Λυγερός Σταύρος
Το καλοκαίρι του 2018 ο τότε Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Μπόλτον είχε δηλώσει ότι απελευθερώνοντας τον πάστορα Μπράνσον η Άγκυρα μπορούσε να «τερματίσει την (αμερικανοτουρκική) κρίση σε μία στιγμή». Μετά από πολλά, ο Ερντογάν απελευθέρωσε τον πάστορα και πράγματι η θερμοκρασία στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας έπεσε σημαντικά.
Η υπόγεια επιχείρηση στραγγαλισμού της τουρκικής οικονομίας μέσω της επίθεσης στην τουρκική λίρα υποχώρησε. Ο τότε πρόεδρος Τραμπ, μάλιστα, είχε κάνει ακόμα μία προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος, χωρίς, ωστόσο, να προκύψει άξιο λόγου αποτέλεσμα. Στο σημείο που είχαν από τότε φθάσει τα πράγματα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, τα περιθώρια για έναν ισορροπημένο συμβιβασμό ήταν αμελητέα.
Ήταν από τότε εξόφθαλμο πως ο Ερντογάν δεν εμπιστεύεται τους Αμερικανούς και ως εκ τούτου δεν θα επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”. Έχει συνείδηση, άλλωστε, πως εάν επιστρέψει θα είναι ένα είδος παράδοσης, η οποία θα τον τελειώσει πολιτικά. Αυτό ίσχυε επί προεδρίας Τραμπ και ισχύει πολλαπλάσια επί προεδρίας Μπάιντεν, η οποία έχει με πολλούς τρόπους εκφράσει την πρόθεσή της να σφίξει τα λουριά. Είναι ακριβώς εδώ που η συγκρουσιακή διελκυστίνδα Ουάσιγκτον-Άγκυρας προσλαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις. Για να αποκρούσει την αμερικανική πίεση, ο Ερντογάν αναζητάει διεθνή ερείσματα στις δυνάμεις, οι οποίες έχουν συμφέρον να αποτρέψουν μία αμερικανική νίκη στο εξελισσόμενο μπραντεφέρ Ουάσινγκτον-Άγκυρας.
Οι δυνάμεις “σωτηρίας”
Πρώτη από όλους είναι η Ρωσία, η οποία στηρίζει την Τουρκία, παρότι έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα και στη Συρία και στη Λιβύη. Για τη Μόσχα, όμως, προτεραιότητα έχει η μεγάλη εικόνα, ειδικά τώρα που η προεδρία Μπάιντεν έχει και ανοικτά κηρύξει το νέο Ψυχρό Πόλεμο. Το αμερικανοτουρκικό ρήγμα είναι στρατηγικής σημασίας για το Κρεμλίνο στην αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας και γι’ αυτό αναζητά συμβιβασμούς με τον Ερντογάν στα τοπικά μέτωπα.
Αυτά, όμως, στο πολιτικό-στρατιωτικό επίπεδο, δεδομένου ότι η Μόσχα δεν έχει τη δυνατότητα να στηρίξει την τουρκική οικονομία. Ακόμα και το πλούσιο Κατάρ, το οποίο έχει ήδη προσφέρει στην Άγκυρα ένεση μερικών δισ. δολαρίων με σκοπό τη στήριξη της τουρκικής λίρας, δεν επαρκεί για να αποκρουστεί μία ολομέτωπη δυτική οικονομική επίθεση. Το Κατάρ, άλλωστε, δεν πρόκειται να έλθει σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ για τα μάτια του Ερντογάν.
Δεύτερος παίκτης που έχει συμφέρον να τραβήξει την Τουρκία μακριά από τις ΗΠΑ, αλλά και που έχει τη δυνατότητα να στηρίξει τη λίρα και την τουρκική οικονομία, είναι η Κίνα. Αν και κινείται προσεκτικά για να μην δώσει την εντύπωση ότι συνάπτει αντιαμερικανικό μέτωπο, το Πεκίνο έχει συνείδηση ότι η ανταγωνιστική σχέση του με την Ουάσιγκτον εκ των πραγμάτων θα οξύνεται. Ως εκ τούτου οφείλει να προετοιμάζεται και να αποκτά ερείσματα. Μπορεί προς το παρόν οι Κινέζοι να δίνουν έμφαση στις εμπορικές σχέσεις, αλλά πίσω από αυτές είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού η υψηλή στρατηγική τους. Στην πραγματικότητα, άλλωστε, πρόκειται για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Προσφάτως, η Κίνα συνήψε τη γιγαντιαία στρατηγική συμφωνία με το Ιράν. Με αυτή, το μεν Ιράν λύνει οξύτατα οικονομικά του προβλήματα, η δε Κίνα το προσδένει σφιχτά στο άρμα της, αποκτώντας κρίσιμο γεωπολιτικό έρεισμα στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Προφανώς, αυτή η συμφωνία μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για μία αντίστοιχη με την Άγκυρα. Η περίπτωση της Τουρκίας, όμως, είναι πιο σύνθετη, αφού είναι μέλος του ΝΑΤΟ και διατηρεί ισχυρούς πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς με τη Δύση. Μία τέτοια συμφωνία με την Κίνα θα ήταν casus belli όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και για την Ευρώπη. Αυτός είναι ο λόγος που ο Ερντογάν, χωρίς να κλείνει την πόρτα, προσπαθεί να βρει άλλη λύση.
Ο ρόλος της Γερμανίας
Ο κρίσιμος παράγοντας στην αμερικανοτουρκική συγκρουσιακή διελκυστίνδα είναι η ΕΕ και ειδικότερα η Γερμανία. Ο Ερντογάν είχε με αμετροέπεια ανοίξει πολλά μέτωπα στην Ευρώπη, αλλά προσπαθεί να εξομαλύνει τις σχέσεις του με Ευρωπαίους, στηριζόμενος κυρίως στην ανάπτυξη μίας ειδικής σχέσης με τη Γερμανία. Πιστό στην παράδοση της γερμανοτουρκικής σύμπλευσης, το Βερολίνο έχει ανταποκριθεί.
Μπορεί σ’ αυτό να πρωτοστατεί η Μέρκελ, αλλά η ειδική σχέση με την Τουρκία είναι μία σταθερά που έχει ευρύτερη απήχηση στο γερμανικό πολιτικό σύστημα. Είναι αξιοσημείωτη η δήλωση της επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών Νάλες το καλοκαίρι του 2018 ότι πρέπει να στηριχθεί (και οικονομικά) η Τουρκία. Στο ίδιο μήκος κύματος εκείνη την εποχή και ο επίσης σοσιαλδημοκράτης πρώην υπουργός Εξωτερικών Γκάμπριελ: «η Γερμανία και η Ευρώπη δεν θα συμμετάσχουν στην οικονομική αποσταθεροποίηση που θέλει να επιβάλει ο Τραμπ… Οι ΗΠΑ βρίσκονται πολύ μακριά. Αλλά στην Ευρώπη θα πληρώσουμε μεγάλο τίμημα αν η Τουρκία γίνει ασταθής».
Αν και το Βερολίνο δεν επιθυμεί να έρθει σε αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον, είναι σαφές ότι δεν έχει κάνει βήμα πίσω ούτε επί Μπάιντεν στο ζήτημα της Τουρκίας. Το προσφυγικό-μεταναστευτικό ναι μεν επηρεάζει σημαντικά τη στάση της Μέρκελ, αλλά χρησιμοποιείται και ως πολιτικό πρόσχημα για να κρύψει την ειδική γερμανοτουρκική σχέση. Κι αυτό ισχύει ανεξαρτήτως του χρόνιου ζητήματος εάν η Ευρώπη θα χειραφετηθεί πολιτικά και αμυντικά από τις ΗΠΑ.
Το γερμανικό σωσίβιο
Ο Ερντογάν ποντάρισε στο Βερολίνο και η γερμανική ανταπόκριση του διεύρυνε τα περιθώρια ελιγμών στις ευρύτερες σχέσεις του με τη Δύση. Η Αθήνα είχε την ευκαιρία να το διαπιστώσει τραυματικά. Η γερμανική διπλωματία τορπίλισε κάθε συζήτηση στους κόλπους της ΕΕ για επιβολή κυρώσεων, σερβίροντας το σχήμα της διπλής προσέγγισης: αποκλιμάκωση και “θετική ατζέντα” ή κλιμάκωση και κυρώσεις. Στην πραγματικότητα, ναι μεν ο Ερντογάν απέσυρε το Oruc Reis, αλλά δεν έχει κάνει βήμα πίσω από τις τουρκικές μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις, αλλά ούτε έχει σταματήσει και τις ποικίλες έμπρακτες προκλήσεις εναντίον της Ελλάδας.
Έχοντας τη Γερμανία να “καθαρίζει” για λογαριασμό του στην ΕΕ και αξιοποιώντας εμπορικές ιδιοτέλειες κρατών-μελών, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, ο Ερντογάν κατάφερε να αποφύγει τη διπλωματική απομόνωση. Κάπως έτσι η λαβωμένη τουρκική οικονομία, παρά την υπονόμευση της τουρκικής λίρας, απέφυγε την κατάρρευση. Με άλλα λόγια, σ’ αυτό το επίπεδο έπαιξε ρόλο η ΕΕ και ειδικά το Βερολίνο. Το επιχείρημα αλλά και πρόσχημα των Γερμανών που προτάσσουν και στους Αμερικανούς είναι πως εάν η Τουρκία καταρρεύσει η Ευρώπη θα πλημμυρίσει από το μεταναστευτικό τσουνάμι που θα προκληθεί.
Το ενδιαφέρον σ’ αυτή τη σκακιέρα είναι ότι παρά τις δυσκολίες του, ο Ερντογάν, λόγω νοοτροπίας και μεγαλοϊδεατισμού, παραμένει ένας δύσκολος συνομιλητής ακόμα και για τους υποστηρικτές του εντός της Ευρώπης. Το έχουν ομολογήσει επανειλημμένως οι ίδιοι οι Γερμανοί σε συνόδους του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών και σε Συνόδους Κορυφής. Αυτό, ωστόσο, δεν έχει μειώσει τη στήριξη που παρέχουν στην Τουρκία, παρά τις κατά καιρούς επικρίσεις για ακρότητές της.
Ο “σκορπιός” Ερντογάν
Μην έχοντας δυσβάσταχτο κόστος, λοιπόν, ο Ερντογάν δεν χάνει ευκαιρία να κάνει επίδειξη δύναμης και διπλωματικής αδιαλλαξίας. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο παρελθόν. Το sofagate είναι ενδεικτικό της νοοτροπίας του. Προκάλεσε ένα πρόβλημα, το οποίο δεν υπηρετεί κανέναν ορθολογικό πολιτικό σκοπό του Ερντογάν. Έχει μόνο συμβολικό χαρακτήρα, αλλά με αποτέλεσμα σημαντικό πολιτικό κόστος.
Και μόνο το γεγονός ότι εξώθησε τον Ντράγκι να μιλήσει για “δικτάτορα”, προκαλώντας πρωτοφανή κρίση στις ιταλοτουρκικές σχέσεις δείχνει ότι ο Τούρκος πρόεδρος θυμίζει περισσότερο τον σκορπιό με τον βάτραχο στον μύθο του Αισώπου, παρά ορθολογικό πολιτικό ηγέτη. Αποδεικνύεται για μία ακόμα φορά ότι παρά τις εκ των υστέρων εκλογικεύσεις, ο Τούρκος πρόεδρος παρασύρεται συχνά από τη “φύση” του.
Για πόσο ακόμα, όμως, η Γερμανία θα μπορεί να λειτουργεί σαν πολιτική ασπίδα για την Τουρκία; Εάν ο Μπάιντεν σφίξει τη θηλιά γύρω από τον λαιμό του Ερντογάν, τα περιθώρια του Βερολίνου θα συρρικνωθούν, δεδομένου ότι θα ασκηθούν αμερικανικές πιέσεις και προς τα άλλα κράτη-μέλη που ερωτοτροπούν για διάφορους λόγους με την Τουρκία. Μία τέτοια εξέλιξη θα στριμώξει πολύ περισσότερο τον Τούρκο πρόεδρο, εξωθώντας τον πιθανώς πιο αποφασιστικά προς την ευρασιατική κατεύθυνση.
Δημοσίευση σχολίου