Με μια ασυνήθιστης σφοδρότητας δήλωση, ο πρόεδρος Μπάιντεν επετέθη στον Ρώσο ομόλογό του, αποκαλώντας τον “φονιά” και προειδοποιώντας τον ότι “θα πληρώσει” το τίμημα πολύ σύντομα. Η δήλωση ξεφεύγει από το σύνηθες πλαίσιο αποδεκτής διπλωματικής συμπεριφοράς, ακόμα και μεταξύ αντιπάλων, με αποτέλεσμα να εγείρεται ζήτημα αξιολόγησής της.
Σχολιάζει ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ Β. ΜΙΧΑΣ*
Η δήλωση αυτή, παρότι απευθυνόταν στον ηγέτη της Ρωσίας, πρέπει να κινητοποίησε κι άλλους ηγέτες, του Ερντογάν συμπεριλαμβανομένου. Μία τέτοια δήλωση δεν μπορεί να προϊόν φραστικής υπερβολής, ή παρορμητισμού της στιγμής. Προηγήθηκε, άλλωστε, σχετική ερώτηση. Μάλλον, λοιπόν, δημιουργεί την εντύπωση ότι αποτελεί υπολογισμένη ενέργεια από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση.
Λόγω της πρωτοφανούς σφοδρότητάς της, η προσωπική επίθεση του Μπάιντεν κατά του Πούτιν προκάλεσε έκδηλη αμηχανία στη Μόσχα, η οποία απέφυγε βεβιασμένες αντιδράσεις, πριν αποκωδικοποιήσει τις προθέσεις του Λευκού Οίκου. Η ρωσική απάντηση ήρθε με καθυστέρηση σχεδόν μιας ημέρας και κινήθηκε σε “χλιαρό” επίπεδο.
Σε μια πρώτη αξιολόγηση, η δήλωση Μπάιντεν αποτελεί επικύρωση του αντιρωσικού προσανατολισμού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής επί Μπάιντεν. Αυτό δεν αποτελεί “κεραυνό εν αιθρία”. Οτιδήποτε ξέφευγε από την αντιρωσική γραμμή θα αποτελούσε έκπληξη. Να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται ήδη σε παρασκηνιακές διπλωματικές διαβουλεύσεις με τους Κινέζους, κάτι που δεν επελέγη στις σχέσεις με τους Ρώσους.
Δεδομένου ότι η Ουάσιγκτον δείχνει να θεωρεί την Κίνα ως σοβαρότερη πρόκληση από τη Ρωσία, η δήλωση Μπάιντεν εμμέσως απευθύνεται και στο Πεκίνο με σκοπό να “ρυθμίσει” και την κινεζική στάση. Σε γενικές γραμμές, η παρέμβαση του νέου προέδρου σηματοδοτεί μια “επιθετική επανάκαμψη” των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή.
Στέλνει το μήνυμα ότι η εποχή της αναδίπλωσης τελείωσε και μαζί της θέλει να τελειώσει και η περίοδος αμφισβήτησης της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας. Με άλλα λόγια αυτού του είδους η αμφισβήτηση δεν θα γίνεται πλέον ανεκτή. Όποιος την αμφισβητήσει θα εκθέτει τη χώρα του στην απειλή αντιμέτρων.
Η τάση αυτή έγινε αρχικώς ορατή με την πολιτική που υιοθετήθηκε εξαρχής απέναντι στη Σαουδική Αραβία. Και σ’ αυτή την περίπτωση ερμηνεύθηκε ως δυνητικό μήνυμα και προς την Τουρκία. Η σφοδρή προσωπική επίθεση στον Πούτιν, όμως, συνιστά ποιοτική κλιμάκωση, επειδή θέτει σε συγκρουσιακή τροχιά τις σχέσεις των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων.
Το μήνυμα εκ των πραγμάτων αφορά και κράτη που επιχειρούν να ελιχθούν διπλωματικά, προσεγγίζοντας τη Μόσχα, ως αποτέλεσμα διαφωνίας με τις κεντρικές επιλογές της Ουάσιγκτον. Για παράδειγμα, στέλνεται το μήνυμα ότι η προσέγγιση αραβικών κρατών του Κόλπου με τη Ρωσία και ενδεχόμενες συμφωνίες “τύπου S-400” θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις.
Λογικά, η δήλωση Μπάιντεν πρέπει να “πάγωσε” τον Ερντογάν, δεδομένου ότι αυτός δεν έχει πίσω του τη ρωσική ισχύ. Από αυτή την άποψη, το πρόβλημα για την Τουρκία είναι μεγαλύτερο και δυσκολότερα διαχειρίσιμο. Εάν επικρατήσει τέτοιο “πολεμικό” κλίμα στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, οι πιέσεις που θα ασκηθούν στην Άγκυρα θα είναι ασφυκτικές και θα έχουν στόχο όχι κάποιον συμβιβασμό, αλλά την παράδοσή της.
Επειδή ακριβώς, όμως, στη μεγάλη εικόνα κυριαρχεί ο στρατηγικός ανταγωνισμός ΗΠΑ-Ρωσίας, οι επιμέρους περιφέρειες είναι “σχετιζόμενα υποσύνολα”. Εάν η Τουρκία επιλέξει να αναδιπλωθεί, επιδιώκοντας να ανακτήσει τη σημασία της στη δυτική αρχιτεκτονική ασφαλείας, θεωρητικά θα άνοιγε τον δρόμο και για ανάκτηση της επιρροής της. Άρα και της σχετικής ισχύος στην προώθηση των γεωστρατηγικών της επιδιώξεων που στρέφονται εναντίον του Ελληνισμού.
Είναι ρεαλιστική επιλογή για τον Ερντογάν, όμως, ένας συμβιβασμός που ουσιαστικά θα συνιστά παράδοση στους Αμερικανούς; Θα επιτρέψει στη Δύση να ανασυστήσει τα δίκτυα επιρροής που ο Τούρκος πρόεδρος κατάφερε να ξηλώσει με τεράστιες προσπάθειες; Τέλος, δεν θα φοβάται, ό,τι κι αν του υποσχεθούν, ότι οι Αμερικανοί στην πρώτη ευκαιρία θα τον ανατρέψουν με πολιτικά μέσα;
Η Αθήνα, πάντως, οφείλει να είναι προετοιμασμένη για κάθε σενάριο εξελίξεων. Δεν αρκεί το γεγονός ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε ιστορικό υψηλό, κυρίως, επειδή η ελληνική πλευρά έχει δώσει ό,τι ζήτησαν οι Αμερικανοί και μάλιστα χωρίς ανταλλάγματα. Η επιλογή της Ουάσιγκτον, πάντως, να μετατρέψει σε διπλωματικό δόρυ το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προσφέρει την ευκαιρία στην ελληνική διπλωματία να πλαγιοκοπήσει την Τουρκία, η οποία είναι διάτρητη σ’ αυτό το επίπεδο.
Εν κατακλείδι, αν και πολλές κρίσεις γίνονται για την πρωτοφανή φραστική επίθεση του Μπάιντεν κατά του Πούτιν, το μόνο που δεν αμφισβητείται είναι ότι σηματοδοτεί την είσοδο σε μία νέα περίοδο στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας, όπου θα κυριαρχεί το στοιχείο της πολιτικής σύγκρουσης με απροσδιόριστη κατάληξη. Κι όπως είναι αναπόφευκτο, το κλίμα στις αμερικανορωσικές σχέσεις επηρεάζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τις ισορροπίες και στα περιφερειακά υποσυστήματα.
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου