Από την πρώτη στιγμή τονίσαμε, πως είναι λάθος να εκλαμβάνεται ως «αποκλιμάκωση» ένας κατ’ εξοχήν επιθετικός τακτικισμός (και τέτοιος ήταν η υπαγορευμένη προσωρινή απόσυρση του ORUC REIS αλλά και του ΓΙΑΒΟΥΖ από τις Ελληνικές και τις Κυπριακές θάλασσες)…
Τονίσαμε επίσης, πως η επιμονή των κυρίαρχων του πολιτικού συστήματος, να εκλαμβάνουν ως εκδήλωση «συμμαχικής αλληλεγγύης» την διαμεσολάβηση των Ευρωατλαντικών δομών στην επίτευξη αυτής της «αποκλιμάκωσης», συνιστά θεμελιώδη στρατηγική αστοχία. Δυστυχώς, οι εξελίξεις και αυτή την φορά, δεν άργησαν να μας επιβεβαιώσουν…
Η υποτιθέμενη «αποκλιμάκωση», στην λογική της οποίας παγιδεύτηκε η Ελλάδα, είναι μεταξύ άλλων, μια προσωρινή μεταβατική κατάσταση απολύτως απαραίτητη, τόσο για την προώθηση των Αμερικανικών στρατηγικών σχεδιασμών στην περιοχή, όσο και για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των Τουρκικών περιφερειακών επιδιώξεων. Αποδεικνύεται όμως εξόχως καταστροφική…
KAI για το διπλωματικό περιβάλλον το οποίο διεμβολίζεται επιμελώς και συστηματικά από την Τουρκική μαξιμαλιστική ατζέντα…
Αλλά ΚΑΙ για την βίαιη ανακοπή των πρώιμων προσπαθειών που παρατηρήθηκαν τις ημέρες της κρίσης, και συντήρησαν ελπίδες για μια ουσιαστική διεύρυνση στην Ελληνική στρατηγική σκέψη. Οι προσπάθειες αυτές τελικά ΔΕΝ τελεσφόρησαν, ΟΥΤΕ στο επίπεδο της διαχείρισης των συνεργασιών, αλλά ΟΥΤΕ και σε αυτό των αναγκαίων στρατηγικών αναπροσανατολισμών που έχει ανάγκη ο τόπος.
Για τους Αμερικανούς, η επιχειρησιακή επάνοδος στην ΝΑ Μεσόγειο, αποδεικνύεται πως είναι μια διαδικασία περισσότερο σύνθετη σε σχέση με το παρελθόν, αφού και οι ίδιοι βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με μια σειρά από καινούρια τετελεσμένα και νέες διαχειριστικές προκλήσεις…
Η Ρωσία έχει ισχυροποιήσει την θέση της, «χτίζοντας» το νέο της εφαλτήριο πάνω στα ερείπια που άφησαν οι στρατηγικές αποτυχίες των Αμερικανών κατά την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας με προεξάρχον αυτό της «Αραβικής Άνοιξης»…
Η Κίνα αν και αθόρυβη, εν τούτοις υπήρξε αποτελεσματική και με θετικό απολογισμό σε καινούριες θέσεις που διασφάλισε μέσω της ήπιας διείσδυσης σε κομβικούς τομείς της Δυτικής οικονομίας. Την ίδια στιγμή σήκωσε το γάντι σε σειρά προκλήσεων στις ζώνες αυξημένου στρατηγικού ενδιαφέροντος, διαμηνύοντας προς πάσαν κατεύθυνση ΚΑΙ την αυξημένη ετοιμότητά της να διαχειριστεί ευκαιρίες, αλλά ΚΑΙ την δεδομένη αποφασιστικότητά της να καταφύγει ακόμη και στην χρήση πραγματικής ισχύος, εάν και εφ’ όσον αυτό κριθεί αναγκαίο από τους Κινέζους επιτελείς.
Η Τουρκία έχει διευρύνει σημαντικά και εν τέλει έχει θεμελιώσει τον γεωστρατηγικό της απογαλακτισμό από την στρατηγική των ΗΠΑ, ακροβατώντας μεταξύ περισσότερων του ενός ισχυρών δρώντων. Πρόκειται για έναν ρόλο τον οποίο εμφανίζεται διατεθειμένη να πουλήσει ακριβά σε κάθε ενδιαφερόμενο, διεκδικώντας για τον εαυτό της συγκεκριμένα ωφελήματα με αυξημένο ειδικό βάρος στην γεωπολιτική σκακιέρα. Επιχειρεί έτσι να επιβάλει στην πράξη τον αυτοτελή περιφερειακό της ρόλο, έχοντας όμως το βλέμμα στραμμένο στην θέση που θεωρεί ότι νομιμοποιείται να διεκδικεί, ως μέρος της ελίτ των ισχυρών του πλανήτη. Επιδιώκει να εργαλειοποιεί αντιθέσεις, ενώ δείχνει ιδιαιτέρως απρόθυμη να εργαλειοποιείται η ίδια, ακόμη και στο πλαίσιο των παραδοσιακών συμμαχικών δομών, και όλο αυτό συνιστά μια καινούρια εξέλιξη, που για την ίδια προϋποθέτει διαρκή και αναβαθμισμένη στρατηγική υποστήριξη των επιλογών της, ενώ για τους Αμερικανούς δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες στην διαχείριση των παραμέτρων της.
Οι παραδοσιακοί προσεταιρισμοί στο σύνολό τους επαναπροσδιορίζονται και η διαχείρισή τους παρουσιάζει αυξημένη δυσκολία, όχι μονάχα μεταξύ μικρών αλλά και μεταξύ ισχυρών δρώντων, ακόμη και στο πλαίσιο των παραδοσιακών συμμαχικών δομών (Ε.Ε, ΝΑΤΟ κοκ) κάτι που μέχρι χθες φάνταζε μάλλον αδιανόητο.
Η Τουρκία, σε πείσμα όλων αυτών που θεωρούν ότι μπορούν να την εντάξουν στην εξίσωση της «αποκλιμάκωσης», οργανώνει και υποστηρίζει επιχειρησιακά τον σχεδιασμό της, στο πλαίσιο της επιδίωξής της να καταστεί ισχυρή αεροναυτική δύναμη με περιφερειακό και διεθνές στρατηγικό αποτύπωμα.
Η εμπλοκή της στην σύγκρουση του Καυκάσου, δεν είναι μονάχα εμφανής αλλά εκ των πραγμάτων προκύπτει πως ήταν και πλήρως προσχεδιασμένη. Οι επιχειρησιακές ανάγκες αυτής της εμπλοκής, πιστοποιούν και έναν από τους λόγους που η Τουρκία χρειαζόταν το μεταβατικό καθεστώς της «αποκλιμάκωσης» στην ΝΑ Μεσόγειο. Φροντίζει ωστόσο να υπενθυμίζει στους πάντες, και πρώτα απ’ όλα στους αφελείς της Αθήνας, πως στην διπλωματική της επίθεση, ακόμη και μέσα στο ευρωατλαντικό περιβάλλον, δεν υπάρχει κανενός είδους αποκλιμάκωση. Υπάρχει διαρκής πίεση και επιθετική εναπόθεση καινούριων απαιτήσεων, που «χτίζουν» τις θέσεις της εν όψει των εξελίξεων της επόμενης μέρας.
Προφανώς δεν πρόκειται για μια τυχαία εμπλοκή. Άλλωστε τα διαδραματιζόμενα στον Καύκασο δεν προσφέρονται για αυτοτελείς και αποσπασματικές αναγνώσεις. Είναι μέρος μιας δυνητικής ανάφλεξης που απειλεί να συμπαρασύρει μια ευρύτερη περιοχή, ενώ η Τουρκία στο πλαίσιο του Ηγεμονισμού της, διεκδικεί ρόλο στις εξελίξεις και δυνατότητα μόνιμης επιρροής στους τουρκογενείς πληθυσμούς. Αυτή η παράμετρος την καθιστά σήμερα μέρος του προβλήματος, αλλά η ίδια διεκδικεί να αποτελέσει αύριο και μέρος της λύσης του. Πρόκειται λοιπόν για μια «επένδυση» στις αντιθέσεις, η οποία με την σειρά της τροφοδοτεί αντιθέσεις ευρύτερες.
Αυτό είναι το περιβάλλον των εξελίξεων μέσα στο οποίο ενσωματώθηκε η Τουρκία σε ένα σκηνικό δήθεν «αποκλιμάκωσης» στο Αιγαίο και στην ΝΑ Μεσόγειο. Και το γεγονός ότι ενσωματώθηκε προσχηματικά, ενώ την ίδια στιγμή κλιμακώνει τις παράλογες διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδας και ενεργοποιεί «παγωμένους» σχεδιασμούς δεκαετιών στην κατεχόμενη Κύπρο, έχοντας εξασφαλίσει την ουσιαστική ασυλία των «διαμεσολαβητών» και κατά τα λοιπά «συμμάχων» μας, είναι αποκαλυπτικό της καινούριας κατάστασης με την οποία θα βρεθεί αντιμέτωπη η χώρα, όταν καταρρεύσει και τυπικά το πέπλο των ψευδαισθήσεων που συντηρούνται από το πολιτικό της προσωπικό.
Η Ελλάδα «σπρώχτηκε» στο παραμυθένιο σκηνικό της «αποκλιμάκωσης», εγκαταλείποντας έτσι κάθε συζήτηση γύρω από τις επίκαιρες στρατηγικές προκλήσεις με τις οποίες είχε υποχρέωση να ασχοληθεί, στην βάση των καινούριων δυνατοτήτων και ευκαιριών που ανέδειξε η κλιμάκωση της Τουρκικής επιθετικότητας και αυτό είναι έγκλημα. Η πολιτική τάξη της χώρας, αναζητώντας εναγωνίως έναν σχετικά αξιοπρεπή συμβιβασμό στην λογική του «ΜΗ πολέμου», διείδε στο περιβάλλον της «αποκλιμάκωσης», ΟΧΙ τις πραγματικές παγίδες και τα στρατηγικά πισωγυρίσματα που της επέβαλαν οι «σύμμαχοι», αλλά την ευκαιρία για την συνέχιση της απροβλημάτιστης πολιτικής διαχείρισης και νομής της Εξουσίας. Παρέδωσε έτσι και πάλι την χώρα στην αυταπάτη του παρασιτικού προστατευτισμού, ανακόπτοντας κάθε συζήτηση που θα μπορούσε να δρομολογήσει την γεωπολιτική της χειραφέτηση.
Η χώρα με δυο λόγια εργαλειοποιήθηκε, για να προωθηθεί η κυρίαρχη επιδίωξη των Ευρωατλαντικών μας εταίρων, που ΔΕΝ είναι η διαφύλαξη ενός περιβάλλοντος σεβασμού των διεθνών Συνθηκών και συνακόλουθα της Εθνικής μας κυριαρχίας, αλλά η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ανάσχεσης της Ρωσίας, προκειμένου να ανακοπεί η ισχυροποίηση της θέσης της στην ευρύτερη περιοχή.
Παράλληλη επιδίωξη βεβαίως είναι και η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ανάσχεσης και της Κινεζικής διείσδυσης, η οποία κατ’ απαίτηση των Αμερικανών, προϋποθέτει πως οι «πρόθυμοι» του εταιρικού κλαμπ, δημιουργούν γεωπολιτικά αναχώματα στην Κινεζική τεχνολογική και οικονομική επέλαση, βαθαίνοντας έτσι την μονομερή τους εξάρτηση αλλά και εκχωρώντας σημαντικό μέρος της Εθνικής τους κυριαρχίας, στο όνομα της υποτιθέμενης ασφάλειας της Δυτικής Αρχιτεκτονικής.
Η πολυσυζητημένη «αποκλιμάκωση» επομένως, για την οποία υπήρξαν κύκλοι που επεδίωξαν να μας πείσουν πως πρέπει να είμαστε ευγνώμονες απέναντι στους Αμερικανούς και Γερμανούς διαμεσολαβητές, δεν είναι παρά ένα μέρος της συνολικότερης προσπάθειας να επιβληθούν καινούριοι κανόνες αλλά και ένα πακέτο από καινούριες παραδοχές, απολύτως αναγκαίες στην προσπάθεια ανακατανομής ρόλων στο πλαίσιο της νέας ισορροπίας ισχύος που τελεί υπό διαμόρφωση.
Σε αυτό το διαχειριστικό περιβάλλον, η διασφάλιση μιας Ελληνοτουρκικής συμφωνίας που θα καταστήσει ελεγχόμενες τις μεταξύ τους εντάσεις έστω και με εργαλείο την υπέρτατη επιδιαιτησία, θεωρείται απαραίτητη για την ευόδωση των Αμερικανικών σχεδιασμών. Εδώ όμως είναι που αρχίζουν και τα δύσκολα για την χώρα.
Η στρατηγική παράλυση στην οποία ουσιαστικά σύρθηκε εκβιαζόμενη η πατρίδα μας, επιχειρείται να συγκαλυφθεί πίσω από τις γνωστές «αναπτυξιακές» φανφάρες για την Μακεδονία και την Θράκη… Πίσω από το φανταχτερό δήθεν προστατευτικό περιτύλιγμα με το οποίο συγκαλύπτεται η επέκταση της Ελληνοαμερικανικής συμφωνίας στρατιωτικής συνεργασίας που μετατρέπει την Ελλάδα σε αμερικανικό στρατηγικό προγεφύρωμα απολύτως υποτελές και εν δυνάμει αναλώσιμο… Και φυσικά πίσω από το φανταχτερό deal με πρωταγωνιστή την Microsoft, που στην ουσία του και πέρα από τα ταρατατζούμ, συμβάλει έτι περαιτέρω στην παραγωγική αποδιάρθρωση της Ελληνικής οικονομίας, αποδεικνύοντας παράλληλα το πόσο φτηνά εξαγοράζεται η εθνική αξιοπρέπεια, όταν υπάρχει πολιτικό προσωπικό πρόθυμο να την διαπραγματευτεί άνευ όρων.
Αυτή η στρατηγική παράλυση ως συνώνυμο της ολοκληρωτικής στρατηγικής αποδυνάμωσης της χώρας, προδιαγράφεται πως θα συνοδευτεί από ανεπίτρεπτες και απαράδεκτες εθνικές υπαναχωρήσεις που θα κληθούν να εκμαιεύσουν τον τουρκικό εξευμενισμό. Τόσο οι δηλώσεις Στόλτενμπεργκ, όσο και οι διόλου τυχαίες διαρροές από το παρασκήνιο των συζητήσεων, όσο κυρίως οι επίσημες τουρκικές ανακοινώσεις που δυστυχώς ΔΕΝ διαψεύδονται, προδιαθέτουν για πολύ αρνητικές εξελίξεις.
Κάτω από το επικοινωνιακό πυροτέχνημα περί της δήθεν απόφασης των Αμερικανών να μην επιτρέψουν πολεμική σύγκρουση μεταξύ δύο «συμμάχων», αποκρύπτεται συστηματικά πως η διασφάλιση καθεστώτος ΜΗ σύγκρουσης, προϋποθέτει εκούσιες υπαναχωρήσεις, ανεπίτρεπτες εθνικές εκπτώσεις, και ένα περιβάλλον συμφωνηθέντων τα οποία ουδέποτε και καμία κυβέρνηση θα αποτολμούσε να προσυπογράψει στο παρελθόν.
Στον αντίποδα όλων αυτών που αφορούν στην παραμυθιαζόμενη πατρίδα μας, υπάρχει ο Τουρκικός μαξιμαλισμός που δεν υποστέλλει το εύρος των επιθετικών – αναθεωρητικών του διεκδικήσεων, ούτε εν μέσω της κατ’ ευφημισμόν «αποκλιμάκωσης» και προφανώς δεν επηρεάζεται ως προς τούτο, από τις αυξημένες απαιτήσεις που επιβάλει η ευθεία εμπλοκή της Τουρκίας, στην εν εξελίξει σύγκρουση στον Καύκασο.
Και το χειρότερο όλων, είναι πως Τουρκική πολιτική ηγεσία, στηρίζοντας αναφανδόν την λογική του Παντουρκισμού και με δεδηλωμένη την πρόθεσή της να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητες του πολιτικού Ισλάμ ως κρίσιμο γεωπολιτικό εργαλείο, προϊδεάζει ΚΑΙ την Ελλάδα ΚΑΙ την Ευρώπη για τα πολύ χειρότερα που είναι μπροστά, όσο οι αφελείς θα συνεχίσουν να επενδύουν σε «αποκλιμάκωση» και σε λοιπές αποπροσανατολιστικές αηδίες…
Δημοσίευση σχολίου