Του ΣΕΝΕΡ ΛΕΒΕΝΤ
Πάλι κανείς δεν της είπε «απέσυρε τα στρατεύματά σου και μετά να συνομιλήσουμε». Δεν της λέχθηκε «ακύρωσε τους ψεύτικους τίτλους ιδιοκτησίας που έδωσες για τα εδάφη μας που κατέκτησες». Δεν αποτέλεσε καθόλου όρο και ο πληθυσμός που μεταφέρθηκε. Από ευγένεια μήπως; Όχι! Από δειλία! Άρα η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν μπόρεσε ακόμα να απαλλαχτεί από το αίσθημα της συμμετοχής στο τραπέζι σαν να είναι η ηττημένη και η ένοχη πλευρά.
Οι διαπραγματεύσεις της Γενεύης άνοιξαν με φόντο το Βαρώσι. Δηλαδή, την ώρα που η Τουρκία ετοιμάζεται να ανοίξει το Βαρώσι υπό τουρκική διοίκηση. Η Τουρκία, αντιλαμβανόμενη ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά συμπεριφέρεται διστακτικά και φοβισμένα σαν μια πλευρά που έχασε τον πόλεμο, προχώρησε πιο πολύ με τις απαιτήσεις της. Έθεσε στο τραπέζι τα δύο κράτη. Ζήτησε αναγνώριση από το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Παίρνοντας θάρρος και από τη Βρετανία είπε «είτε δύο ίσα κυρίαρχα κράτη είτε δεν συνομιλώ ξανά». Επειδή αυτή η απαίτηση δεν έγινε αποδεχτή στο τραπέζι, άρχισε την προπαγάνδα ότι «η ελληνοκυπριακή πλευρά αναποδογύρισε το τραπέζι». Απέρριψε τις προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς. Και μάλιστα το δήλωσε η ίδια προτού να το δηλώσει ο Τατάρ. Τι θα κάνουμε τώρα; Μήπως θα κατέβουμε στο τουρκικό πηγάδι με αγγλικό σχοινί;
Μήπως η ελληνοκυπριακή πλευρά έθεσε ποτέ τον εξής όρο σε αυτές τις διαπραγματεύσεις; Δηλαδή, μήπως είπε «πρώτα απέσυρε τα κατοχικά σου στρατεύματα και μετά να συνομιλήσουμε»; Εξ όσων γνωρίζω, δεν το είπε καθόλου. Όμως θα μπορούσε να το πει. Στο κάτω-κάτω η Κύπρος βρίσκεται υπό κατοχή. Διασαλεύει την ισότητα η προσέλευση στο τραπέζι με τον κατακτητή. Οι όροι του κατακτητή επικρατούν στο τραπέζι.
Σε αυτό το τραπέζι θα υπάρχουν δύο πλευρές, η νικήτρια και η ηττημένη. Και ο ηττημένος αναγκάζεται να υποκύψει στους όρους που υπαγορεύει ο κατακτητής. Ο κατακτητής προέβη σε μιαν στρατιωτική επέμβαση στο νησί ως μια εγγυήτρια δύναμη πριν 47 χρόνια. Ποια ήταν η δικαιολογία του; «Η αποκατάσταση της διασαλευθείσας συνταγματικής τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας». Το έκανε; Κράτησε τον λόγο του; Δεν τον κράτησε.
Εγκαταστάθηκε στο μισό νησί που κατέκτησε, μετέφερε πληθυσμό, ίδρυσε χωριστό κράτος, εξέδωσε ψεύτικους τίτλους ιδιοκτησίας, μετέγραψε τα εδάφη που κατέκτησε στον πληθυσμό που μετέφερε. Ενώ ήταν εγγυήτρια του νησιού, έγινε ο κατακτητής του. Ο εγγυητής είχε 650 στρατιώτες. Ο κατακτητής 40 χιλιάδες. Γίνονται καθόλου δίκαιες διαπραγματεύσεις κάτω από αυτές τις συνθήκες;
Η ελληνοκυπριακή πλευρά, που δεν μπόρεσε να πει «απέσυρε τα κατοχικά στρατεύματά σου και μετά να συνομιλήσουμε», θέτει στο τραπέζι άλλες προτάσεις που δεν θα προκαλέσουν ζημιά στη συνέχιση της κατοχής. Ήταν ζωτικής αξίας για την κοινότητά μας οι προτάσεις που τέθηκαν στο τραπέζι στη Γενεύη, αλλά η Τουρκία τις απέρριψε αμέσως επειδή δεν μπορεί να χωνέψει καν το να αναπνεύσουν λίγο οι Τουρκοκύπριοι.
Απέρριψε το άνοιγμα του λιμανιού της Αμμοχώστου προς το εξωτερικό υπό τον έλεγχο της ΕΕ. Απέρριψε και το άνοιγμα του αεροδρομίου Τύμπου και του Βαρωσιού υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών. Έπρεπε να προκαλέσει πολύ ισχυρή αντίδραση εντός της κοινότητάς μας η απόρριψη αυτών των προτάσεων εκ μέρους της Τουρκίας εξ ονόματός μας.
Όμως, για κάποιο λόγο δεν προκάλεσε. Δεν στάθηκαν και πολλοί σε αυτό. Δεν το περιμένω αυτό από το CTP που έστειλε τον ηγέτη του στη Γενεύη. Δεν λέει κουβέντα για την Τουρκία. Ειδικά για τον Ταγίπ Ερντογάν καθόλου. Μακάρι να μπορούσαν να έλεγαν κάτι οι υπόλοιποι. Να ζητούσαν να λογοδοτήσει γι’ αυτό.
Μακάρι να δήλωναν ότι υποστηρίζουν αυτές τις προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς. Θα ήταν ένας πνεύμονας για τους ασχολούμενους με τον τουρισμό μας το άνοιγμα του αεροδρομίου Τύμπου προς το εξωτερικό. Το ίδιο και το άνοιγμα του λιμανιού Αμμοχώστου.
Όμως, η Τουρκία δεν θέλει να χάσει το εισόδημα που παίρνει από αυτά. Επιπλέον, δεν της αρέσει να έχει εξουσία εδώ κανένας διεθνής οργανισμός. Δεν μπορεί να χωνέψει να έχουμε άλλο παράθυρο, άλλη πόρτα προς τον κόσμο, εκτός από την ίδια. Ούτε να ενωθούμε με τους Ελληνοκύπριους θέλει, ούτε να αναπτυχθούμε.
Τι θέλει; Να μείνουμε πάντα δούλοι. Να μείνουμε πάντα όμηροι. Να επαιτούμε πάντα απ’ αυτήν. Για να μπορεί να μας αποκαλεί τρόφιμους. Να μπορεί να μας αποκαλεί παράσιτα, τεμπέληδες. Να μπορεί να λέει «θα πεθαίνατε αν δεν ήμασταν εμείς».
Ήταν πολύ εποικοδομητικές για την τουρκοκυπριακή κοινότητα οι προτάσεις του Αναστασιάδη. Δεν μπορώ να ξέρω αν η αποδοχή αυτών των προτάσεων θα κλόνιζε το στάτους κβο. Ποιος ξέρει, ίσως να γινόταν και το αντίθετο. Μόλις η κοινότητά μας αποκτήσει οικονομική άνεση, ούτε λύση και άλλα παρόμοια, ούτε επανένωση θα θέλει. Πότε θυμάται πιο πολύ τη λύση; Μόλις περιέλθει σε οικονομική στενότητα. Δηλαδή, μόλις τελειώσουν τα χρήματα. Αν αποδεχόταν η τουρκική πλευρά τις προτάσεις που τέθηκαν στο τραπέζι στη Γενεύη. Θα κερδίζαμε εμείς. Θα έχανε η Τουρκία!
Πάλι κανείς δεν της είπε «απέσυρε τα στρατεύματά σου και μετά να συνομιλήσουμε». Δεν της λέχθηκε «ακύρωσε τους ψεύτικους τίτλους ιδιοκτησίας που έδωσες για τα εδάφη μας που κατέκτησες». Δεν αποτέλεσε καθόλου όρο και ο πληθυσμός που μεταφέρθηκε. Από ευγένεια μήπως; Όχι! Από δειλία! Άρα η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν μπόρεσε ακόμα να απαλλαχτεί από το αίσθημα της συμμετοχής στο τραπέζι σαν να είναι η ηττημένη και η ένοχη πλευρά.
Οι διαπραγματεύσεις της Γενεύης άνοιξαν με φόντο το Βαρώσι. Δηλαδή, την ώρα που η Τουρκία ετοιμάζεται να ανοίξει το Βαρώσι υπό τουρκική διοίκηση. Η Τουρκία, αντιλαμβανόμενη ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά συμπεριφέρεται διστακτικά και φοβισμένα σαν μια πλευρά που έχασε τον πόλεμο, προχώρησε πιο πολύ με τις απαιτήσεις της. Έθεσε στο τραπέζι τα δύο κράτη. Ζήτησε αναγνώριση από το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Παίρνοντας θάρρος και από τη Βρετανία είπε «είτε δύο ίσα κυρίαρχα κράτη είτε δεν συνομιλώ ξανά». Επειδή αυτή η απαίτηση δεν έγινε αποδεχτή στο τραπέζι, άρχισε την προπαγάνδα ότι «η ελληνοκυπριακή πλευρά αναποδογύρισε το τραπέζι». Απέρριψε τις προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς. Και μάλιστα το δήλωσε η ίδια προτού να το δηλώσει ο Τατάρ. Τι θα κάνουμε τώρα; Μήπως θα κατέβουμε στο τουρκικό πηγάδι με αγγλικό σχοινί;
Μήπως η ελληνοκυπριακή πλευρά έθεσε ποτέ τον εξής όρο σε αυτές τις διαπραγματεύσεις; Δηλαδή, μήπως είπε «πρώτα απέσυρε τα κατοχικά σου στρατεύματα και μετά να συνομιλήσουμε»; Εξ όσων γνωρίζω, δεν το είπε καθόλου. Όμως θα μπορούσε να το πει. Στο κάτω-κάτω η Κύπρος βρίσκεται υπό κατοχή. Διασαλεύει την ισότητα η προσέλευση στο τραπέζι με τον κατακτητή. Οι όροι του κατακτητή επικρατούν στο τραπέζι.
Σε αυτό το τραπέζι θα υπάρχουν δύο πλευρές, η νικήτρια και η ηττημένη. Και ο ηττημένος αναγκάζεται να υποκύψει στους όρους που υπαγορεύει ο κατακτητής. Ο κατακτητής προέβη σε μιαν στρατιωτική επέμβαση στο νησί ως μια εγγυήτρια δύναμη πριν 47 χρόνια. Ποια ήταν η δικαιολογία του; «Η αποκατάσταση της διασαλευθείσας συνταγματικής τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας». Το έκανε; Κράτησε τον λόγο του; Δεν τον κράτησε.
Εγκαταστάθηκε στο μισό νησί που κατέκτησε, μετέφερε πληθυσμό, ίδρυσε χωριστό κράτος, εξέδωσε ψεύτικους τίτλους ιδιοκτησίας, μετέγραψε τα εδάφη που κατέκτησε στον πληθυσμό που μετέφερε. Ενώ ήταν εγγυήτρια του νησιού, έγινε ο κατακτητής του. Ο εγγυητής είχε 650 στρατιώτες. Ο κατακτητής 40 χιλιάδες. Γίνονται καθόλου δίκαιες διαπραγματεύσεις κάτω από αυτές τις συνθήκες;
Η ελληνοκυπριακή πλευρά, που δεν μπόρεσε να πει «απέσυρε τα κατοχικά στρατεύματά σου και μετά να συνομιλήσουμε», θέτει στο τραπέζι άλλες προτάσεις που δεν θα προκαλέσουν ζημιά στη συνέχιση της κατοχής. Ήταν ζωτικής αξίας για την κοινότητά μας οι προτάσεις που τέθηκαν στο τραπέζι στη Γενεύη, αλλά η Τουρκία τις απέρριψε αμέσως επειδή δεν μπορεί να χωνέψει καν το να αναπνεύσουν λίγο οι Τουρκοκύπριοι.
Απέρριψε το άνοιγμα του λιμανιού της Αμμοχώστου προς το εξωτερικό υπό τον έλεγχο της ΕΕ. Απέρριψε και το άνοιγμα του αεροδρομίου Τύμπου και του Βαρωσιού υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών. Έπρεπε να προκαλέσει πολύ ισχυρή αντίδραση εντός της κοινότητάς μας η απόρριψη αυτών των προτάσεων εκ μέρους της Τουρκίας εξ ονόματός μας.
Όμως, για κάποιο λόγο δεν προκάλεσε. Δεν στάθηκαν και πολλοί σε αυτό. Δεν το περιμένω αυτό από το CTP που έστειλε τον ηγέτη του στη Γενεύη. Δεν λέει κουβέντα για την Τουρκία. Ειδικά για τον Ταγίπ Ερντογάν καθόλου. Μακάρι να μπορούσαν να έλεγαν κάτι οι υπόλοιποι. Να ζητούσαν να λογοδοτήσει γι’ αυτό.
Μακάρι να δήλωναν ότι υποστηρίζουν αυτές τις προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς. Θα ήταν ένας πνεύμονας για τους ασχολούμενους με τον τουρισμό μας το άνοιγμα του αεροδρομίου Τύμπου προς το εξωτερικό. Το ίδιο και το άνοιγμα του λιμανιού Αμμοχώστου.
Όμως, η Τουρκία δεν θέλει να χάσει το εισόδημα που παίρνει από αυτά. Επιπλέον, δεν της αρέσει να έχει εξουσία εδώ κανένας διεθνής οργανισμός. Δεν μπορεί να χωνέψει να έχουμε άλλο παράθυρο, άλλη πόρτα προς τον κόσμο, εκτός από την ίδια. Ούτε να ενωθούμε με τους Ελληνοκύπριους θέλει, ούτε να αναπτυχθούμε.
Τι θέλει; Να μείνουμε πάντα δούλοι. Να μείνουμε πάντα όμηροι. Να επαιτούμε πάντα απ’ αυτήν. Για να μπορεί να μας αποκαλεί τρόφιμους. Να μπορεί να μας αποκαλεί παράσιτα, τεμπέληδες. Να μπορεί να λέει «θα πεθαίνατε αν δεν ήμασταν εμείς».
Ήταν πολύ εποικοδομητικές για την τουρκοκυπριακή κοινότητα οι προτάσεις του Αναστασιάδη. Δεν μπορώ να ξέρω αν η αποδοχή αυτών των προτάσεων θα κλόνιζε το στάτους κβο. Ποιος ξέρει, ίσως να γινόταν και το αντίθετο. Μόλις η κοινότητά μας αποκτήσει οικονομική άνεση, ούτε λύση και άλλα παρόμοια, ούτε επανένωση θα θέλει. Πότε θυμάται πιο πολύ τη λύση; Μόλις περιέλθει σε οικονομική στενότητα. Δηλαδή, μόλις τελειώσουν τα χρήματα. Αν αποδεχόταν η τουρκική πλευρά τις προτάσεις που τέθηκαν στο τραπέζι στη Γενεύη. Θα κερδίζαμε εμείς. Θα έχανε η Τουρκία!
Δημοσίευση σχολίου