Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
(Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)
Έχουν περάσει 200 χρόνια απ’ την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και 69 από την είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ το 1952, στο οποίο παραμείναμε έκτοτε με ενδιάμεσο διάλειμμα την εξαετία 1974-’80 της αποχώρησής μας (με πρωτοβουλία του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή) από το στρατιωτικό σκέλος του λόγω της μη παρεμπόδισης εκ μέρους του της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Μέσα στα χρόνια αυτά (χρόνια πολέμου και ειρήνης που μας σημάδεψαν τον 20ο αιώνα και μας πέρασαν δια πυρός και σιδήρου στον 21ο) και όσο πλησιάζουμε στη σύγχρονη πραγματικότητα, έχουν αποτυπωθεί στο μυαλό των Ελλήνων σαν ”θέσφατα” κάποια αρνητικά δεδομένα τα οποία άπτονται της Εξωτερικής πολιτικής μας:
1. Η μόνιμη επωδός της Τουρκίας για αναγνώριση ”δύο κρατών και δύο λαών” στην Κύπρο (πρόταση-κόλαφος για ”διχοτόμηση” του νησιού).
2. Η αναθεωρητική στρατηγική της με στόχο την αλλαγή των ελληνοτουρκικών συνόρων και πολιορκητικό κριό το διττό, διαχρονικό της αίτημα περί αναγνώρισης τουρκικής μειονότητας στη Θράκη και αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου.
3. Η ανικανότητα της Ελλάδας να αποδείξει στο ΝΑΤΟ και τους ”Μεγάλους” της Γης ότι έχει δικαίωμα και αυτή στην Άμυνα, με αφορμή τις κλιμακούμενες επικίνδυνα τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο.
4. Η οχύρωσή μας – σε κυβερνητικό επίπεδο – πίσω απ’ το Ανδρεοπαπανδρεϊκό ”Δεν διεκδικούμε τίποτα από κανέναν, αλλά και δεν παραχωρούμε τίποτα σε κανέναν”, που μας έκανε τελικά κακό γιατί μας απενεργοποίησε εθνικά, καθώς μας ώθησε να ρίξουμε όλο το βάρος στο πρώτο σκέλος του ”δόγματος” αφήνοντας στο περιθώριο το δεύτερο ως δεδομένο.
5. Η ιδεοληψία μας να πιστεύουμε ότι υπάρχουν φιλέλληνες και ανθέλληνες ξένοι ηγέτες, ενώ θα έπρεπε να έχουμε καταλάβει ότι δεν υπάρχουν φιλίες μεταξύ των κρατών παρά μόνο συμφέροντα και ότι οι Έλληνες που προτάσσουν έναντι όλων τα συμφέροντα της πατρίδας είναι οι μόνοι φιλέλληνες. Και…
6. Η μόνιμη επωδός του ΝΑΤΟ περί αναγνώρισης της συμβολής της Τουρκίας στην Βορειοατλαντική Συμμαχία (παράλληλα με την παρουσία της ως περιφερειακής δύναμης του 21ου αιώνα στα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία).
Στα ”θέσφατα” αυτά, εμείς – αντί να επανακαθορίσουμε τη στάση μας με βάση τα συμφέροντα και τη στρατηγική μας – απαντάμε ως σύγχρονοι Λωτοφάγοι με την απάλειψη της ιστορικής μνήμης μας, σαν να επιδιώκουμε τον αφανισμό μας απ’ τη σκηνή της ιστορίας.
Και τον επιδιώκουμε τροχοδρομώντας στις ράγες του ραγιαδισμού, του ανορθολογισμού και της αδύνατης κρίσης μας που μας εμποδίζει να καταλάβουμε την αμοιβαία σχέση της μνήμης και της λήθης με την ιστορία.
Απτό, τελευταίο παράδειγμα ανυπαρξίας της ιστορικής μνήμης είναι το γεγονός ότι σε ”επιστημονικό συνέδριο” στα Γιάννενα ετοιμάζονται να τιμήσουν (ως νεοραγιάδες υποτελείς και συμμέτοχοι στον καμβά μιας πολυπολιτισμικής, νεωτεριστικής κοινωνίας) τον διαβόητο Αλή Πασά (απηνή διώκτη των Σουλιωτών) ο Δήμος Ιωαννίνων και η Επιτροπή ”Ελλάδα 2021” της Γιάννας Αγγελοπούλου, στο πλαίσιο των εορτασμών για την παρέλευση 200 ετών από την Επανάσταση του 1821!!!..
Έτσι σβήνονται τεχνηέντως και με τη βούλα του ελληνικού κράτους από’ την εθνική συνείδηση των Ελλήνων ονόματα-σταθμοί στην αντίσταση των Ηπειρωτών κατά του αιμοσταγούς Αλβανού Πασά απ’ το Τεπελένι ο οποίος ευθύνεται για αποτρόπαια εγκλήματα κατά των Ελλήνων.
Το δυστύχημα είναι ότι το ανιστόρητο κράτος μας εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή με δύο πρόσωπα (αυτό της νυν και το άλλο της πρώην κυβέρνησης), που μοιράζονται τις ευθύνες για τον εθνικό αποχρωματισμό μας δια της ενίσχυσης της φωνής των ιστορικά αμνήμονων Ελλήνων.
Των ιστορικά αμνήμονων και των τουρκόφρονων της μουσουλμανικής μειονότητας Θράκης οι οποίοι μάχονται διαχρονικά με σκοπό να κάνουν πραγματικότητα το πάγιο αίτημα της Τουρκίας για αναγνώριση ”τουρκικής”’ μειονότητας στην Ελλάδα.
Ενδεικτικό παράδειγμα έμμεσης στήριξης των ”αγγελιοφόρων της Άγκυρας” στον ΒΑ προμαχώνα του Ελληνισμού είναι η στάση του πρώην ΥΠΕΞ του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργου Κατρούγκαλου, ο οποίος – σε πρόσφατη συνέντευξή του στον διαδικτυακό ιστότοπο της Κομοτηνής Xronos.gr – αφού απέφυγε να σχολιάσει την απορριπτική απόφαση του Αρείου Πάγου για έμμεση αναγνώριση τουρκικής μειονότητας στη Θράκη (1/7/’21) – στήριξε με ρητορική ευλυγισία (ως υποτελής νεο-ραγιάς) την απόφαση του ΕΔΔΑ του 2008 (Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) που ζητούσε από την Ελλάδα την ικανοποίηση του αιτήματός τους να αναγνωριστούν ως ”τουρκικά” τα Σωματεία τους.
Τα δεδομένα αυτά δικαιολογούν γιατί η Ελλάδα του ”χθες” και του σήμερα αντιδρά υποχωρώντας σε κάθε τουρκική επεκτατική πίεση της ”Γαλάζιας Πατρίδας”, που επιτρέπει στην Άγκυρα να υλοποιεί σταδιακά τη στρατηγική της από τη Θράκη ως το Καστελόριζο κι από εκεί — ανατολικά της θαλάσσιας ζώνης Ρόδου-Καρπάθου — μέχρι την Κρήτη και την Κύπρο.
Της επιτρέπει να μας παίζει στα δάχτυλα σαν νεο-ραγιάδες με όρους ισχύος (casus belli) απειλώντας μας ωμά και ξεκάθαρα, με τις πλάτες των ”Μεγάλων” της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αν και η Τουρκία δεν είναι μέλος της πρώτης και συμπεριφέρεται σαν άπιστη σύζυγος στη στρατιωτική αμυντική συμμαχία της Δύσης, την επωνομαζόμενη ”Βορειοατλαντική”.
– Κι εμείς, τι κάνουμε εμείς απέναντι σε όλα αυτά; ρωτάτε ανήσυχοι.
– Εμείς κάναμε ήδη ένα βήμα μπροστά, είναι αλήθεια. Γι’ αυτό και η Άγκυρα ”βλέπει εχθρικές κινήσεις” της Αθήνας πίσω απ’ τη γαλλική και την ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία που υπογράψαμε.
Ωστόσο δεν κάναμε το άλμα που θα ήταν ευχής έργο να κάνουμε και θα μας έφερνε σε απόσταση αναπνοής απ’ τον στρατηγικό μεγαλόπνοο και μακροπρόθεσμο στόχο τον οποίο θα έπρεπε να έχουμε θέσει από χρόνια: να βάλουμε δηλαδή τις βάσεις για τη σταδιακή αμυντική μας αυτάρκεια η οποία προϋποθέτει ανάπτυξη της εγκαταλελειμμένης ως τώρα ελληνική αμυντικής βιομηχανίας (ΕΒΟ), στο πλαίσιο της στρατηγικής μας αυτονομίας.
Στην πρώτη περίπτωση (αυτήν της ελληνογαλλικής συμφωνίας που ήταν και η επιτυχέστερη) δεν κάναμε παρ’ ελπίδα το αμυντικό άλμα με δική μας υπαιτιότητα, αφού – καθυστερώντας την ανακήρυξη της ΑΟΖ και της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδα μας με την Κύπρο και την Τουρκία και με προηγηθείσα την ημιτελή ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία – ”αναγκάσαμε” τη Γαλλία να μη συμπεριλάβει υπό την αμυντική προστασία της την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα μας ως μη ενταγμένες επίσημα στην ελληνική κυριαρχία.
Όμως ας μην είμαστε μίζεροι. Προπάντων, ας μην τρέφουμε αυταπάτες όσο εκλείπουν απ’ τους Έλληνες κυβερνήτες η βούληση και το θάρρος να διορθώσουν τα κακώς κείμενα στη σχέση μας με την Τουρκία.
Και τα κακώς κείμενα είναι άμεσα συνδεδεμένα με την μη αξιοποίηση της Σύμβασης του Δικαίου των Θαλασσών (Montego Bay, 1982) στα χρόνια που είχαμε ευκαιρίες να την εκμεταλλευτούμε (απ’ τη δεκαετία του ’80 και εντεύθεν) για επέκταση των θαλασσίων συνόρων μας προς ανατολάς στα 12 νμ και για κλείσιμο του θέματος των θαλασσίων ζωνών με άμεση ”ελληνοποίησή” τους.
Αντ’ αυτού εμείς χάσαμε πολύτιμο έδαφος στο θέμα ναυτικής ισχύος, με αποτέλεσμα να τρέχουμε να προλάβουμε από το ’10 την τουρκική επιθετικότητα, ενδεικτική της οποίας είναι η απειλή την οποία εκτόξευσε προς την Ελλάδα ο επικεφαλής του τουρκικού Ινστιτούτου TÜRK DEGS Ναύαρχος Cihat Yayci, σε περίπτωση που επιχειρήσει η χώρα μας να επεκτείνει αιφνιδιαστικά τα χωρικά της ύδατα στα 12 νμ (κάτι που θα μετέτρεπε το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη με 70 % ελληνική κυριαρχία).
Για να επανέλθω όμως στο ζήτημα της μη αξιοποίησης γεωπολιτικών ευκαιριών μέχρι τώρα, θα έλεγα πως σημάδι αλλαγής πλεύσης προς το καλύτερο είναι η ενεργειακή συνεργασία μας με Κύπρο-Αίγυπτο-Ισραήλ στο θέμα του αγωγού East Med.
Συνεργασίας που έφερε την Ελλάδα στο επίκεντρο των γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην Ανατολική Μεσόγειο από εκεί που ήταν ουραγός των σχετικών εξελίξεων, με αποτέλεσμα να έχουμε άλλη μια ευκαιρία να μετριάσουμε τις απώλειες του παρελθόντος και να πετύχουμε την εξισορρόπηση δυνάμεων στο Αιγαίο την οποία πάντα επιδιώκαμε.
Επιπρόσθετα χρήσιμες για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων στο θέμα αυτό είναι και οι τελευταίες αμυντικές συμφωνίες που κλείσαμε με Γαλλία και ΗΠΑ (μετά από εκείνην με τα ΗΑΕ), οι οποίες πρέπει να αξιοποιηθούν το γρηγορότερο δυνατόν στον όποιο βαθμό πέτυχαν τον σκοπό τους.
Και υπονοώ με αυτό ότι δεν επιτεύχθηκαν πλήρως οι σκοποί αμφοτέρων πέραν των όσων διθυραμβικών ακούστηκαν από κυβερνητικά χείλη. Ασφαλώς η ελληνογαλλική συμφωνία είναι συμφερότερη απ’ την ελληνοαμερικανική, αν και όχι άκρως ικανοποιητική όπως θα θέλαμε.
Κι αυτό λόγω του ότι τα Rafale και τα Belharra που αγοράσαμε δεν έρχονται πλήρως εξοπλισμένα και, επιπλέον- όπως προείπα – δεν καλύπτονται αμυντικά απ’ τους Γάλλους η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα μας ως μη ενταγμένες επίσημα στην ελληνική κυριαρχία, κάτι για το οποίο ευθύνονται οι άτολμες διαχρονικά κυβερνήσεις μας.
Ως προς το θέμα τώρα της Ελληνοαμερικανικής Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) – η οποία είναι τροποποίηση της σύμβασης του 1990, ετεροβαρής και κομμένη στα μέτρα των ΗΠΑ – θα ήμουν λιγότερο επιφυλακτική για την προσαυξημένη ωφελιμότητά της έναντι εκείνης του ’90, αν ήξερα ότι η διάθεση των Αμερικανών για ”βάσεις διασφάλισης της άμυνας της Ελλάδας” οφείλεται εν μέρει σε λόγους ανταμοιβής της για τη διαχρονική πίστη της στη Διεθνή νομιμότητα και όχι σε λόγους καθαρά συμφεροντολογικούς.
Αν ήμουν σίγουρη ότι οι πέραν του Ατλαντικού σύμμαχοί μας πιστεύουν στη Συμφωνία όσο εμείς (σε επίπεδο κυβερνητικό) και δεν την θεωρούν ευκαιριακή, ώστε – την ίδια στιγμή που μας βλέπουν πρόθυμους να τους παραδώσουμε Γη και Ύδωρ – να παζαρεύουν, από κοινού με το ΝΑΤΟ, με την ”σύμμαχο” Τουρκία (Τζέφρι Πάιατ: Η Τουρκία παραμένει ”μείζων παράγοντας” στα Δυτικά Βαλκάνια, στη Μαύρη Θάλασσα και στην Ανατολική Μεσόγειο…).
Με άλλα λόγια τα δεδομένα ”φωνάζουν” ότι οι Αμερικανοί μάς… αγάπησαν σφόδρα (μετά την στρατηγική συμμαχία Τουρκίας-Ρωσίας), αλλά ”ο μείζων παράγων” στην γεωπολιτική σκακιέρα της περιοχής παραμένει η Τουρκία.
Μας αγάπησαν σφόδρα και ετοιμάζουν νέες βάσεις ή αναβαθμίσεις σε Λιτόχωρο – Σούδα β’ και Στεφανοβίκειο Μαγνησίας (η τουρκική Sozcu κάνει λόγο και για βάση στη Σαμοθράκη) – ενώ μετατρέπουν τη βάση της Αλεξανδρούπολης σε Στρατηγείο (με ”παράπλευρη” ωφελιμότητα για μας την αμυντική θωράκιση της Θράκης), όχι γιατί θέλουν να διακηρύξουν την αφοσίωσή τους στην ειρήνη της περιοχής (όπως διατείνονται στη Συμφωνία), αλλά…
Αλλά γιατί θέλουν να προωθήσουν τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα μέσω της προστασίας της εδαφικής μας ακεραιότητας σε περίπτωση τουρκικής απειλής (αν και είναι ρητορική και όχι πλήρης η εγγύηση της ασφάλειας της Ελλάδας [ενδεικτική η άρνηση των Αμερικανών στην ελληνική πρόταση για βάσεις σε Σκύρο και Κάρπαθο, που είναι στο στόχαστρο της Τουρκίας] απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχουν χειροπιαστές εγγυήσεις και ανταλλάγματα),, χωρίς να αποκλείεται στο μέλλον να εμπλακεί η χώρα μας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις λόγω του ανταγωνισμού ΗΠΑ – Ρωσίας.
Δημοσίευση σχολίου