Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Δόγμα Ενιαίου Αμυντικού Χώρου – Μπορεί να αναβιώσει και με σοβαρές προοπτικές για τις ελληνοκυπριακές αεροναυτικές δυνάμεις. Αν υπάρξει η βούληση. Στο παλιό Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου, υπήρξαν αρκετές αναφορές στο παρελθόν. Τόσο μέσα από το DP, όσο και από άλλους ιστοχώρους. Αυτό που προκύπτει από τα στοιχεία είναι ότι το ΕΑΧ ώς Δόγμα δεν έφτασε ποτέ στο στάδιο της απόλυτης υλοποίησης και εφαρμογής του, μέχρι που εγκαταλείφθηκε οριστικά, όχι για λόγους κόστους. Ή όχι μόνο για λόγους κόστους… Δεν έφτασε ποτέ στην υλοποίηση κυρίως γιατί δεν υπήρξε η πολιτική βούληση από καμία από τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές.
Σήμερα η συγκυρία ευνοεί την αναβίωση και την πλήρη υλοποίηση του δόγματος ΕΑΧ. Εάν δεν εφαρμοστεί τώρα, δεν θα εφαρμοστεί ποτέ. Με τις ευλογίες του αμερικανικού παράγοντα, ο οποίος πέρα από το ότι στρέφει την προσοχή και εστιάζει τις δυνάμεις του στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, επιθυμεί να διατηρήσει τις ισορροπίες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, εμποδίζοντας εμμέσως την Τουρκία να αναδειχθεί σε τοπική υπερδύναμη με πλήρη ανεξαρτησία και αυτονομία κινήσεων και επιλογών, δηλαδή ηγεμονία σε βάτος των υπολοίπων.
Το ίδιο εκτιμάται πως επιθυμεί και η Ρωσία. Καμία από τις δύο υπερδυνάμεις δεν είναι διατεθειμένη να διακινδυνεύσει τα συμφέροντα της στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, αφήνοντας την Άγκυρα να υλοποιήσει τους δικούς της σχεδιασμούς. Αυτή είναι μία πραγματικότητα που η ελληνοκυπριακή πλευρά πρέπει να αποφασίσει πάσει δυνάμει και το ταχύτερο δυνατό να εκμεταλλευτεί.
Οι ενεργειακές συμφωνίες Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου και Ισραήλ που έχουν οδηγήσει και στην μεταξύ τους ευρύτερη αμυντική συνεργασία, σε συνδυασμό με την υπογραφή του ελληνογαλλικού συμφώνου αμυντικής συνεργασίας και συνδρομής. Αυτές οι κινήσεις έχουν γίνει με την σιωπηρή συγκατάθεση -ή άμεσης υιοθέτησης καθόσον δεν αντιβαίνουν στα συμφέροντά του αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά με το ΝΑΤΟ- του αμερικανικού παράγοντα.
Κατ΄συνέπεια, διαμορφώνονται ιδανικές συνθήκες, όχι μόνο αναβίωσης αλλά και ουσιαστικής εφαρμογής του πάλαι ποτέ πολυδιαφημισμένου Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, Ελλάδας – Κύπρου.
Στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την διακήρυξή του στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘90, η Τουρκία έχει σταδιακά και μεθοδικά ενισχύσει την στρατιωτική της παρουσία στην κατεχόμενη Κύπρο, με πολλούς τρόπους. Σε δεύτερο χρόνο, την τελευταία πενταετία μονάδες επιφανείας του τουρκικού Ναυτικού έχουν σχεδόν μόνιμη παρουσία σε κυπριακά ενεργειακά “οικόπεδα”, εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πλέουν ανενόχλητες μαζί με ερευνητικά σκάφη, ενώ πρόσφατα γνωστοποιήθηκε ο σχεδιασμός της Άγκυρας για την δημιουργία ναυτικής βάσης στην Καρπασία.
Κατόπιν όλων αυτών, ακόμη και αν το Ελληνογαλλικό σύμφωνο αμυντικής συνεργασίας και συνδρομής δεν επεκταθεί περιλαμβάνοντας και την Κύπρο, ουσιαστικές ενέργειες προς την κατεύθυνση της αναβίωσης και της πλήρους υλοποίησης του Δόγματος του ΕΑΧ, θεωρούμε ότι είναι οι παρακάτω:
Στο κομμάτι της Πολεμικής Αεροπορίας:
1. Δεδομένου του εμπάργκο όπλων που εξακολουθεί να ισχύει από την πλευρά των ΗΠΑ προς την Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς έχουν αποδεσμεύσιμο μόνο non lethal (μη φονικό…) υλικό προς πώληση στην Κυπριακή Εθνοφρουρά, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να έχει στη διάθεσή της αμερικανικής κατασκευής και προέλευσης αεροσκάφη και όπλα. Επομένως θα πρέπει να διερευνηθεί σε καθαρά νομικό επίπεδο το εάν μπορεί να υπογράψει διακρατική συμφωνία με την Ελλάδα (ανακοινώσιμη ή μη…) μέσω της οποίας να μπορεί να χρηματοδοτήσει την εκπαίδευση πληρωμάτων (πιλοτηρίου ή αποστολής…) και την συντήρηση και υποστήριξη αεροσκαφών όπως τα C-130E/H σε διαμόρφωση ιπτάμενων τάνκερ (εφόσον υπάγονται στην κατηγορία non lethal equipment) και τα EMB-145AEW&C Erieye με τον εξοπλισμό αποστολής τους.
2. Οι δύο αυτοί τύποι αεροσκαφών είναι εξαιρετικά κρίσιμοι για την διενέργεια αεροπορικών επιχειρήσεων όχι μόνο πάνω από την Κύπρο, αλλά και πάνω από την Κυπριακή ΑΟΖ. Οι λόγοι είναι προφανείς… Η Πολεμική Αεροπορία με μονάδες ή αεροσκάφη της στην επιχειρησιακή εκμετάλλευση των οποίων θα εμπλέκεται και ελληνοκυπριακό προσωπικό, δεν χρειάζεται να διατηρεί μαχητικά ή άλλα αεροσκάφη επιφυλακής στα αεροδρόμια της Πάφου και της Λάρνακας.
Μπορεί να επιχειρεί από αεροδρόμια της Κρήτης, έχοντας διασφαλίσει επαρκή εποπτεία του εναέριου και θαλάσσιου χώρου μεταξύ Κρήτης και Κύπρου, αλλά και τη δυνατότητα να υποστηρίζει καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου αεροπορικές επιχειρήσεις στον ίδιο χώρο, μέσω της απόκτησης ικανότητας εναέριου ανεφοδιασμού σε καύσιμο.
Η περιοχή ελέγχου πτήσεων Ercan όπως απεικονίζεται στο χάρτη. Πρόκειται για περιοχή η οποία ΔΕΝ υφίσταται, καθώς δεν έχει αναγνωριστεί από τον Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO) και την οποία η Τουρκία προσπαθεί να ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ προκειμένου να διασφαλίσει περιοχή ευθύνης ελέγχου πτήσεων για το ψευδοκράτος. Πρόκειται για ακραία παράνομη ενέργεια που αποσκοπεί στην έμμεση αναγνώριση του τελευταίου και θέτει σε κίνδυνο τις διερχόμενες πτήσεις, καθώς το συγκεκριμένο κομμάτι εναέριου χώρου υπάγεται στο FIR Λευκωσίας. Οι Τούρκοι ελεγκτές καλούν τα πληρώματα των διερχόμενων πτήσεων να επικοινωνήσουν με την παράνομη συχνότητα του Ercan και όχι με αυτή της Περιοχής Ελέγχου Λευκωσίας, αδιαφορώντας κυριολεκτικά για την ασφάλεια τους. Άλλος ένας λόγος για τον οποίο Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να επιμείνουν αφενός στις καταγγελίες τους στον ICAO και αφετέρου πρέπει σε συνεργασία να ενισχύσουν την αεροναυτική τους παρουσία στην περιοχή.
3. Στο κρίσιμο ζήτημα των μαχητικών αεροσκαφών, οφείλουμε να επισημάνουμε πρώτα από όλα ότι για την ελληνική άμυνα είναι εξόχως κρίσιμη η διατήρηση οροφής 200 μαχητικών αεροσκαφών. Αξιόμαχων μαχητικών… Στόχος που δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Βρίσκεται μεν σε εξέλιξη μία συνολική προσπάθεια, η οποία όμως κανείς δεν γνωρίζει με ασφάλεια που θα καταλήξει. Ο οικονομικότερος και αποτελεσματικότερος δρόμος, δείχνει να είναι ο εκσυγχρονισμός των F-16C/D Block 30 και -50 της Πολεμικής Αεροπορίας. Μία τέτοια ενέργεια πέραν όλων των άλλων, θα περιορίσει τον αριθμό των τύπων των μαχητικών σε ελληνική υπηρεσία σε τέσσερις (F-16V, F-16 Block 50++ Advanced, Mirage 2000-5Mk.2 και Rafale) πραγματικά αξιόμαχους.
Σήμερα βρισκόμαστε στους έξι (F-16V, F-16 Block 30, F-16 Block 50, Mirage 2000-5Mk.2, Rafale και F-4E AUP) με τους τρεις να έχουν περιορισμένες επιχειρησιακές δυνατότητες. Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να προβεί και σε αγορά δεύτερης Μοίρας μαχητικών Rafale.
Τουλάχιστον 20 ακόμη μονάδων δηλαδή, προκειμένου να μην αφήσει “μισή” την ήδη μεγάλη επένδυση που έχει κάνει. Επιπρόσθετα όμως δείχνει να προσανατολίζεται και στο F-35A, οπότε τα πράγματα αρχίζουν και γίνονται πάλι περίπλοκα σε ότι αφορά το (διαχρονικά φλέγον…) ζήτημα της πολυτυπίας και των διαθεσιμοτήτων και δευτερευόντως της οροφής.
Και εδώ είναι που μπορεί να εμπλακεί η Κυπριακή Δημοκρατία… Μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα λόγω αμερικανικού εμπάργκο να συμμετέχει με οποιοδήποτε τρόπο στην επιχειρησιακή αξιοποίηση αμερικανικών μαχητικών και αερομεταφερόμενων όπλων, δεν ισχύει όμως το ίδιο με τα γαλλικής κατασκευής και προέλευσης μαχητικά και τα όπλα τους.
Κατά συνέπεια, μπορεί να συμμετέχει στην προμήθεια αυτής της δεύτερης Μοίρας Rafale που απαιτείται, καθώς και πρόσθετων αερομεταφερόμενων όπλων (αέρος – αέρος, αέρος – εδάφους, αντιπλοϊκών). Δεδομένου ότι τα αεροσκάφη θα είναι καινούρια, πιθανότατα της διαμόρφωσης F4, το κόστος θα διαμορφωθεί σε 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ κατά προσέγγιση.
Με άλλα λόγια η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να συμβάλει στην πραγματική διατήρηση οροφής 200+ μαχητικών στην Πολεμική Αεροπορία, χωρίς αυτή να επιβαρυνθεί εξ ολοκλήρου την αγορά και την εκμετάλλευσή τους… Το νούμερο των 2,5 (κατά προσέγγιση επαναλαμβάνουμε…) δισεκατομμυρίων ευρώ που προαναφέραμε, προκύπτει από το ότι η σύμβαση που έχει υπογραφεί για τα έξι καινούρια ελληνικά Rafale F3R, αναγράφει κόστος 530 εκατομμυρίων ευρώ.
Δηλαδή 88,33 εκατομμυρίων ευρώ ανά μονάδα. Φυσικά η Κυπριακή Δημοκρατία θα συμμετέχει (κατά 50% ή οποιοδήποτε άλλο ποσοστό συμφωνηθεί…) και στο κόστος συντήρησης και υποστήριξης αεροσκαφών και όπλων, ενώ θα διαθέσει και προσωπικό. Τεχνικούς και ιπταμένους.
Τα μαχητικά αυτά επιχειρώντας από αεροδρόμια στην Κρήτη, μπορούν να καλύψουν την Κύπρο σε μικρό χρονικό διάστημα. Η κάλυψη δε αυτή μπορεί να είναι πολλαπλάσια αποτελεσματική σε όλους τους ρόλους, εφόσον συνδυάζεται και με δυνατότητα εναέριου ανεφοδιασμού, καθώς και επαρκή εξ αποστάσεως, εναέρια επιτήρηση, συνεργασία για συντονισμό επιχειρήσεων και έγκαιρη προειδοποίηση…
Το κόστος επομένως δεν είναι το πρόβλημα. Αυτό τουλάχιστον λένε τα νούμερα. Το να γίνει μία επένδυση της τάξης των τριών δισεκατομμυρίων ευρώ για όλα όσα προαναφέρθηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία για τη δημιουργία δικής της Αεροπορίας εντός της Πολεμικής Αεροπορίας, σε βάθος δεκαετίας, είναι κάτι παραπάνω από εφικτό με βάση τις οικονομικές δυνατότητές της.
Στο κομμάτι του Πολεμικού Ναυτικού:
1. Η διαδικασία της ανανέωσης του στόλου των μονάδων επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού ξεκίνησε πρακτικά με την υπογραφή του ελληνογαλλικού συμφώνου αμυντικής συνεργασίας και συνδρομής, πρόσφατα. Επιθυμία της ελληνικής πλευράς είναι η εμπλοκή της εγχώριας βιομηχανίας σε αυτή τη διαδικασία.
Μία διαδικασία που υπολογίζεται ότι θα έχει μεγάλο βάθος χρόνου, αν φυσικά ληφθεί υπόψη ότι το Πολεμικό Ναυτικό δεν έχει ανάγκη μόνο από νέα υποβρύχια, αλλά και από πρόσθετες μεγάλες μονάδες επιφανείας, ΤΠΚ και κανονιοφόρους. Με δεδομένο το ότι όλα αυτά τα σκάφη πλην των τύπου “Ρουσσεν”, OSPREY 55 και HSY56/56A, είναι ηλικίας 45 ετών κατά μέσο όρο, είναι ευνόητο ότι θα απαιτηθεί η ναυπήγηση νέων εντός της τρέχουσας δεκαετίας…
2. Είναι δύσκολο να κατανοήσει πραγματικά κανείς για ποιους ακριβώς λόγους η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει τη δυνατότητα να εμπλακεί σε αυτή τη διαδικασία. Με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσε να συμμετέχει στη συγκρότηση και την επάνδρωση μίας δεύτερης Μοίρας Rafale. Οι τέσσερις κορβέτες επί παραδείγματι που διαπραγματεύεται προς αγορά και ναυπήγηση στην Ελλάδα η παρούσα κυβέρνηση, θα μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν έξι με χρηματοδότηση της κυπριακής κυβέρνησης…
Το κατά προσέγγιση κόστος του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ (μαζί με τα όπλα και τους αισθητήρες) δύο τέτοιων μονάδων επιφανείας μπορεί να τα αντέξει η κυπριακή οικονομία, όπως και αυτό της υποστήριξής τους. Είτε εξ ολοκλήρου, είτε εν μέρει, σε συνεργασία με την ελληνική πλευρά.
3. Για ποιους ακριβώς λόγους δεν είναι δυνατόν στην Κύπρο να δημιουργηθεί ναύσταθμος με πλήρεις υποδομές προς εξυπηρέτηση και υποστήριξη μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων; Η μέχρι σήμερα εμπειρία έχει αποδείξει ότι η ύπαρξη επάκτιων πυροβολαρχιών αντιπλοϊκών πυραύλων Exocet, δεν έχει αποθαρρύνει την Τουρκία από το να εισβάλει όποτε θέλει εντός της κυπριακής ΑΟΖ με πολεμικά και ερευνητικά πλοία…
Και πάλι το κόστος δεν φαίνεται να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα. Είτε για την κυπριακή πλευρά, είτε για την ελληνική που και πάλι μέσω του Πολεμικού Ναυτικού και των υποδομών και της εμπειρίας του, θα κληθεί να υποστηρίξει το εγχείρημα της απόκτησης και αξιοποίησης δύο κορβετών τουλάχιστον από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Μετά από δεκαετίες ολόκληρες, παραμένει ζητούμενο η δυνατότητα των δύο πλευρών να διεξάγουν σε συνεργασία παρατεταμένες και σε μεγάλη έκταση (Κρήτη – Κύπρος) αεροναυτικές επιχειρήσεις. Επί της ουσίας είναι πραγματικά πολύ λίγα αυτά που έχουν γίνει σε αυτό τον τομέα τα τελευταία 50 χρόνια.
Αυτό που φαίνεται ότι είναι δύσκολο και για τις δύο πλευρές (ελλαδική και κυπριακή), είναι ότι στο πλαίσιο ενός ανανεωμένου Δόγματος ΕΑΧ, επιβάλλεται να υπάρχει ρητή δέσμευση ελληνικής επέμβασης σε περίπτωση που η Κύπρος δεχθεί επίθεση και αντίστροφα… Αυτό άλλωστε σημαίνει Ενιαίος Αμυντικός Χώρος.
Κατά συνέπεια όλα ξεκινούν και καταλήγουν εκεί. Εφόσον η συγκυρία είναι απόλυτα ευνοϊκή, αν αυτή η θεμελιώδης συνθήκη δεν θεσμοθετηθεί τώρα, δεν θα θεσμοθετηθεί ποτέ. Και μάλιστα με τρόπο που τα συμφωνηθέντα και υπογραφέντα να μην μπορούν να αθετηθούν από καμία από τις δύο πλευρές ανεξαρτήτως πολιτικών ή άλλων συνθηκών.
Στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την διακήρυξή του στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘90, η Τουρκία έχει σταδιακά και μεθοδικά ενισχύσει την στρατιωτική της παρουσία στην κατεχόμενη Κύπρο, με πολλούς τρόπους. Σε δεύτερο χρόνο, την τελευταία πενταετία μονάδες επιφανείας του τουρκικού Ναυτικού έχουν σχεδόν μόνιμη παρουσία σε κυπριακά ενεργειακά “οικόπεδα”, εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πλέουν ανενόχλητες μαζί με ερευνητικά σκάφη, ενώ πρόσφατα γνωστοποιήθηκε ο σχεδιασμός της Άγκυρας για την δημιουργία ναυτικής βάσης στην Καρπασία.
Κατόπιν όλων αυτών, ακόμη και αν το Ελληνογαλλικό σύμφωνο αμυντικής συνεργασίας και συνδρομής δεν επεκταθεί περιλαμβάνοντας και την Κύπρο, ουσιαστικές ενέργειες προς την κατεύθυνση της αναβίωσης και της πλήρους υλοποίησης του Δόγματος του ΕΑΧ, θεωρούμε ότι είναι οι παρακάτω:
Στο κομμάτι της Πολεμικής Αεροπορίας:
1. Δεδομένου του εμπάργκο όπλων που εξακολουθεί να ισχύει από την πλευρά των ΗΠΑ προς την Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς έχουν αποδεσμεύσιμο μόνο non lethal (μη φονικό…) υλικό προς πώληση στην Κυπριακή Εθνοφρουρά, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να έχει στη διάθεσή της αμερικανικής κατασκευής και προέλευσης αεροσκάφη και όπλα. Επομένως θα πρέπει να διερευνηθεί σε καθαρά νομικό επίπεδο το εάν μπορεί να υπογράψει διακρατική συμφωνία με την Ελλάδα (ανακοινώσιμη ή μη…) μέσω της οποίας να μπορεί να χρηματοδοτήσει την εκπαίδευση πληρωμάτων (πιλοτηρίου ή αποστολής…) και την συντήρηση και υποστήριξη αεροσκαφών όπως τα C-130E/H σε διαμόρφωση ιπτάμενων τάνκερ (εφόσον υπάγονται στην κατηγορία non lethal equipment) και τα EMB-145AEW&C Erieye με τον εξοπλισμό αποστολής τους.
2. Οι δύο αυτοί τύποι αεροσκαφών είναι εξαιρετικά κρίσιμοι για την διενέργεια αεροπορικών επιχειρήσεων όχι μόνο πάνω από την Κύπρο, αλλά και πάνω από την Κυπριακή ΑΟΖ. Οι λόγοι είναι προφανείς… Η Πολεμική Αεροπορία με μονάδες ή αεροσκάφη της στην επιχειρησιακή εκμετάλλευση των οποίων θα εμπλέκεται και ελληνοκυπριακό προσωπικό, δεν χρειάζεται να διατηρεί μαχητικά ή άλλα αεροσκάφη επιφυλακής στα αεροδρόμια της Πάφου και της Λάρνακας.
Μπορεί να επιχειρεί από αεροδρόμια της Κρήτης, έχοντας διασφαλίσει επαρκή εποπτεία του εναέριου και θαλάσσιου χώρου μεταξύ Κρήτης και Κύπρου, αλλά και τη δυνατότητα να υποστηρίζει καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου αεροπορικές επιχειρήσεις στον ίδιο χώρο, μέσω της απόκτησης ικανότητας εναέριου ανεφοδιασμού σε καύσιμο.
Η περιοχή ελέγχου πτήσεων Ercan όπως απεικονίζεται στο χάρτη. Πρόκειται για περιοχή η οποία ΔΕΝ υφίσταται, καθώς δεν έχει αναγνωριστεί από τον Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO) και την οποία η Τουρκία προσπαθεί να ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ προκειμένου να διασφαλίσει περιοχή ευθύνης ελέγχου πτήσεων για το ψευδοκράτος. Πρόκειται για ακραία παράνομη ενέργεια που αποσκοπεί στην έμμεση αναγνώριση του τελευταίου και θέτει σε κίνδυνο τις διερχόμενες πτήσεις, καθώς το συγκεκριμένο κομμάτι εναέριου χώρου υπάγεται στο FIR Λευκωσίας. Οι Τούρκοι ελεγκτές καλούν τα πληρώματα των διερχόμενων πτήσεων να επικοινωνήσουν με την παράνομη συχνότητα του Ercan και όχι με αυτή της Περιοχής Ελέγχου Λευκωσίας, αδιαφορώντας κυριολεκτικά για την ασφάλεια τους. Άλλος ένας λόγος για τον οποίο Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να επιμείνουν αφενός στις καταγγελίες τους στον ICAO και αφετέρου πρέπει σε συνεργασία να ενισχύσουν την αεροναυτική τους παρουσία στην περιοχή.
3. Στο κρίσιμο ζήτημα των μαχητικών αεροσκαφών, οφείλουμε να επισημάνουμε πρώτα από όλα ότι για την ελληνική άμυνα είναι εξόχως κρίσιμη η διατήρηση οροφής 200 μαχητικών αεροσκαφών. Αξιόμαχων μαχητικών… Στόχος που δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Βρίσκεται μεν σε εξέλιξη μία συνολική προσπάθεια, η οποία όμως κανείς δεν γνωρίζει με ασφάλεια που θα καταλήξει. Ο οικονομικότερος και αποτελεσματικότερος δρόμος, δείχνει να είναι ο εκσυγχρονισμός των F-16C/D Block 30 και -50 της Πολεμικής Αεροπορίας. Μία τέτοια ενέργεια πέραν όλων των άλλων, θα περιορίσει τον αριθμό των τύπων των μαχητικών σε ελληνική υπηρεσία σε τέσσερις (F-16V, F-16 Block 50++ Advanced, Mirage 2000-5Mk.2 και Rafale) πραγματικά αξιόμαχους.
Σήμερα βρισκόμαστε στους έξι (F-16V, F-16 Block 30, F-16 Block 50, Mirage 2000-5Mk.2, Rafale και F-4E AUP) με τους τρεις να έχουν περιορισμένες επιχειρησιακές δυνατότητες. Έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να προβεί και σε αγορά δεύτερης Μοίρας μαχητικών Rafale.
Τουλάχιστον 20 ακόμη μονάδων δηλαδή, προκειμένου να μην αφήσει “μισή” την ήδη μεγάλη επένδυση που έχει κάνει. Επιπρόσθετα όμως δείχνει να προσανατολίζεται και στο F-35A, οπότε τα πράγματα αρχίζουν και γίνονται πάλι περίπλοκα σε ότι αφορά το (διαχρονικά φλέγον…) ζήτημα της πολυτυπίας και των διαθεσιμοτήτων και δευτερευόντως της οροφής.
Και εδώ είναι που μπορεί να εμπλακεί η Κυπριακή Δημοκρατία… Μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα λόγω αμερικανικού εμπάργκο να συμμετέχει με οποιοδήποτε τρόπο στην επιχειρησιακή αξιοποίηση αμερικανικών μαχητικών και αερομεταφερόμενων όπλων, δεν ισχύει όμως το ίδιο με τα γαλλικής κατασκευής και προέλευσης μαχητικά και τα όπλα τους.
Κατά συνέπεια, μπορεί να συμμετέχει στην προμήθεια αυτής της δεύτερης Μοίρας Rafale που απαιτείται, καθώς και πρόσθετων αερομεταφερόμενων όπλων (αέρος – αέρος, αέρος – εδάφους, αντιπλοϊκών). Δεδομένου ότι τα αεροσκάφη θα είναι καινούρια, πιθανότατα της διαμόρφωσης F4, το κόστος θα διαμορφωθεί σε 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ κατά προσέγγιση.
Με άλλα λόγια η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να συμβάλει στην πραγματική διατήρηση οροφής 200+ μαχητικών στην Πολεμική Αεροπορία, χωρίς αυτή να επιβαρυνθεί εξ ολοκλήρου την αγορά και την εκμετάλλευσή τους… Το νούμερο των 2,5 (κατά προσέγγιση επαναλαμβάνουμε…) δισεκατομμυρίων ευρώ που προαναφέραμε, προκύπτει από το ότι η σύμβαση που έχει υπογραφεί για τα έξι καινούρια ελληνικά Rafale F3R, αναγράφει κόστος 530 εκατομμυρίων ευρώ.
Δηλαδή 88,33 εκατομμυρίων ευρώ ανά μονάδα. Φυσικά η Κυπριακή Δημοκρατία θα συμμετέχει (κατά 50% ή οποιοδήποτε άλλο ποσοστό συμφωνηθεί…) και στο κόστος συντήρησης και υποστήριξης αεροσκαφών και όπλων, ενώ θα διαθέσει και προσωπικό. Τεχνικούς και ιπταμένους.
Τα μαχητικά αυτά επιχειρώντας από αεροδρόμια στην Κρήτη, μπορούν να καλύψουν την Κύπρο σε μικρό χρονικό διάστημα. Η κάλυψη δε αυτή μπορεί να είναι πολλαπλάσια αποτελεσματική σε όλους τους ρόλους, εφόσον συνδυάζεται και με δυνατότητα εναέριου ανεφοδιασμού, καθώς και επαρκή εξ αποστάσεως, εναέρια επιτήρηση, συνεργασία για συντονισμό επιχειρήσεων και έγκαιρη προειδοποίηση…
Το κόστος επομένως δεν είναι το πρόβλημα. Αυτό τουλάχιστον λένε τα νούμερα. Το να γίνει μία επένδυση της τάξης των τριών δισεκατομμυρίων ευρώ για όλα όσα προαναφέρθηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία για τη δημιουργία δικής της Αεροπορίας εντός της Πολεμικής Αεροπορίας, σε βάθος δεκαετίας, είναι κάτι παραπάνω από εφικτό με βάση τις οικονομικές δυνατότητές της.
Στο κομμάτι του Πολεμικού Ναυτικού:
1. Η διαδικασία της ανανέωσης του στόλου των μονάδων επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού ξεκίνησε πρακτικά με την υπογραφή του ελληνογαλλικού συμφώνου αμυντικής συνεργασίας και συνδρομής, πρόσφατα. Επιθυμία της ελληνικής πλευράς είναι η εμπλοκή της εγχώριας βιομηχανίας σε αυτή τη διαδικασία.
Μία διαδικασία που υπολογίζεται ότι θα έχει μεγάλο βάθος χρόνου, αν φυσικά ληφθεί υπόψη ότι το Πολεμικό Ναυτικό δεν έχει ανάγκη μόνο από νέα υποβρύχια, αλλά και από πρόσθετες μεγάλες μονάδες επιφανείας, ΤΠΚ και κανονιοφόρους. Με δεδομένο το ότι όλα αυτά τα σκάφη πλην των τύπου “Ρουσσεν”, OSPREY 55 και HSY56/56A, είναι ηλικίας 45 ετών κατά μέσο όρο, είναι ευνόητο ότι θα απαιτηθεί η ναυπήγηση νέων εντός της τρέχουσας δεκαετίας…
2. Είναι δύσκολο να κατανοήσει πραγματικά κανείς για ποιους ακριβώς λόγους η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει τη δυνατότητα να εμπλακεί σε αυτή τη διαδικασία. Με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσε να συμμετέχει στη συγκρότηση και την επάνδρωση μίας δεύτερης Μοίρας Rafale. Οι τέσσερις κορβέτες επί παραδείγματι που διαπραγματεύεται προς αγορά και ναυπήγηση στην Ελλάδα η παρούσα κυβέρνηση, θα μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν έξι με χρηματοδότηση της κυπριακής κυβέρνησης…
Το κατά προσέγγιση κόστος του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ (μαζί με τα όπλα και τους αισθητήρες) δύο τέτοιων μονάδων επιφανείας μπορεί να τα αντέξει η κυπριακή οικονομία, όπως και αυτό της υποστήριξής τους. Είτε εξ ολοκλήρου, είτε εν μέρει, σε συνεργασία με την ελληνική πλευρά.
3. Για ποιους ακριβώς λόγους δεν είναι δυνατόν στην Κύπρο να δημιουργηθεί ναύσταθμος με πλήρεις υποδομές προς εξυπηρέτηση και υποστήριξη μονάδων επιφανείας και υποβρυχίων; Η μέχρι σήμερα εμπειρία έχει αποδείξει ότι η ύπαρξη επάκτιων πυροβολαρχιών αντιπλοϊκών πυραύλων Exocet, δεν έχει αποθαρρύνει την Τουρκία από το να εισβάλει όποτε θέλει εντός της κυπριακής ΑΟΖ με πολεμικά και ερευνητικά πλοία…
Και πάλι το κόστος δεν φαίνεται να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα. Είτε για την κυπριακή πλευρά, είτε για την ελληνική που και πάλι μέσω του Πολεμικού Ναυτικού και των υποδομών και της εμπειρίας του, θα κληθεί να υποστηρίξει το εγχείρημα της απόκτησης και αξιοποίησης δύο κορβετών τουλάχιστον από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Μετά από δεκαετίες ολόκληρες, παραμένει ζητούμενο η δυνατότητα των δύο πλευρών να διεξάγουν σε συνεργασία παρατεταμένες και σε μεγάλη έκταση (Κρήτη – Κύπρος) αεροναυτικές επιχειρήσεις. Επί της ουσίας είναι πραγματικά πολύ λίγα αυτά που έχουν γίνει σε αυτό τον τομέα τα τελευταία 50 χρόνια.
Αυτό που φαίνεται ότι είναι δύσκολο και για τις δύο πλευρές (ελλαδική και κυπριακή), είναι ότι στο πλαίσιο ενός ανανεωμένου Δόγματος ΕΑΧ, επιβάλλεται να υπάρχει ρητή δέσμευση ελληνικής επέμβασης σε περίπτωση που η Κύπρος δεχθεί επίθεση και αντίστροφα… Αυτό άλλωστε σημαίνει Ενιαίος Αμυντικός Χώρος.
Κατά συνέπεια όλα ξεκινούν και καταλήγουν εκεί. Εφόσον η συγκυρία είναι απόλυτα ευνοϊκή, αν αυτή η θεμελιώδης συνθήκη δεν θεσμοθετηθεί τώρα, δεν θα θεσμοθετηθεί ποτέ. Και μάλιστα με τρόπο που τα συμφωνηθέντα και υπογραφέντα να μην μπορούν να αθετηθούν από καμία από τις δύο πλευρές ανεξαρτήτως πολιτικών ή άλλων συνθηκών.
Δημοσίευση σχολίου