Του Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Το νέο ψυχροπολεμικό δόγμα το οποίο ουσιαστικά έχουν ήδη υιοθετήσει οι ΗΠΑ, επιχειρείται να «χτιστεί» και τυπικά στο περιβάλλον των παραδοσιακών συμμαχικών δομών, και φυσικά διαπερνά πλήρως το πνεύμα από το οποίο διακατέχεται η νέα περιφερειακή στρατηγική διαχείριση την οποία δρομολογεί η Αμερικανική πολιτική ηγεσία, στην προσπάθειά της να επαναπροσδιορίσει το εύρος, την σύνθεση αλλά και την φυσιογνωμία μιας επικαιροποιημένης «φίλιας ζώνης» στην ευρύτερη γεωπολιτική σκακιέρα.
Η υιοθέτηση αυτού του δόγματος, παρουσιάζεται ως μια κίνηση που αποπνέει δήθεν πρωταγωνιστικό δυναμισμό και την δήθεν παραδοσιακή Αμερικανική χειραφέτηση. Στην ουσία όμως, δεν είναι παρά μια ύστατη επιλογή στρατηγικής επιβίωσης στην οποία καταφεύγουν οι ΗΠΑ, στο όνομα της υποτιθέμενης δυναμικής ολικής τους επαναφοράς. Πρόκειται για μια επιλογή που ΔΕΝ είναι διόλου εύκολη στην διαχείρισή της… Που ΔΕΝ είναι διόλου ευθύγραμμη ως προς την ευκολία της αποδοχής της από τους εμπλεκόμενους συμπρωταγωνιστές… Ενώ μια κρίσιμη παράμετρος που την αφορά, είναι η νέα και εξόχως αντιφατική δυναμική που διαμορφώνεται, η οποία τροποποιεί – ενδεχομένως και δραματικά – την φυσιογνωμία και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αποκαλούμενης «δυτικής» διάταξης ισχύος.
Η προσαρμογή των ΗΠΑ στις απαιτήσεις αυτού του δόγματος, επιβάλει εκ των πραγμάτων και την ανάγκη για έναν καθολικό επαναπροσδιορισμό της περιφερειακής τους στρατηγικής σε ολόκληρη την Ευρασία. Πρόκειται για μια διαδικασία αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, η οποία απαιτεί λεπτούς χειρισμούς μέσα σε ένα ιδιαίτερα ασταθές και ευμετάβλητο περιβάλλον, ενώ υπό προϋποθέσεις, μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες ακόμη και αμετάκλητης αυτοπαγίδευσης της Αμερικανικής Εξωτερικής πολιτικής και συνακόλουθης εργαλειοποίησής της, για λογαριασμό των στρατηγικών επιδιώξεων των ισχυρών περιφερειακών της «συμμάχων».
Στην διατύπωση αυτής της διαχειριστικής εξίσωσης, οι ΗΠΑ θα πρέπει πλέον να συνυπολογίσουν πως οι επιχειρούμενοι νέοι στρατηγικοί προσεταιρισμοί, προωθούνται σε ένα πολύπλοκο περιβάλλον, μέσα στο οποίο δεν δρουν μόνες τους και δεν διαθέτουν πλέον την πολυτέλεια να παρεμβαίνουν κατά το δοκούν, επηρεάζοντας πλήρως και στην κατεύθυνση που θα ήθελαν τις εξελίξεις. Επιδιώκουν να παρέμβουν ως μια ισχυρή (αλλά φυσικά όχι η ισχυρότερη) παράμετρος της κορυφαίας στρατηγικής σύγκρουσης, από την έκβαση της οποίας θα κριθεί η φυσιογνωμία του σύγχρονου κόσμου. Και σε αυτήν την σύγκρουση έχουν απέναντί τους, όχι μονάχα ισχυρούς και υπολογίσιμους αντιπάλους, αλλά ακόμη και σημαντικούς παραδοσιακούς συμμάχους τους οι οποίοι, όχι μόνο δεν είναι πρόθυμοι να στοιχηθούν πίσω από το Αμερικανικό αφήγημα, αλλά αντιθέτως οι ιδιαίτερες στρατηγικές τους επιδιώξεις, κινούνται σε μια κατεύθυνση εξόχως ανταγωνιστική σε σχέση με τις επιδιώξεις των Αμερικανών.
Καλό θα είναι λοιπόν στο επίπεδο της πρώτης αξιολόγησης, να μην παρασυρθούμε – ούτε ως χώρα – από τις μεγαλοστομίες που εκπέμπονται κατά την διάρκεια αλλά και μετά από την Ευρωπαϊκή περιοδεία Μπάιντεν.
Κατά την διάρκεια αυτής της περιοδείας, οι Αμερικανοί επιδίωξαν τρία πράγματα:
Να θέσουν σε ένα διακριτό μεν αλλά όσο γίνεται ελεγχόμενο περιβάλλον τις σχέσεις τους με την Ρωσία, διαχειριζόμενοι έτσι καλύτερα τις δικές τους στρατηγικές και άλλες ανασφάλειες, διατηρώντας όμως παράλληλα τον συγκρουσιακό χαρακτήρα σε κρίσιμους άξονες της σύγχρονης αντιπαράθεσης με προεξάρχοντα το Ουκρανικό.
Να κατονομάσουν τους στρατηγικούς αντιπάλους τους, σε συνάρτηση πάντα με την κυρίαρχη επιδίωξή τους η οποία σχετίζεται με την ευρύτερη ηγεμονική τους φιλοδοξία. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, τα πυρά των ΗΠΑ συγκεντρώνονται απέναντι στην δυναμικά ανερχόμενη Κίνα. Και τέλος…
Να εκμαιεύσουν -ακόμη και να εκβιάσουν– την στοίχιση όλων πίσω από μια ατζέντα αμερικανοκεντρική, η οποία ωστόσο δεν διαθέτει σαφές και διακριτό ιδεολογικοπολιτικό στίγμα και αυτό το στοιχείο πλέον επιδρά με τρόπο αρνητικά καταλυτικό, με αποτέλεσμα να μην διασφαλίζεται η σχετική συνεκτικότητα στο όλο εγχείρημα.
Από κει και μετά αρχίζουν τα δύσκολα για τους Αμερικανούς…
Κρίσιμα γεωπολιτικά μεγέθη, όπως η Μ. Βρετανία, η Γερμανία και η Γαλλία, δεν δείχνουν διατεθειμένα να συστρατευτούν και να στηρίξουν στο σύνολό του το αφήγημα των ΗΠΑ. Όχι μονάχα γιατί κρίσιμες Αμερικανικές επιλογές υπονομεύουν σημαντικές πτυχές της οικονομικής και γενικότερα της εμπορικής τους ατζέντας, αλλά και διότι οι γενικότερες γεωπολιτικές τους φιλοδοξίες, σε συνάρτηση με τις νέες δυνατότητες αλλά και τις σοβαρές δυσκολίες που έχουν ανακύψει ως αποτέλεσμα των περιφερειακών ανατροπών που έχουν συντελεστεί, διαφοροποιούν σημαντικά το εύρος των προκλήσεων με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες, στο πλαίσιο μιας φιλόδοξης όσο και ανταγωνιστικής γεωπολιτικής πορείας, στο περιβάλλον μιας νέας Αρχιτεκτονικής ισχύος που τελεί υπό διαμόρφωση.
Η Τουρκία στο πλαίσιο της δικής της εκτεταμένης γεωπολιτικής χειραφέτησης, «πατάει» πάνω στην ανάγκη των ΗΠΑ και διεκδικεί περιφερειακές «εργολαβίες» που όχι μόνο δεν την ενσωματώνουν στο Αμερικανικό αφήγημα, αλλά αντίθετα ενισχύουν και διευρύνουν την δυνατότητά της να κλιμακώσει το αυτοτελές περιφερειακό παιχνίδι της, στην βάση του εθνικοπολιτισμικού δίπολου, το οποίο αποτελεί μέρος της ηγεμονικής της στρατηγικής. Έτσι, η Τουρκική υπεργολαβική συμμετοχή στο Αμερικανικό αφήγημα, είναι επιλεκτική, είναι ιδιαιτέρως ασταθής, είναι προσανατολισμένη πρωτίστως στην αποτίμηση του δικού της ταμείου και προς το παρόν τουλάχιστον έχει την πολυτέλεια να «παίζει» σε περισσότερα του ενός ταμπλώ, αποσπώντας από τους πάντες οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά ωφελήματα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η παράμετρος «Τουρκία» είναι η κατ’ εξοχήν μεταβλητή παράμετρος αυτής της Ιστορίας. Παρασύρει ΚΑΙ τις ΗΠΑ αλλά ΚΑΙ την Ευρώπη σε συγκεκριμένες αντισταθμιστικές γεωπολιτικές και οικονομικές παραχωρήσεις τις οποίες κεφαλαιοποιεί άμεσα. Πολλές από αυτές τις παραχωρήσεις, εγγράφονται στα κοστολόγια των πρόθυμων και των αφελών και φυσικά η πατρίδα μας, σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία πολιτογραφείται. Προφανώς για την Τουρκική επιθετική Εξωτερική πολιτική, η συμμετοχή της στην Αμερικανική υπεργολαβία, είναι μια εξέλιξη που δημιουργεί καινούριες δυνατότητες και δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για καινούριες υποτελείς «συμμαχίες». Ωστόσο, η ίδια η φύση της αναθεωρητικής της πολιτικής, δημιουργεί και πρόσθετες δυσκολίες, καινούριους ανταγωνιστές, ψυλλιασμένους ανταγωνιστές, αλλά και σοβαρά πλαγιοκοπήματα στην έτσι κι αλλιώς επίπλαστη πολυεθνική συνεκτικότητά της.
Είναι φανερό ότι η πιθανότητα της Τουρκικής γεωπολιτικής κατάρρευσης, είναι μια εξέλιξη που δεν μπορεί να αποκλειστεί και η πιθανή εκδήλωσή της, θα συμπαρασύρει στο βάραθρο την Αμερικανική στρατηγική στο σύνολό της, ενώ οι στρατηγικοί ανταγωνιστές των ΗΠΑ, φαίνεται πως είναι περισσότερο έτοιμοι να διαχειριστούν επ’ ωφελεία τους της προκλήσεις της επόμενης μέρας.
Από την άλλη μεριά, η κατ’ εξοχήν αινιγματική παράμετρος στην νέα κατάσταση που διαμορφώνεται, είναι το Ισραήλ. Στο πλαίσιο της βεβιασμένης «απάντησης» την οποία επιχειρεί να δώσει η διοίκηση Μπάιντεν, η αντιμετώπιση του Ισραήλ υπήρξε τουλάχιστον αναντίστοιχη με αυτήν που έχουμε γνωρίσει κατά τις παρελθούσες δεκαετίες. Η Αμερικανική ρητορική, τόσο κατά την διάρκεια της σύγκρουσης των 11 ημερών, όσο και κατά την μετασυγκρουσιακή επικοινωνιακή διαχείριση, φαίνεται ότι επιλέγει να έχει ως παράλληλο αποδέκτη (εκτός από την Ισραηλινή πολιτική ηγεσία) το Ιράν – προσφάτως και την Τουρκία – και αυτό σε απλά Ελληνικά σημαίνει πως συντηρείται εκούσια η ιδέα της κλιμακούμενης στρατηγικής του υποβάθμισης στον περιφερειακό σχεδιασμό των ΗΠΑ. Η δυναμική μιας τέτοιας προοπτικής, δεν θα πρέπει να προσπερνάται αβασάνιστα υπό τον ήχο των ταρατατζούμ των «Συμφωνιών του Αβραάμ». Πρόκειται για μια εξέλιξη, που εάν επιβεβαιωθεί, θα πρέπει να προβληματίσει πολύ σοβαρά την Ελλάδα.
Όχι μονάχα γιατί θα είναι αποκαλυπτική της εμφανούς αδυναμίας των Αμερικανών (στον κόκορα των οποίων φορτώσαμε τα πάντα) να διαχειριστούν εποικοδομητικά τους ισχυρούς ανταγωνισμούς μεταξύ των γεωπολιτικά χειραφετημένων συμμάχων τους…
Όχι μονάχα γιατί -παράλληλα με αυτό- θα είναι επίσης αποκαλυπτική και της ευκολίας με την οποία μπορούν οι ΗΠΑ να θυσιάσουν ακόμη και μακροχρόνιες -πραγματικά στρατηγικές- συνεργασίες, σερνόμενες οι ίδιες από την θέση του αδυνάτου (ενδεχομένως και του εκβιαζόμενου) πίσω από την ψευδαίσθηση πως θα μπορούσε η Τουρκία ή το Ιράν να λειτουργήσουν ως υπομόχλιο που θα μπορούσε να ανακόψει την δρομολογημένη στρατηγική αποκαθήλωση της Αμερικής…
Αλλά και διότι η διαφαινόμενη μεταβολή στην αντίληψη των Αμερικανών, που θα μετακυλήσει το Ισραήλ από «πρώτο βιολί» και «δεξί τους χέρι» στην περιοχή, σε χρηστικό δεκανίκι το οποίο θα μπορούσε ακόμη και να θυσιάσει ένα μέρος των προτεραιοτήτων του, προκειμένου να διασφαλιστεί η στρατηγική επιβίωση των ΗΠΑ, εγείρει άμεσα ζήτημα στρατηγικής βιωσιμότητας για το ίδιο το Εβραϊκό κράτος.
Οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης, θα ανακατέψουν πολύ σοβαρά τον γεωπολιτικό τραχανά σε ολόκληρη την Ευρασία. Το Ισραήλ δεν μπορεί να συμβιβαστεί και δεν θα αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα ευρύτερες ανατροπές του περιφερειακού status, που θα έχουν συνέπειες στην ίδια την βιωσιμότητά του.
Και φυσικά το κρίσιμο ζήτημα που εκ των πραγμάτων θα τεθεί στην Ημερήσια Διάταξη, δεν είναι άλλο από την ανάγκη διασφάλισης μιας νέας, απολύτως επικαιροποιημένης και ευρύτερης στρατηγικής συνεργασίας, ενδεχομένως και σε ένα πολυμερές πλαίσιο, που θα το αναβαθμίζει σε κρίσιμη παράμετρο και θεματοφύλακα της νέας περιφερειακής ισορροπίας με όρους πρωταγωνιστικούς.
Το εάν αυτή η προσπάθεια του Ισραήλ θα ευοδωθεί, είναι κάτι που δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Αυτό όμως που σίγουρα πρέπει να αναγνωρίσουμε, είναι το γεγονός πως η γεωπολιτική του σταθερότητα είναι δεδομένη, πράγμα που δεν ισχύει ΟΥΤΕ με την αναθεωρητική Τουρκία… ΟΥΤΕ με τις Μοναρχίες του Κόλπου… Και προφανώς είναι κάτι που ΔΕΝ διασφαλίζεται μετά από ενδεχόμενη πολιτική αλλαγή στην Αίγυπτο. Οι Αμερικανοί όφειλαν να το γνωρίζουν. Προφανέστατα αυτήν την παράμετρο δεν την αγνοούν ούτε οι Ρώσοι ούτε βεβαίως και οι Κινέζοι στρατηγιστές και αυτό ίσως να έχει την σημασία του.
Η πατρίδα μας κατά την διάρκεια του κρίσιμου γεωπολιτικού χρόνου που έχει μεσολαβήσει, είχε την ευκαιρία να ισχυροποιήσει στρατηγικά την θέση της, να αποστασιοποιηθεί από τις παραδοσιακές της αυταπάτες και να επιβληθεί στα περιφερειακά δρώμενα ως μία δύναμη σοβαρή, χειραφετημένη, απρόθυμη να συμβιβαστεί με εκπτώσεις στα δικαιώματα που τις διασφαλίζει το Διεθνές Δίκαιο. Κυρίως είχε την ευκαιρία να γυρίσει οριστικά και αμετάκλητα την πλάτη στα φοβικά σύνδρομα και στην αυτοκαταστροφική λογική του εξευμενισμού, στρέφοντας σταθερά το βλέμμα της εκεί που συναντιέται η ισχύς με την αποφασιστικότητα. Δυστυχώς δεν το έκανε… Παρά τα όποια συγκυριακά τσαλίμια, παρέμεινε εμμονικά προσκολλημένη στην λογική του παρασιτικού προστατευτισμού και αρνήθηκε να ενσωματώσει με τρόπο δυναμικό τα Ιστορικά Δίκαια του Ελληνισμού στην περιφερειακή στρατηγική διεργασία.
Οι συνέπειες αυτής της επιλογής, θα είναι καθοριστικές, όχι μονάχα επειδή δεν πρωταγωνίστησε -αν και θα μπορούσε- σε αυτήν την διεργασία, αλλά κυρίως γιατί, στις εξελίξεις τις επόμενης μέρας, δεν απέδειξε ότι αποτελεί το αξιοπρόσεκτο μέγεθος που οι ισχυροί περιφερειακοί δρώντες θα ήθελαν να το συμπεριλάβουν στους σχεδιασμούς τους με ρόλο εξέχοντα και πρωταγωνιστικό.
Αυτό που μπορούμε να πούμε συμπερασματικά…
Είναι πως το νέο ψυχροπολεμικό δόγμα των ΗΠΑ, αυτό που αποπνέει πρωτίστως είναι στρατηγική ανεπάρκεια, προκλητική προχειρότητα, ανεξήγητα σοβαρή επένδυση σε αλυσιδωτές αυταπάτες που θα ανατροφοδοτήσουν την διαρκή του αυτοϋπονόμευση και αυτό βεβαίως σταθμίζεται αρκούντως και από τους στρατηγικούς τους ανταγωνιστές.
Το νέο ψυχροπολεμικό δόγμα των ΗΠΑ, αυτό που κατ’ αρχήν εγγυάται, είναι την γενικευμένη περιφερειακή αποσταθεροποίηση. Εν όψει μιας τέτοιας πιθανής προοπτικής, οι πάντες σπεύδουν να πάρουν θέση για τις εξελίξεις της επόμενης μέρας. Την ίδια στιγμή, οι Αμερικανοί φαίνεται πως παραδίδονται μάλλον αμήχανα στην περιδίνηση ενός ιδιότυπου στρατηγικού μεταπρατισμού, και κάπως έτσι η πάλαι ποτέ Υπερδύναμη, ξέμεινε να απειλεί για τα δικά της εγκλήματα, τους φτωχοδιάβολους των Βαλκανίων.
Δημοσίευση σχολίου