαφορά και να δώσουν τη νίκη (όπως το θωρηκτό Αβέρωφ το 1912). Η απόκτηση των Rafale και των Belharra είναι μόνο ένα πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο Ελληνισμός πρέπει να προηγηθεί τεχνολογικά των Τούρκων, κάτι απόλυτα εφικτό αν υπάρξει πολιτική βούληση.
Η υστέρηση στα οικονομικά μεγέθη απαιτεί τη διοχέτευση περισσότερων πόρων (ως ποσοστό επί του ΑΕΠ) για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας, που θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για ολόκληρη την οικονομία. Απαιτείται και εδώ πολιτική βούληση. Το Ισραήλ δαπανά το 5,6% του ΑΕΠ του για την άμυνα, η Ελλάδα, το μισό, μόνο το 2,8% και η Κύπρος το 1,8% (στοιχεία του 2020). Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι χωρίς θυσίες δεν μπορούμε να προασπίσουμε το έθνος και την πατρίδα μας.
Η Ελληνογαλλική Συμφωνία καταψηφίστηκε στη Βουλή από τα αποκαλούμενα κόμματα της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜέΡΑ 25) και δέχτηκε σφοδρή κριτική από αρθρογράφους – αναλυτές από τον ίδιο χώρο. Κύρια επιχειρήματα της κριτικής ήταν ότι η Συμφωνία δεν περιλαμβάνει την Κύπρο, δεν καλύπτει τις παραβιάσεις στην ΑΟΖ και υποχρεώνει την Ελλάδα να στείλει δυνάμεις στο Σαχέλ. Στα επιχειρήματα αυτά υπάρχει σοβαρός αντίλογος:
α) Η Κύπρος δεν μπορούσε, σ’ αυτή τη συγκυρία, να ενταχθεί στη Συμφωνία γιατί η επικράτειά της έχει δεχθεί ήδη ένοπλη εισβολή από το 1974. Κατά συνέπεια θα έπρεπε από την επόμενη μέρα τα άλλα δύο Μέρη (Ελλάδα – Γαλλία) να αρχίσουν στρατιωτικές επιχειρήσεις απελευθέρωσης της κατεχόμενης επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πόσο διατεθειμένη θα ήταν γι’ αυτό η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Γαλλία; Αν πάλι η Συμφωνία περιελάμβανε μόνο τις ελεύθερες περιοχές τότε αυτό θα ήταν παραδοχή ότι η κυριαρχία της περιορίζεται μόνο σ’ αυτές, αφού θα είχε υπογράψει μια διεθνή διακρατική συμφωνία που θα αφορούσε ένα τμήμα και όχι το σύνολο της επικράτειάς της και για το οποίο και μόνο τα άλλα δύο Μέρη θα έχουν υποχρέωση συνδρομής. Για την άμυνα του προκεχωρημένου οχυρού του Ελληνισμού πρέπει να γίνουν πολλά άλλα πράγματα, που δυστυχώς το υποτελές πολιτικό σύστημα, σε Αθήνα και Λευκωσία, δεν κάνει εδώ και δεκαετίες.
β) Η ΑΟΖ επίσης δεν μπορούσε να περιληφθεί στη Συμφωνία γιατί η Ελλάδα δεν έχει προβεί σε ανακήρυξη της συνολικής ΑΟΖ της, με κατάθεση συντεταγμένων. Έχει κάνει μόνο οριοθέτηση με την Ιταλία και μερική με την Αίγυπτο. Θα μπορούσε η Συμφωνία να καλύπτει μόνο αυτές τις δύο περιοχές; Όχι βέβαια. Θα αποδεχόταν η Γαλλία δέσμευση για να συνδράμει στην προάσπιση της δυνητικής ελληνικής ΑΟΖ;
γ) Η Ελλάδα στο παρελθόν συμμετείχε σε στρατιωτικές αποστολές στο Κοσσυφοπέδιο, στο Αφγανιστάν και πρόσφατα έστειλε μια πυροβολαρχία Πάτριοτ με 150 άνδρες στη Σαουδική Αραβία. Όλα αυτά έγιναν χωρίς κάποιο ουσιαστικό αντάλλαγμα για την άμυνά της, αλλά γιατί το ήθελαν οι σύμμαχοι. Τώρα ορισμένοι αντιδρούν για την πιθανότητα συμμετοχής στο Σαχέλ. Αλλά, σε μια διακρατική συμφωνία δεν μπορεί η μια πλευρά μόνο να δίνει και η άλλη μόνο να παίρνει, όταν μάλιστα η τελευταία είναι η επισπεύδουσα. Η Ελληνογαλλική Συμφωνία είναι απόλυτα θετική και όσοι προσπαθούν να τη διαβάλλουν και να την υπονομεύσουν το κάνουν γιατί δεν την ήθελαν. Αν η μια πλευρά επιδιώκει μια «τέλεια συμφωνία» προς όφελός της, στο τέλος θα βρεθεί χωρίς καμιά συμφωνία.
Η αυξανόμενη τουρκική απειλή έχει οδηγήσει, τα τελευταία χρόνια, την Ελλάδα, μαζί με την Κύπρο, σε μια διαρκή προσπάθεια εξωτερικής εξισορρόπησης. Πολλές συμφωνίες συνεργασίας σε πολιτικό, οικονομικό, αμυντικό, ενεργειακό και τεχνολογικό επίπεδο έχουν υπογραφεί με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες. Πέρυσι (18-11-20) υπογράφηκε η Συνολική Στρατηγική Εταιρική Σχέση με τα Η.Α.Ε. Πρόσφατα (14-10-21) υπογράφηκε η ανανέωση – επέκταση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) με τις ΗΠΑ. Με τη συμφωνία αυτή, η Ελλάδα παραχώρησε στους Αμερικανούς στρατιωτικές διευκολύνσεις, πέρα από τη Σούδα, στο Στεφανοβίκειο (Μαγνησία), στο Λιτόχωρο (Πιερία) και στην Αλεξανδρούπολη. Η παρουσία αμερικανικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος δε θα αποτρέψει μια τουρκική επίθεση. Οι Αμερικανοί θα μείνουν ουδέτεροι διαμεσολαβητές και οι Τούρκοι θα παρακάμψουν τα σημεία που θα βρίσκονται. Σε αντάλλαγμα γι’ αυτές τις βάσεις, που δε στοχεύουν την Τουρκία, αλλά την περίμετρο της Ρωσίας, η Ελλάδα έλαβε ευχολόγια και ανέξοδες διακηρύξεις συμπαράστασης. Καμιά σχέση με την Ελληνογαλλική Συμφωνία ένοπλης συνδρομής, που εδράζεται σε κοινά γεωπολιτικά συμφέροντα. Με τη συμφωνία με τις ΗΠΑ η ελληνική κυβέρνηση επανήλθε στην υποτέλεια και την εξάρτηση, επιβεβαιώνοντας ότι η συμφωνία με τη Γαλλία ήταν μια λαμπρή εξαίρεση στην πεπατημένη.
Υπαρκτός είναι ο κίνδυνος, οι δύο πρόσφατες συμφωνίες, να θεωρηθούν από το πολιτικό σύστημα ως πανάκεια, δηλαδή, ότι αντιμετωπίζουν επαρκώς το πρόβλημα ασφάλειας του Ελληνισμού από την τουρκική λαίλαπα και δε χρειάζεται να κάνουν τίποτα άλλο παρά να συνεχίσουν την κατευναστική πολιτική. Θα πρόκειται για εθνικό έγκλημα. Κανένας απολύτως ξένος δε θα πολεμήσει για τα συμφέροντά μας, αν εμείς δεν είμαστε αποφασισμένοι να ματώσουμε για να τα υπερασπιστούμε.
Υπάρχει ένα βασικό ερώτημα που απασχολεί πολλούς: Οι Γάλλοι θα τιμήσουν τη Συμφωνία και θα συνδράμουν με στρατιωτικές δυνάμεις την Ελλάδα; Κατηγορηματική απάντηση δεν μπορεί να δοθεί, γιατί εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες: α) Από την πρόθεση, ανάλογα με τα συμφέροντά της, της τότε γαλλικής κυβέρνησης και β) Από την επιτυχή ή όχι πρώτη αντίδραση της ελληνικής πλευράς σε μια τουρκική επίθεση. Αν τις πρώτες κρίσιμες ώρες οι ελληνικές δυνάμεις, που θα είναι μόνες, αποκρούσουν την επίθεση και σημειώσουν έστω κάποια μικρή επιτυχία, τότε οι Γάλλοι θα έρθουν ως πολλαπλασιαστής ισχύος για την Ελλάδα. Αντίθετα αν φανεί ότι οι ελληνικές δυνάμεις καταρρέουν, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι Γάλλοι θα έρθουν για να ανατρέψουν μόνοι τους, επί του πεδίου, την κατάσταση. Συμπέρασμα: Οι σύμμαχοι αξίζουν όσο αξίζουμε και εμείς για τους συμμάχους.
Τέλος, επειδή οι Γάλλοι, στην καλύτερη περίπτωση, θα έρθουν μετά από 1 ή 2 ημέρες, τα αεροσκάφη και μετά 3 ή 4 ημέρες, τα πλοία μήπως θα ήταν σοφότερο να τους παραχωρήσουμε, όπως κάναμε με τις ΗΠΑ, μια ή δυο αεροναυτικές βάσεις ώστε, αν εμπλακούν, αυτό να γίνει το συντομότερο δυνατόν;
Απ’ όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επιβίωση του Ελληνισμού εξαρτάται από μια πατριωτική ηγεσία με ολιστική αντίληψη του ιστορικού γίγνεσθαι.
Δημοσίευση σχολίου