Οι αποκαλύψεις των WikiLeaks σχετικά με τα “τιτιβίσματα” του Θάνου Ντόκου προς την τουρκική πρεσβεία –και από εκεί απευθείας στο καθεστώς Ερντογάν– την στιγμή που μάλιστα ήταν Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ το 2010, αναδεικνύουν με τον πιο παραστατικό τρόπο το μείζον γεωστρατηγικό πρόβλημα της χώρας: Οι θεσμοί εκείνοι που καλούνται για να καταρτίσουν την εθνική μας στρατηγική αποδεικνύονται εντελώς διαβρωμένοι από μηχανισμούς, νοοτροπίες και συμπεριφορές οι οποίες αντανακλούν μια πραγματικότητα φινλανδοποίησης του ελληνικού κράτους, και ευρύτερα των ιθυνουσών τάξεών του.
Πραγματικά, δεν ξέρουμε τι είναι περισσότερο σκανδαλώδες στην εν λόγω ιστορία: Ο Θάνος Ντόκος που σπεύδει να ενημερώσει την τουρκική πλευρά για μια ανάλυση του ΕΛΙΑΜΕΠ, ενώ αυτή θα δημοσιοποιούνταν τις επόμενες ημέρες, ή τα όσα ισχυριζόταν η ίδια η ανάλυση η οποία περιλαμβάνει «κατευθύνσεις για το πως μπορούν να συνυπάρξουν οι απόψεις Νταβούτογλου, οι περιφερειακές φιλοδοξίες της Άγκυρας και η ένταξη στην ΕΕ».
Προφανώς και τα δύο, ενώ φυσικά εξίσου σκανδαλώδες είναι ότι ο Θάνος Ντόκος θα συνεχίσει μετέπειτα την σταδιοδρομία του και σε πιο νευραλγικά πόστα, όπως εκείνου του Συμβούλου Ασφαλείας του Πρωθυπουργού.
2005-2010: Η ενίσχυση του φιλο-νεοθωμανισμού στην Ελλάδα
Να υπενθυμίσουμε ότι στις αρχές του 2010, ήταν η περίοδος όπου η κυβέρνηση Ομπάμα στις ΗΠΑ αποθέωνε το καθεστώς Ερντογάν ως υπόδειγμα «ισλαμικού δημοκρατικού και φιλελεύθερου δρόμου» -o ίδιος θα τιμηθεί ως ένα από τα “πρόσωπα της χρονιάς” από το αμερικάνικο Time το 2010- και εφάρμοζε κάθε διαθέσιμη διπλωματική πίεση προς την Ε.Ε., χρησιμοποιώντας πολύ συχνά ως αιχμή της την Ελλάδα του Γιώργου Παπανδρέου, υπέρ της ένταξης της Τουρκίας σε αυτήν.
Να θυμίσουμε, ακόμα, ότι εκείνα τα χρόνια υπήρξαν χρόνια μείζονας επεμβάσεως των Αμερικάνων στα εσωτερικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 μια χιονοστιβάδα αποκαλύψεων φέρουν τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ να παρακολουθούν τους πάντες και τα πάντα στην Ευρώπη, από την ίδια την Μέρκελ, μέχρι τον προκάτοχο του Γιώργου Παπανδρέου, Κώστα Καραμανλή.
Ήταν, επίσης, τα χρόνια όπου με τις ευλογίες του ατλαντισμού, το ΕΛΙΑΜΕΠ ως ίδρυμα μεθόδευε την συγκρότηση ενός “φιλο-νεοθωμανικού” μπλοκ μέσα στην Ελλάδα. Είχαν προηγηθεί, εκείνην την περίοδο, οι “κουμπαριές” του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Ερντογάν, η εξαιρετικά ετεροβαρής εξαγορά της Finasbank από την Εθνική Τράπεζα, με όρο μάλιστα τα κέρδη της Εθνικής από την θυγατρική της να επανεπενδύονται αποκλειστικά μέσα στην γειτονική χώρα.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, κορυφαίοι Έλληνες εφοπλιστές καλόβλεπαν ελληνοτουρκικές μπίζνες, και είχαν εμπλακεί ιδιαίτερα στο περιβάλλον του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, ενώ στην Ελλάδα ιδρύματα και ινστιτούτα που συνδέονταν με αυτήν την πολιτική –κατ’ εξοχήν το CDRSEE στην Θεσσαλονίκη, επίσης φιλοατλαντικών προσανατολισμών, και χρηματοδοτούμενο από πρεσβείες και πολυεθνικές– απεργάζονταν την αλλαγή στην επίσημη ιστορία της χώρας, έτσι ώστε να εξωραϊστεί η “οθωμανική της περίοδος” (sic!).
Εκείνα τα χρόνια, ο χώρος του Άρδην θα πραγματοποιήσει μια τεράστια καμπάνια ενάντια σε αυτήν την πολιτική και τους φορείς της: Το ομώνυμο περιοδικό θα κυκλοφορήσει ένα εκτεταμένο αφιέρωμα για την εμπλοκή των μηχανισμών της ‘προστασίας’ στην συγκρότηση ενός φιλο-νεοθωμανικού μπλοκ (Ο Σόρος και οι Νεοθωμανοί στην Ελλάδα), παράλληλα, θα αφιερώσει εκτεταμένα ρεπορτάζ της Εφημερίδας Ρήξη, θα προχωρήσει σε σημαντικές εκδόσεις βιβλίων (Νέο-οθωμανισμός, ΜΚΟ και Παγκοσμιοποίηση στην Ελλάδα) και θα πραγματοποιήσει δεκάδες εκδηλώσεις ανά την χώρα, πολύ συχνά εισπράττοντας την μήνιν και τη συκοφαντία από τους μηχανισμούς του κατεστημένου.
Η στρατηγική αυτή έχει ήδη ηττηθεί, αφήνει όμως πίσω της “καμμένη γη”
Στα χρόνια που ακολούθησαν το σχέδιο περί ελληνοτουρκικής συμπράξεως προσέκρουε στα βράχια επάλληλων εξελίξεων: Η Ελλάδα βυθίστηκε στην περιδίνηση των μνημονίων, ενώ παράλληλα η Τουρκία, με εφαλτήριο το συριακό ζήτημα, θα αλλάξει πλώρη για να ακολουθήσει μια στρατηγική αυτοδύναμης ανάδειξης στο διεθνές γεωπολιτικό σύστημα, παράλληλα με την ισλαμοφασιστική σκλήρυνση που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της χώρας.
Οι μετατοπίσεις αυτές καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την συνέχεια της απροκάλυπτα φιλο-νεοθωμανικής εκστρατείας, και αναγκάζει τους φορείς της να περάσουν στην άμυνα στοχεύοντας σε μια μεσομακροπρόθεσμη επαναφορά:
Η αντιπαράθεση περνάει μέσα στους θεσμικούς φορείς, και τα δίκτυα αυτά αναλαμβάνουν να ματαιώσουν την προοπτική κατίσχυσης μιας στρατηγικής αποτροπής του τουρκικού επεκτατισμού από την ελληνική πλευρά· αντίστοιχες εκστρατείες γίνονται μέσω παρεμβάσεων στα ΜΜΕ της χώρας, ενώ γενικότερα υιοθετείται μια τακτική που υποδαυλίζει τον φόβο μέσα στην ελληνική κοινωνία, που ως κύριο επιχείρημά της έχει ότι όσοι ζητούν να αντισταθεί η Ελλάδα στην τουρκική επιβολή, είναι τάχα πολεμοκάπηλοι που θα προκαλέσουν μια τεράστια καταστροφή στην χώρα, στρέφοντας την δήθεν πανίσχυρη Τουρκία εναντίον της.
Σίγουρα, ο τρόπος που πολιτεύεται ο Ερντογάν, έχει ματαιώσει την επικράτηση αυτής της οπτικής στην Ελλάδα. Η προηγούμενη προώθησή της, ωστόσο, μέσα στο πολιτικό σύστημα, τους θεσμούς, και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς έχει κληροδοτήσει στη χώρα ένα μείζον πολιτικό πρόβλημα:
Τα “εργαλεία” που σε άλλη περίπτωση θα διέθετε για να καταστρώσει μια μακρόπνοη στρατηγική αντιμετώπισης του Νεοθωμανισμού, είναι διάτρητα από ανθρώπους, νοοτροπίες, και συμπεριφορές που υπονομεύουν καίρια και αποφασιστικά αυτήν την προοπτική.
Δημοσίευση σχολίου