GuidePedia

0


Το σκοτάδι έχει ήδη ξεκινήσει να καλύπτει την Πόλη, και ο ήλιος έχει χαθεί προ πολλού πίσω από τους μακρινούς λόφους της Θρακικής πεδιάδας. Πίσω από τα τείχη οι φωτιές που ακόμα καίνε χαράζουν με το κόκκινο και πορτοκαλί χρώμα τους το μαύρο της νύχτας. Αφήνει λίγο το βλέμμα του να περιπλανηθεί τριγύρω στην ακόμα πανέμορφη Πόλη. Δεν έχουν περάσει καλά καλά ούτε τέσσερα χρόνια από την ημέρα που πάτησε το πόδι του στην Πόλη. Έπρεπε να έρθει με πλοίο, καθώς το ταξίδι από την ξηρά ήταν ουσιαστικά αδύνατο, παντού υπήρχαν Οθωμανοί… μια μικρή λωρίδα απέμενε ελληνική… και αυτή η μικρή λωρίδα έπρεπε να αντισταθεί σε όλη τη βαρβαρότητα του κόσμου. Μακάρι να μπορούσαν να κρατήσουν λίγο ακόμα. Η ελπίδα ότι η υπόλοιπη χριστιανοσύνη θα κατέφθανε για να σταματήσει τη μουσουλμανική πλημμυρίδα ήταν ακόμα ζωντανή μες στην ψυχή του. Δεν μπορεί σκέφτηκε, δεν μπορεί να μας αφήσουν μόνους τώρα…

Γράφει ο ΣΩΖΩΝ Α. ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

Στα χέρια του έσφιξε το σπαθί του. Εδώ και 50 μέρες, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκαν οι Οθωμανικές ορδές μπροστά από τα τείχη, το σπαθί δεν είχε εγκαταλείψει το χέρι του. Το κάποτε χρυσοποίκιλτο και διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους σπαθί, ήταν τώρα κατακόκκινο από το αίμα των Τούρκων. Η λαβή του λες και είχε πάρει τη γεωμετρία του χεριού του και η θήκη… η θήκη είχε πλέον χαθεί. Έτσι και αλλιώς δεν είχε και πολύ νόημα πια. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα τη χρειαστεί ξανά.

Άλλη μια μέρα είχε τελειώσει, άλλη μια μάχη είχε κερδηθεί, αλλά δυστυχώς ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Τι θα μπορούσαν να κάνουν άλλωστε μια χούφτα άνθρωποι απέναντι σε χιλιάδες, σε εκατομμύρια. Είχε δει τα πρόσωπα αυτών που είχαν πέσει πάνω του για να τον φάνε, όλοι τους είχαν δει πολλοί λίγους χειμώνες. Ένα μειδίαμα φάνηκε στο πρόσωπό του καθώς αναλογίστηκε τους δικούς του πολεμιστές… Αυτοί είχαν δει πολλούς χειμώνες, τα μακριά μαλλιά τους είχαν πλέον ασπρίσει, τόσο που οι Οθωμανοί τους περνούσαν για φαντάσματα. Κάτι είναι και αυτό σκέφτηκε…

Η ώρα έχει περάσει, και η νύχτα έχει καλύψει τα πάντα. Κάπου κάπου στον ουρανό, πέρα από τους καπνούς και τις κραυγές φαίνονται τα άστρα να λαμπυρίζουν, χωρίς να νοιάζονται για τις κακουχίες των ζωντανών. Από την απέναντι πλευρά οι Οθωμανοί δεν ηρεμούν και βρίσκονται σε μεγάλη αναστάτωση. Σίγουρα κάτι ετοιμάζουν, αλλά δεν θα τολμήσουν να κάνουν κίνηση το βράδυ…τα φαντάσματα βλέπεις. Κατεβαίνει από τα τείχη. Κάτι τον σπρώχνει στην Αγιά Σοφιά, μια σκιά πέφτει βαριά στο πρόσωπό του, είναι σαν να έχει ήδη γευτεί το πεπρωμένο. Περνά από τα σπαρμένα χωράφια δίπλα από τα τείχη.

Το να είσαι σκιά του εαυτού σου έχει και τα καλά του αναλογίστηκε. Μέχρι στιγμής ούτε το φαγητό ούτε το νερό δεν έχει λείψει. Πως θα μπορούσε άλλωστε; Εδώ που κάποτε ζούσαν χιλιάδες ψυχές, απομένουν ελάχιστες για να σηκώσουν το βάρος της Ιστορίας. Περνά από τα κλειστά σπίτια και τους έρημους δρόμους. Όσοι μπορούν είναι είτε στα τείχη μαχόμενοι, είτε στις επισκευές.

Αναλογίζεται το βάρος του κόσμου στους ώμους του. Πριν την πολιορκία είχαν έρθει προτάσεις από τον Σουλτάνο να παραδώσει την Πόλη. Κανείς δεν θα πάθαινε το παραμικρό, κανείς δεν θα κινδύνευε… αλλά πως μπορούσε να το κάνει; Ποιος ήταν αυτός που θα μπορούσε να απογοητεύσει τον Αχιλλέα, τον Μέγα Αλέξανδρο, ή τον Μέγα Κωνσταντίνο, που κρατώντας ένα ραβδί χάραξε στο χώμα τα θεμέλια αυτής της Πόλης.

Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν. ήταν η απάντησή του.. Δεν του είχαν δώσει το δικαίωμα να την παραδώσει… Κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Πάνω στον τρούλο της πιο όμορφης εκκλησίας που είχε δει ποτές η χριστιανοσύνη έλαμπε ο Σταυρός… περνά τις βαριές θύρες. Η λειτουργία έχει ήδη αρχίσει.

Είναι πλέον οι μικρές ώρες της ημέρας. Το σκούντημα στον ώμο από τον υπασπιστή του δεν προμηνύει τίποτα καλό. Οι “απέναντι” έχουν ξεκινήσει να συγκεντρώνονται. Σηκώνεται γρήγορα από την καρέκλα. Η κούραση της μέρας τον είχε κάνει να κοιμηθεί ακριβώς εκεί που κάθισε. Μόλις τώρα θυμήθηκε ότι δεν έχει φάει ούτε πιει για ώρες. Ας είναι αναλογίστηκε… μπορεί να περιμένει. Κάτι μέσα του του έλεγε ότι σήμερα είτε θα νικούσε είτε θα πέθαινε. Είχε αποφασίσει ότι το τέλος του θα γινόταν όπως το ήθελε εκείνος. Μπροστά στα τείχη, μαζί με τους συμπολεμιστές του, του φίλους, τους αδελφούς.

Στον ύπνο του ήρθαν οι εικόνες μιας ανέμελης εποχής, τότε που μικρός ακόμα μάθαινε την τέχνη του πολέμου στις πετρόκτηστες αυλές του Μυστρά. Του φάνηκε μάλιστα, ότι μπορούσε να μυρίσει το άρωμα των λουλουδιών, να νιώσει την αύρα της θάλασσας εκεί στα καταγάλανα νερά του Ιονίου. Πριν από λίγο είχε αποχαιρετήσει, μάλλον για πάντα, τους στενότερους συνεργάτες τους, τους ανθρώπους που στάθηκαν κοντά του όλα αυτά τα χρόνια και οι οποίοι δεν θα ήταν μαζί του στα τείχη.

Τα λόγια του λίγα και μετρημένα, με κόπο κρατάει τα δάκρυά του να μην κυλήσουν. Δεν είναι δάκρυα φόβου, η λιγοψυχίας, είναι δάκρυα θυμού, απελπισίας και απογοήτευσης, γιατί δεν κατάφερε να προστατεύσει όλους αυτούς που το είχαν ανάγκη. Βγήκε από το παλάτι… έριξε μια κλεφτή ματιά για λίγο. Κάποιος θα έλεγε ότι ακόμα και οι πέτρες του παλατιού δάκρυσαν εκείνη τη στιγμή σαν είδαν τον Αυτοκράτορα.

Ο ήλιος είναι ήδη ψηλά στον ουρανό. Τα τείχη βομβαρδίζονται εδώ και ώρες. Το μήνυμα που κάποτε έδιναν τώρα κείται σε ερείπια, που σκεπάζουν τους υπερασπιστές τους και τους αναιδείς. Η καρδιά χτυπάει γρήγορα, τα χέρια είναι βαριά και δυσκίνητα, μαρμαρωμένα από την κούραση. Εδώ και ώρες το μόνο που κάνουν είναι κόβουν αυτούς που ο Μωάμεθ χωρίς έλεος ρίχνει πάνω στα τείχη. Το βλέμμα είναι πλέον βαρύ, το σκεπάζει ο ιδρώτας και το αίμα, αίμα εχθρών αλλά και φίλων.

Ο ήχος από τους αλαλαγμούς, τις κραυγές αγωνίας και πόνου, τις βάρβαρες και απολίτιστες βρισιές και ιαχές έχει σκεπάσει τα πάντα. Οι βομβάρδες χτυπάνε αλύπητα, ανελέητα, χωρίς να κουράζονται. Ο υπόκωφος ήχος από τις πέτρινες μπάλες που χτυπούν πάνω στα τείχη, οι πέτρες που θρυμματίζονται και πέφτουν καταγής θα μείνουν για πάντα χαραγμένες σε αυτούς που τις έζησαν.

Ο Μωάμεθ έχει καταλάβει πιο είναι το πιο αδύναμο σημείο της Πόλης. Εκεί στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί που περνάει ο Λύκος ποταμός που τόσο γενναιόδωρα ξεδίψασε τους κατοίκους αυτής της Πόλης, αυτός είναι και η αχίλλειος πτέρνα όλης της άμυνας. Τα τείχη δεν είναι τόσο ψηλά εδώ και οι βολές τους καταφέρνουν να περάσουν μέσα στην πόλη, χτυπώντας, σακατεύοντας, σκοτώνοντας.

Μια τρομακτική κραυγή σκίζει ξαφνικά τον αέρα. Τα ταμπούρλα ξεκινούν τον ρυθμό τους. Όσοι από τους οθωμανούς είναι ακόμα στα τείχη παραμερίζουν από φόβο. Ο Μωάμεθ ρίχνει στη μάχη το τελευταίο του χαρτί. Αν δεν τα καταφέρει και τώρα θα πρέπει να γυρίσει πίσω…η στρατιά του δεν είναι πια αυτή που συγκέντρωσε από όλη την επικράτεια, ενώ και ακούγονται και οι πρώτες φωνές αντίδρασης. Σιγανές προς το παρόν, αλλά κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα παραμείνουν έτσι.

Οι γενίτσαροι αφήνουν τις γραμμές τους. Είναι μαθημένοι από παιδιά στη μάχη. Τα έχουν σύρει με τη βία από τους γονείς τους, έχουν ξεριζώσει από μέσα τους την παιδική αθωότητα και τους έχουν μάθει μόνο τον πόλεμο και το μίσος. Αυτά τα παιδιά, αυτά τα παιδιά χριστιανών κινούνται τώρα μεθοδικά, συντεταγμένα, με την αυθάδεια αυτού που δεν έχει γνωρίσει ακόμα την ήττα, προς την ομορφότερη πόλη της Χριστιανοσύνης… σε λίγο η αλαζονεία τους θα κλονιστεί.

Ξαφνικά, τα πάντα καταρρέουν. Ο Αυτοκράτορας, αυτός που μόλις πριν από λίγο είχε πειστεί ότι ένα θαύμα δεν ήταν τόσο απίθανο τελικά, έχει ξεφορτωθεί κάθε σημάδι που θα τον έκανε να ξεχωρίζει από τους συμπολεμιστές του. Στέκεται εκεί, πρώτος μεταξύ ίσων, έτοιμος να αναμετρηθεί με το πεπρωμένο του. Μόλις λίγες στιγμές πριν μια τυχερή, μια καταραμένη βολή έχει χτυπήσει τον Ιωάννη.

Εκείνος, παρά τις εκκλήσεις του Αυτοκράτορα αποφάσισε να φύγει. Κανείς δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει για δειλό ή λιπόψυχο, αλλά εκείνη τη στιγμή ο Αυτοκράτορας είδε την απελπισία και την ηττοπάθεια να παίρνει τη θέση της αποφασιστικότητας στο μέχρι τώρα αγέρωχο πρόσωπό του, σε ένα πρόσωπο που πλέον έχει γίνει λευκό σαν το πανί, και αυτό έτυχε να γίνει κρισιμότερο σημείο της μάχης.

Ποια μοίρα κακιά είχε επιλέξει να παίξει και αυτή το παιχνίδι της στους κατάκοπους υπερασπιστές. Πότε κανείς δεν θα μάθει αν η πόρτα ήταν ανοιχτή ή απλά κάποιοι κατάφεραν να ανέβουν στον κατεστραμμένο πύργο. Αυτό όμως που έμαθαν όλοι, αυτό που είδαν όλοι ήταν τα οθωμανικά λάβαρα να κυματίζουν στα τείχη της Πόλης. Όσοι Βυζαντινοί ήταν δίπλα έπεσαν πάνω στους οθωμανούς σαν λυσσασμένα σκυλιά, και ξέσκισαν τα λάβαρα, ήταν όμως πολύ αργά…

Ποτέ πριν κάποιος δεν έχει δει πιο εκρηκτικό, πιο ατρόμητο, πιο τρομακτικό ρεσάλτο, και μάλλον κανείς δεν πρόκειται να δει στο μέλλον. Οι γενίτσαροι που μόλις πριν είχαν δει τα λάβαρά τους πάνω στα τείχη της πόλης και επέπεσαν στους κατάκοπους υπερασπιστές. Όλα πια είχαν χαθεί… Ο Αυτοκράτορας είναι πλέον μαζί με τους απλούς στρατιώτες. Όπου και αν γυρίσει το κεφάλι του το μόνο που βλέπει είναι γενίτσαρους, και τους συμπολεμιστές του να καταβάλλονται ένας, ένας.

Επιστρατεύοντας τα τελευταία δράμια δύναμης που του έχουν απομείνει θα ακουστεί να φωνάζει πάνω από τη βοή της μάχης, πάνω από τα κλάματα, τις κραυγές πόνου και αγωνίας, πάνω από τα τείχη της Βασιλεύουσας, πάνω από τους δρόμους, τον ιππόδρομο, τις φροντισμένες αυλές, πάνω από τις μυρωδιές της άνοιξης, πάνω από την Αγία Σοφία… μα καλά δεν υπάρχει χέρι Χριστιανού να μου πάρει το κεφάλι… Σε λίγο μια άλλη, μια σπαρακτική κραυγή γεμάτη απελπισία, δάκρυα και πόνο θα ακουστεί στα πέρατα του κόσμου… η Πόλις Εάλω

Πύλη Αγίου Ρωμανού, πρωί της 29ης Μάϊου 1453, Κωνσταντινούπολη

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top