Βενιζέλος Κώστας
Το πήγε στα άκρα ο Ερντογάν με τους δέκα πρεσβευτές και κατάφερε να εξασφαλίσει την ισοπαλία; Τέντωσε το σχοινί έτοιμος να το κόψει και αξιοποίησε τη διέξοδο που του έδωσαν οι Αμερικανοί; Να απελάσει δέκα πρέσβεις σημαίνει ρήξη με τις χώρες, τις οποίες εκπροσωπούν. Σημαίνει ρήξη με τη Δύση γενικότερα. Και φαίνεται τούτο να είναι επιλογή του καθεστώτος της Άγκυρας και γι’ αυτό και αρπάζει όλες τις ευκαιρίες που του δίνονται και αντιπαρατίθεται. Όπως αυτή με την παρέμβαση των 10 πρεσβευτών για την αποφυλάκιση του ακτιβιστή Οσμάν Καβαλά από τις τουρκικές φυλακές, που προκάλεσε σοβαρή κρίση.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο Ερντογάν δεν θα έφθανε στο σημείο να απελάσει τους πρέσβεις. Αυτό δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τα γεγονότα, καθώς την κίνηση εκτόνωσης δεν την έκανε ο ίδιος, αλλά οι Αμερικανοί σε συνεννόηση προφανώς με τους υπόλοιπους. Υποστηρίζεται, επίσης, ότι ο Τούρκος Πρόεδρος επιλέγει την ένταση με στόχο να έχει οφέλη, να εξασφαλίσει αξιώσεις, που θέτει στους δυτικούς.
Λέγεται, επίσης, ότι ασκεί εξωτερική πολιτική, ανοίγοντας πολλά μέτωπα, επειδή αντιμετωπίζει προβλήματα στο εσωτερικό (οικονομία, χαμηλή δημοτικότητα κ.λπ.). Όλα αυτά είναι η εύκολη και επαναλαμβανόμενη εξήγηση, που δίνεται για τη συμπεριφορά του Ερντογάν. Σαφώς και έδειξε στο παρελθόν ότι διά πυρός και σιδήρου, με εκβιασμούς και πιέσεις, εξασφάλιζε τις επιδιώξεις του. Εκβίαζε και ελάμβανε δώρα. Κινείτο, όμως, πάντα μέσα στα πλαίσια, εντός των γραμμών της δυτικής συμμαχίας. Και στα κρίσιμα αναλάμβανε τις δύσκολες αποστολές των δυτικών.
Ο Ερντογάν κάνει ρήξη με τη Δύση
Με την κρίση στο Αφγανιστάν φάνηκε ότι αυτό μπορεί και συνεχίζει να το κάνει. Ωστόσο, παρακολουθώντας τις κινήσεις της κατοχικής Τουρκίας προκύπτει ότι, θέλει να κρατά αποστάσεις από τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους. Κι αυτό επειδή εδώ και χρόνια οικοδομεί ένα προφίλ περιφερειακής δύναμης, που θέλει να είναι απέναντι στους μεγάλους.
Για να γίνει τούτο ξεκάθαρο στους πάλαι ποτέ στρατηγικούς και μη εταίρους της, η Άγκυρα προκαλεί και οδηγεί τις αντιπαραθέσεις στα άκρα. Η στρατηγικής σημασίας αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400 από τη Ρωσία ήταν μια επιλογή, προς την κατεύθυνση της “αυτονόμησης” της κατοχικής δύναμης. Δεν ήταν καπρίτσιο η αγορά αυτή, ούτε και δοκίμαζε τις αντιδράσεις της Ουάσινγκτον, θέλοντας κάποια δώρα. Ήταν μια απόφαση, μια αγορά, που εντάσσεται στον ευρύτερο σχεδιασμό του καθεστώτος Ερντογάν.
Ο Τούρκος Πρόεδρος βλέπει το 2023 να πλησιάζει. Τότε, που θα γιορταστούν τα 100 χρόνια τουρκικού κράτους και όπως έχει εξαγγείλει η χώρα του θα καταστεί μεγαλύτερη και ως προς την επιρροή στην περιοχή και ευρύτερα, αλλά και εδαφικά. Το 2023 είναι και χρονιά εκλογών, που ενδέχεται να γίνουν και του χρόνου. Όλα αυτά προφανώς τον καθιστούν επιρρεπή σε κινήσεις υψηλού ρίσκου, για τον ίδιο, τη χώρα του και τους υπόλοιπους.
Οι δυτικοί το ξέρουν;
Η Τουρκία και πριν τον Ερντογάν, ιδιαίτερα όμως επί της εποχής του, θέλει να επεκταθεί, να μεγαλώσει. Μετά την πτώση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, επιχείρησε “επέλαση” στις χώρες αυτές, κυρίως στις τουρκογενείς και σε όσες ζει μουσουλμανικός πληθυσμός. Στη συνέχεια θέλησε να το παίξει- και συνεχίζει- ο “πατερούλης” των μουσουλμάνων. Εγχείρημα όχι εύκολο, καθώς διεκδικούν κι άλλοι αυτόν τον ρόλο. Εάν κάποιος τοποθετήσει σε χάρτη, πού έχει -και στρατιωτική- παρουσία η κατοχική Τουρκία, τότε θα επιβεβαιώσει τον επεκτατικό σχεδιασμό της, που δεν αφορά μόνο την περιοχή μας.
Η Τουρκία φαίνεται πως δεν θέλει να παραμείνει στο δυτικό μαντρί κι αυτό θα πρέπει να το αντιληφθούν και οι δυτικοί. Ακόμη και εκείνοι που ξεροσταλιάζουν στην αυλή του Ερντογάν, για μια εμπορική συμφωνία ή άλλες συνεννοήσεις (μεταναστευτικό). Σε αυτό το σκηνικό, το οποίο στήνεται, η Ελλάδα και η Κύπρος δεν μπορούν παρά να αξιολογήσουν τα δεδομένα αυτά. Όταν διαπίστωναν πως ο Ερντογάν ακολουθεί μια αναθεωρητική πολιτική, εννοούσαν προφανώς πως αυτό ίσχυε για Ελλάδα και Κύπρο περισσότερο.
Ο Ερντογάν, όμως, επιχειρεί μέσα από τον μεγαλοϊδεατισμό του, να διαμορφώσει μια δική του νέα τάξη πραγμάτων. Να δώσει το δικό του στίγμα ως πατερούλης και ηγέτης περιφερειακής δύναμης. Μέσα σε αυτή τη λογική, οι όποιες επιρροές υπήρχαν και επηρέαζαν την Άγκυρα σε κάποιο βαθμό, μειώνονται σημαντικά. Κι αυτό είναι ένα θέμα, που πρέπει να απασχολήσει Αθήνα και Λευκωσία, οι οποίες ενίοτε αναζητούσαν στήριξη από χώρες και Οργανισμούς, που ασκούσαν επιρροή στην κατοχική Τουρκία.
Δημοσίευση σχολίου