Γρίβας Κώστας
Τα φιλόδοξα εξοπλιστικά προγράμματα της Τουρκίας και ο ανερχόμενος τουρκικός ιμπεριαλισμός στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, έχουν θέσει εκ νέου στο προσκήνιο το θέμα της ενίσχυσης των ελληνικών αμυντικών ικανοτήτων, μετά από πολλά χρόνια αδράνειας. Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει για “στρατηγικά” οπλικά συστήματα. Ωστόσο, το θεμελιώδες οπλικό σύστημα, πάνω στο οποίο πρέπει να εδράζεται η αμυντική ικανότητα κάθε χώρας είναι μια Εθνική Σχολή Σκέψης για την Άμυνα, μία σχολή στρατιωτικής σκέψης με ιθαγένεια.
Δηλαδή μια βάση γνώσεων για την Άμυνα της χώρας, βγαλμένη από εμάς για εμάς και χωρίς ετοιματζίδικες λύσεις από “γκουρού” του εξωτερικού. Κι αυτό γιατί η στρατιωτική ισχύς δεν είναι ένα απόλυτο, αλλά ένα σχετικό μέγεθος, το οποίο λαμβάνει υπόσταση ανάλογα με το γεωγραφικό περιβάλλον, το είδος της πολεμικής αντιπαράθεσης, τις ιδιαιτερότητες των κοινωνιών και των πολιτικών συστημάτων που συγκρούονται και μια σειρά από άλλους παράγοντες.
Αν αυτό είναι μια γενική αρχή ισχύει πολύ περισσότερο στο ιδιόρρυθμο ελληνοτουρκικό σύστημα. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι ο γεωγραφικός χώρος αντιπαράθεσης Ελλάδας-Τουρκίας είναι μεικτός, με συνδυαστικά χερσαία, θαλάσσια και αεροπορικά στοιχεία μέσα σε ένα ενιαίο πλαίσιο, τον καθιστά ίσως το πιο πολύπλοκο εν δυνάμει πεδίο μάχης στην ανθρώπινη ιστορία.
Έτσι, είναι κρίσιμης σημασίας η ανάπτυξη μιας Εθνικής Στρατιωτικής Σκέψης που θα θέσει τη βάση, πάνω στην οποία θα θεμελιωθεί η εξοπλιστική πολιτική και η ευρύτερη αμυντική στρατηγική της χώρας. Μεταξύ των άλλων μια ελληνοκεντρική σχολή στρατιωτικής σκέψης θα δημιουργήσει τις γέφυρες που θα παντρέψουν τις εγχώριες αμυντικές ανάγκες με τον χείμαρρο των νέων τεχνολογιών, ιδιαίτερα αυτών που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Έτσι, θα μπορέσουν να αναπτυχθούν (επιτέλους) οπλικά συστήματα ελληνικής σχεδίασης και κατασκευής, ή έστω να αγοραστούν από το εξωτερικό, αλλά να είναι προσαρμοσμένα στις ελληνικές ιδιαιτερότητες, ανάγκες και δυνατότητες.
Έκρηξη της στρατιωτικής επιστήμης
Επιπροσθέτως, σήμερα βρισκόμαστε σε μια μεταβατική φάση όσον αφορά τη διαμόρφωση των πολεμικών τεχνολογιών και της στρατιωτικής ισχύος σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία προκύπτει από μια ριζική μετάλλαξη του διεθνούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Το γεγονός αυτό έχει πυροδοτήσει και μια έκρηξη στη μελέτη νέων δογμάτων μάχης, πολεμικών μεθοδολογιών και αντιλήψεων, σε όλο τον πλανήτη και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.
Βρισκόμαστε, με άλλα λόγια, στην αρχή μιας έκρηξης στην ανάπτυξη της στρατιωτικής επιστήμης ανά τον πλανήτη, την οποία οφείλουμε να παρακολουθήσουμε από κοντά. Εκτός αν θέλουμε να διακινδυνεύσουμε να δούμε το ελληνικό στράτευμα να απαξιώνεται δια της απαρχαίωσής του. Ακόμη και αν στο μέλλον δαπανήσουμε αρκετά δισ. ευρώ για την αγορά οπλικών συστημάτων.
Κρίσιμης σημασία για τη διαμόρφωση ενός μηχανισμού που θα επιτρέψει την υιοθέτηση και αφομοίωση των εκρηκτικών αλλαγών που προκύπτουν στην επιστήμη, την τεχνολογία και την τέχνη του πολέμου από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, αποτελεί μια εθνική σχολή στρατιωτικής σκέψης. Αυτή θα προκύψει μέσα από τα σπλάχνα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και φυσιολογικά, ο πυρήνας και η βάση της σχετικής προσπάθειας θα πρέπει να είναι τα ίδια τα πνευματικά ιδρύματα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων που διδάσκουν και αναπτύσσουν τη Στρατιωτική Επιστήμη, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και η Σχολή Ικάρων.
Γιατί όχι διδακτορικά;
Αυτήν τη στιγμή, όμως, για κάποιους λόγους που τουλάχιστον στον γράφοντα δεν είναι απολύτως ξεκάθαροι, τα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα δεν αφήνονται να κάνουν τη δουλειά, για την οποία σχεδιάστηκαν και την οποία προβλέπουν οι σχετικοί νόμοι που ρυθμίζουν τη λειτουργία τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι σήμερα εμποδίζονται από το να έχουν διδακτορικούς σπουδαστές και να χορηγούν διδακτορικούς τίτλους.
Με άλλα λόγια, η έρευνα στην Ελλάδα όσον αφορά την Στρατιωτική Επιστήμη, δηλαδή το θεμέλιο της πολεμικής ικανότητας μιας χώρας, είναι περίπου απαγορευμένη. Έτσι, τα εν ενεργεία, αλλά και τα εν αποστρατεία, στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων που θέλουν κάτι παραπάνω, καταφεύγουν σε πανεπιστημιακές σπουδές οι οποίες, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μόνον έμμεση σχέση μπορεί να έχουν με τα θέματα της Στρατιωτικής Επιστήμης.
Έτσι, έχουμε πλήθος αξιωματικών εν ενεργεία και αποστράτων που έχουν λάβει σοβαρή ακαδημαϊκή εκπαίδευση σε θέματα Δικαίου της Θάλασσας ή Διεθνών Σχέσεων και γνωρίζουν πολύ καλά τον ανταγωνισμό Κίνας-Φιλιππίνων, για παράδειγμα. Δεν έχουμε, όμως, στελέχη που να έχουν εντρυφήσει, σε επίπεδο διδακτορικής διατριβής, για τις διεθνείς εξελίξεις στο Πυροβολικό, για παράδειγμα.
Αυτή είναι μια ακατανόητη κατάσταση. Αν στο παρελθόν μπορούσαμε ίσως να κάνουμε τα στραβά μάτια, σήμερα δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Και αυτό γιατί οι προκλήσεις για την Άμυνα της χώρας πληθαίνουν, γιατί ο αντίπαλος αναπτύσσεται και εξελίσσει τη δική του Στρατιωτική Επιστήμη, τεχνολογία και βιομηχανία, γιατί βρισκόμαστε σε μια φάση ριζικών μεταλλάξεων στην τέχνη και την επιστήμη του Πολέμου. Αν δεν παρακολουθήσουμε αυτές τις εξελίξεις, σε βάθος χρόνου, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις θα κινδυνεύσουν να μεταβληθούν σε έναν απαρχαιωμένο μηχανισμό όσα λεφτά και αν δαπανήσουμε για την αγορά οπλικών συστημάτων.
Το θέμα βέβαια δεν μπορεί να εξαντληθεί στα στενά όρια αυτού του κειμένου. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι η Ελλάδα χρειάζεται μια δραστική ενίσχυση στη βάση της αμυντικής της ισχύος, που είναι η εγχώρια στρατιωτική σκέψη. Συμπερασματικά, πυρήνας αυτής της προσπάθειας δεν μπορεί παρά να είναι τα ίδια τα εκπαιδευτικά ιδρύματα των Ενόπλων Δυνάμεων, τα οποία αυτήν τη στιγμή, για κάποιους απροσδιόριστους λόγους, εμποδίζονται.
Δημοσίευση σχολίου