Χατζηδημητρίου Δημήτρης
Εάν έχει επιτύχει κάτι η Τουρκία με την σταθερή προβολή της διεκδικητικής πολιτικής της αυτό είναι ότι έχει κατορθώσει να πείσει, εκτός από ενίους διεθνείς παράγοντες και ένα τμήμα Ελλήνων δημοσιολόγων, οι οποίοι διαθέτουν μεγάλη πρόσβαση σε εγχώρια ΜΜΕ. Επίσης, διαθέτουν και αξιοθαύμαστη επιμονή, στα όρια της εμμονής, στην προβολή των απόψεων τους ότι η Άγκυρα επιδιώκει τον διάλογο, τον οποίον απορρίπτει η Αθήνα, αν και ορισμένοι πηγαίνουν παραπέρα αποδεχόμενοι τους τουρκικούς ισχυρισμούς!
Συναφώς, ως επιτυχία της Άγκυρας καταγράφεται και η κατίσχυση της εντύπωσης ότι μεταξύ των δύο χωρών υφίστανται διαφορές προς επίλυση κι όχι μονομερείς τουρκικές αξιώσεις, επί των οποίων καλείται η Αθήνα να συμφωνήσει πως αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Παρά την περί του αντιθέτου παγιωμένη εντύπωση, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, από το 1974 κι έκτοτε, δοκίμασαν την διαδικασία του διαλόγου και της διαπραγμάτευσης με την Τουρκία, την οποία η τελευταία αντιλαμβάνεται ως μέθοδο επιβολής της ατζέντας της, όπως απέδειξε η ζωή και η πραγματικότητα των διμερών σχέσεων.
Τόσο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στο πολύτομο Αρχείο του, όσο και ο Δημήτριος Μπίτσιος, ως υπουργός Εξωτερικών της περιόδου εκείνης, έχουν γράψει αναλυτικά για τις προσπάθειες τους να δεχθεί η Τουρκία να συζητηθούν και να αχθεί ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και έχουν αναδείξει τις τουρκικές δολιχοδρομίες (π.χ συμφωνία Καραμανλή-Ντεμιρέλ στις Βρυξέλλες και υπαναχώρηση Τσαγλαγιαγκίλ ενώπιον του Μπίτσιου στην Ρώμη).
Ομοίως, διάλογος έγινε και κατά την δεκαετία του '80, με τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, όπως ασφαλώς και στη συνέχεια με τους διαδόχους του Ανδρέα Παπανδρέου (Κώστα Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου), ενώ σταθερά υπέρ του ελληνοτουρκικού διαλόγου ήταν και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και πιο πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας. Στο, καλόπιστο, ερώτημα, «γιατί οι Έλληνες πρωθυπουργοί αποτυγχάνουν να συνεννοηθούν με τους γείτονες τους», η απάντηση προκύπτει από το περιεχόμενο της ατζέντας που επιχειρεί να επιβάλλει η Τουρκία σε έναν διμερή διάλογο.
Μετά την κρίση στα Ίμια, το 1996, η Άγκυρα διαμήνυσε, με κάθε τρόπο (επισήμως κι ανεπισήμως) ότι σαν ελληνοτουρκικές διαφορές θεωρεί το εύρος των χωρικών υδάτων (6 ή 12 ν.μ), την υφαλοκρηπίδα, τον εναέριο χώρο, το F.I.R και την περιοχή ελέγχου του, τις επιχειρήσεις Έρευνας-Διάσωσης στο Αιγαίο., τον εξοπλισμό νησιών του ανατολικού Αιγαίου, το καθεστώς κυριαρχίας νησιών του Αιγαίου (γκρίζες ζώνες) και την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης.
Οι συνθήκες του 19ου αιώνα
Στον κατάλογο έχει προστεθεί τώρα και η Ανατολική Μεσόγειος με φανερή την πρόθεση της Άγκυρας να αποκόψει την Ελλάδα, ένα έθνος κατ' εξοχήν ναυτικό, από μία περιοχή στην οποίαν οι Έλληνες υπάρχουμε από την αυγή της Ιστορίας. Η Άγκυρα επικαλείται, ως έχουσες άμεση ή έμμεση σχέση με το Αιγαίο, τις εξής συνθήκες-συμφωνίες: Την Συνθήκη της Ανδριανούπολης (1829), το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830), την Συνθήκη του Λονδίνου (1913), την Συνθήκη των Αθηνών (1913), την Συνθήκη της Λωζάννης (1923), την Συνθήκη του Μοντρέ (1936) και την Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1947).
Παράλληλα, υπενθυμίζει ότι δεν έχει υπογράψει –αν και δεσμεύεται από την εθιμική τους διάσταση– την Συνθήκη της Γενεύης (1958) για τα χωρικά ύδατα και τις παράκτιες περιοχές, την Συνθήκη της Γενεύης (1958) για την υφαλοκρηπίδα και την Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ (1982) για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Η Άγκυρα επιμένει ότι στο Αιγαίο υπάρχουν πάνω από 2000 νησιά, νησίδες και βραχονησίδες, «που επηρεάζουν άμεσα και καθοριστικά όλα τα προβλήματα του Αιγαίου», με το καθεστώς πολλών από αυτά να είναι ακαθόριστο κι άρα αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Κατηγορεί την Ελλάδα πως «επιθυμεί να εκμεταλλευθεί στο έπακρο τα δικαιώματα που απορρέουν από την κυριαρχία επί των νήσων αυτών που της παραχωρήθηκαν ως δώρο της γεωγραφίας και της Ιστορίας». (Sule Kut, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μαρμαρά).
Κατά την Άγκυρα, «το Αιγαίο, κι αυτό είναι βασική θέση, αποτελεί μια ημίκλειστη θάλασσα, η οποία πρέπει να τεθεί υπό ειδικό καθεστώς και στα τυχόν προβλήματα που σχετίζονται με αυτήν να βρεθούν ειδικές λύσεις πέραν των γενικών κανόνων κι αρχών που προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες»(!), (ό.π). Τον ίδιο κατάλογο "διαφορών" προς επίλυση και την ίδια ακριβώς φρασεολογία επανέλαβε αυτές τις ημέρες και το δεξί χέρι του Ερντογάν, ο Ιμπραήμ Καλίν.
Η απάντηση Οικονομίδη στους τουρκικούς ισχυρισμούς
Στις αιτιάσεις της Τουρκίας έχει απαντήσει με κάθε λεπτομέρεια και με πιστή αναφορά στις διεθνείς Συνθήκες-Συμβάσεις ο αείμνηστος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου (προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας του υπουργείου Εξωτερικών), Κωνσταντίνος Οικονομίδης ("Οι νησίδες Ίμια στο Αιγαίο Πέλαγος, μια διαφορά που δημιουργήθηκε με τη βία", Εκδ. Σάκκουλα 1999). Ο Οικονομίδης υπενθύμισε ότι με την Συνθήκη της Λωζάννης, άρθρο 12, «υπό τουρκική κυριαρχία παραμένουν αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής» κι όλα τα υπόλοιπα νησιά σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο αποδίδονται στην Ελλάδα, «χωρίς καμμιά διάκριση ή περιορισμό».
Σημαντικό βοήθημα για την κατανόηση του θέματος είναι και το βιβλίο που συνέγραψαν, ως προϊστάμενοι των Νομικών Υπηρεσιών των υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών, οι Κωνσταντίνος Οικονομίδης και Χουσεΐν Παζαρτζί, (εκδόσεις ΓΝΩΣΗ 1989), με αντικείμενο το νομικό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου. Η Ελλάδα διαθέτει ένα κράτος με ελλείπουσα θεσμική μνήμη, πολίτες που εύκολα διαβουκολούνται και δημοσιολόγους που εύκολα πείθονται από τα "επιχειρήματα" της άλλης πλευράς, πνευματικής οκνηρίας ένεκα.
Το έγγραφο του 1985
Κι όμως, η επικρινόμενη σαν "αδιάλλακτη και απορριπτική Ελλάδα" έχει ανακοινώσει το πλαίσιο του διαλόγου που θα ήταν διατεθειμένη να διεξάγει με την Τουρκία. Δεν αποκαλύπτεται κάποιο εθνικό μυστικό από την υπενθύμιση-κοινολόγηση, τώρα, της διακοίνωσης που επεδόθη στον πρέσβη της Τουρκίας Ναζμί Ακκιμάν, την 14η Νοεμβρίου 1985.
Με εκείνη, η Αθήνα αποσαφήνιζε «τα στοιχεία που συναποτελούν το status quo, καθώς και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς πρακτικής που η Ελλάδα θεωρεί ως θέματα μη διαπραγματεύσιμα, δεδομένου ότι οποιαδήποτε μεταβολή θα έθιγε την εδαφική της ακεραιότητα και την εθνική της κυριαρχία». Όπως υπογραμμίζεται στο έγγραφο (πιστό αντίγραφο από το οικείο αρχείο) τα στοιχεία αυτά είναι:
Για τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου το status quo προσδιορίζεται από την Συνθήκη της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου 1923, σε συνάρτηση με το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. (σ.σ δικαίωμα στην νόμιμη άμυνα, ενώπιον του οποίου κάμπτονται όλες οι άλλες διατάξεις του Χάρτη).
Για τη Λήμνο και την Σαμοθράκη το status quo προσδιορίζεται από την Συνθήκη της Λωζάννης, την Σύμβαση της Λωζάννης και την Σύμβαση του Μοντρέ του 1936, σε συνάρτηση με την δήλωση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Αράς ενώπιον της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης και την επιστολή του Τούρκου πρέσβη Εσρέφ, της 6ης Μαΐου 1936 προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών Ι. Μεταξά.
Για τη Δωδεκάνησο, η συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947, σε συνάρτηση με το άρθρο 51 του Χάρτη Ηνωμένων Εθνών.
Για την Αιγιαλίτιδα Ζώνη, οι διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου σε συνάρτηση με το Άρθρο 3 της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας και την επίσημη τουρκική δήλωση, το 1956. (σ.σ. εύρος 12 ν.μ).
Ιδιαίτερα για την οριοθέτηση, η μέση γραμμή όπως ορίζεται από το Εθιμικό Δίκαιο, την Σύμβαση της Γενεύης του 1958, άρθρο 12, παρ. 1 και την Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, άρθρο 15.
Για την οριοθέτηση στα Δωδεκάνησα, οι δύο ιταλοτουρκικές συμφωνίες του 1932, με τις οποίες εφαρμόζεται η μέση γραμμή, διατηρουμένων των συμφωνιών που αποτελούν μέρος του εδαφικού καθεστώτος της Δωδεκανήσου (Σύμβαση του ΟΗΕ του 1978 για την διαδοχή των Κρατών στις Συνθήκες, άρθρο 11).
Για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, το Εθιμικό Δίκαιο και η Σύμβαση της Γενεύης του 1958, άρθρο 1 και η νέα Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, καθώς και οι αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου για την υφαλοκρηπίδα της Βόρειας Θάλασσας (που) προσδιορίζουν σαφώς ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και η οριοθέτηση είναι δυνατόν να νοηθεί μόνον επί τη βάσει της αρχής της μέσης γραμμής. Η Ελλάδα έχει δεχθεί σαν εναλλακτική λύση την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο.
Εναέριος Χώρος. Το Π.Δ. του Σεπτεμβρίου 1931, καθορίζει το πλάτος των 10 μιλίων. Η διαφορά μεταξύ θαλάσσιου και εναέριου εθνικού χώρου είναι απόλυτα σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο, δεδομένου ότι η Ελλάδα είχε τότε και εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης.
Status quo
Άλλο στοιχείο δημιουργίας του status quo είναι η μακροχρόνια παραδοχή εκ μέρους της Τουρκίας, όπως προκύπτει από τις υπάρχουσες διακοινώσεις. (σ.σ. Έλλην καθηγητής Διεθνών Σχέσεων έγραψε ότι είναι ντροπή να προβάλλουμε αυτό το επιχείρημα επικαλούμενοι την άγνοια των Τούρκων!).
Ειδικά για τον μερικό αμυντικό εξοπλισμό των νησιών, να υπομνησθεί και το άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί αντιμέτρων σε περίπτωση απειλής άσκησης βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
Τέλος, το status quo στο Αιγαίο προσδιορίζεται και από το άρθρο 16 της Συνθήκης της Λωζάννης, με το οποίο η Τουρκία παραιτείται «παντός και οποιουδήποτε δικαιώματος ή τίτλου» έξω από τα σύνορα που της καθορίστηκαν.
Η απάντηση της Άγκυρας δόθηκε μέσω καταιγισμού αρνητικών δημοσιευμάτων του ελεγχόμενου τουρκικού Τύπου. Στην διαδρομή των ετών έχει αποδειχθεί περίτρανα πως η Τουρκία εννοεί σαν διάλογο-διαπραγμάτευση την αποδοχή των επεκτατικών απαιτήσεων της, προσαρμόζοντας το διεθνές δίκαιο στις αναθεωρητικές βλέψεις της. Αλλά, αυτό είναι μια μικρή λεπτομέρεια που διαφεύγει από την προσοχή των θιασωτών του πάση θυσία διαλόγου-διαπραγμάτευσης.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου