Από Σάββας Δ. Βλάσσης
To τελευταίο περιστατικό με το τουρκικό ερευνητικό ORUÇREİS και η ανταπόκριση της ελληνικής πλευράς ως προς την στρατιωτική κινητοποίηση στις 31 Ιανουαρίου, ανέδειξε ορισμένα ζητήματα που άπτονται των επιχειρησιακών δυνατοτήτων και προκλήσεων με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις εφόσον καλούνται να έχουν παρουσία ή και να επέμβουν στα συγκεκριμένα γεωγραφικά πλάτη και μήκη. Το τουρκικό ερευνητικό έπλευσε περί τα 200 ν.μ. νοτίως του νησιωτικού συμπλέγματος Μεγίστης, δηλαδή εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την εγγύτερη αεροπορική βάση της Πολεμικής Αεροπορίας στην Κρήτη, σε αποστάσεις που σε πολεμικές συνθήκες θα θέτουν περιορισμούς στους χρόνους παραμονής των πολεμικών αεροσκαφών, επηρεάζοντας την διεξαγωγή επιχειρήσεων.
Για να ανταποκριθούν οι αεροναυτικές δυνάμεις σε μια κατάσταση πολεμικής αναμετρήσεως σε τέτοιες περιοχές, κρίσιμος παράγοντας διαμορφώσεως συνθηκών επιτυχίας είναι η ύπαρξη της καλύτερης δυνατής “συνθέσεως εικόνας” για την θέση και την δύναμη των μονάδων του εχθρού. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι μια πιο “σκληρή” κατάσταση διαμορφωνόταν στην περιοχή, έχει αυξημένο ενδιαφέρον να προσεγγίσουμε τα μέσα, εναέρια κυρίως, που θα επιτρέψουν σε πρώτη φάση στις ναυτικές δυνάμεις να στοχοποιήσουν με τον βέλτιστο τρόπο τον αντίπαλο.
Όπως είδαμε, η ελληνική πλευρά απογείωσε ζεύγος μαχητικών F-16 Block 52M από την 116 Πτέρυγα Μάχης στον Άραξο, που εκτέλεσαν αποστολή τακτικής αναγνωρίσεως με την χρήση ατρακτιδίου DP-110, λαμβάνοντας αεροφωτογραφίες για τον “στόχο” και τα πλοία συνοδείας. Με αυτό το υλικό, επιβεβαιώθηκε ότι το ORUÇREİS είχε απλωμένες τις ειδικές διατάξεις καλωδίων και ενισχύθηκε η υπόθεση ότι η βορειοδυτική πορεία του σχετιζόταν με ελιγμό στην προσπάθεια να μην υποχρεωθεί να τις μαζέψει, ερχόμενο “κόντρα” με τον καιρό που παρουσίαζε σχετική επιδείνωση. Εξάλλου, η φρεγάτα “ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΦΩΚΑΣ” (F466) που έσπευσε από την Κάρπαθο, βρισκόταν ακόμη μακριά για να εξασφαλίσει οπτική επαφή.
Διαπιστώθηκε ότι όπως και στην διάρκεια της κρίσεως των Ιμίων, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις χρειάστηκε να αποστείλουν πολεμικές μονάδες (μαχητικά αεροσκάφη – πλοία) για να αποκτήσουν “σύνθεση εικόνας” ως προς την εχθρική δύναμη. Δεν υπήρχαν διαθέσιμα ειδικά μέσα αναγνωρίσεως για την εκ του ασφαλούς επιτήρηση της θαλάσσιας περιοχής ενδιαφέροντος και την μεταφορά δεδομένων σε πραγματικό χρόνο.
Θεωρητικώς, το Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει ένα Αεροσκάφος Ναυτικής Συνεργασίας Ρ-3Β Orion, το οποίο όμως αργοκίνητο όπως είναι και χωρίς κάποιον αξιόπιστο ηλεκτρονικό εξοπλισμό αποστολής, αφενός απαιτούσε πολύ χρόνο για να βρεθεί στην περιοχή, αφετέρου έπρεπε να πετάξει επάνω από τους “στόχους” για να αναφέρει. Σε περίοδο πολεμικών επιχειρήσεων, η αποστολή τέτοιου αεροσκάφους τόσο μακριά, θέτει ζήτημα επαρκούς συνοδείας του από μαχητικά αεροσκάφη, καθιστώντας την επιλογή αντι-οικονομική και εξόχως παρακινδυνευμένη.
Θεωρητικώς, η Πολεμική Αεροπορία διαθέτει UAV τύπου ΠΗΓΑΣΟΣ ΙΙ και ο Ελληνικός Στρατός τύπου Sperwer, που θα μπορούσαν να εξορμούν από την Ρόδο. Αμφότερα όμως υπόκεινται σε περιορισμούς αυτονομίας, ύψους πτήσεως και εμβέλειας από απόψεως αποστάσεων της ζεύξεως δεδομένων που ορίζεται σε 150 μίλια περίπου.
Οργανικά UAV επαρκών επιδόσεων, ως γνωστόν δεν διαθέτουν οι μεγάλες μονάδες επιφανείας του ελληνικού Στόλου. Από τις φρεγάτες μπορούν να επιχειρήσουν ελικόπτερα S-70 Aegean Hawk και να μεταφέρουν εικόνα αλλά επί της ουσίας πρόκειται και πάλι για την περίπτωση της αξιοποιήσεως πολεμικών μονάδων για σκοπούς αναγνωρίσεως – επιτηρήσεως.
Η Πολεμική Αεροπορία διαθέτει το μόνο μέσο που μπορεί να προσφέρει εικόνα της καταστάσεως στον αέρα και την επιφάνεια της θαλάσσης, χάρη στα Αερομεταφερόμενα Συστήματα Έγκαιρης Προειδοποίησης & Ελέγχου (ΑΣΕΠΕ) ΕΜΒ-145Η Erieye. Οι επιδόσεις αποκαλύψεως του ραντάρ, ακόμη και στόχων επιφανείας, είναι πολύ αξιόλογες.
Από την πλευρά του Τουρκικού Ναυτικού, τα 6 ΑΦΝΣ τύπου CN-235MP και τα υπό παραλαβή ATR-72-600TMPA, μπορούν να επιχειρήσουν με μεγαλύτερη άνεση και ασφάλεια, εκτελώντας και ανθυποβρυχιακές αποστολές. Αεροπορική κάλυψη αυτών, μπορεί να επιτευχθεί ευχερέστερα με περιπολίες μαχητικών F-16, που μπορούν να ανεφοδιάζονται στον αέρα από ιπτάμενα τάνκερ KC-135R.
Το Τουρκικό Ναυτικό διαθέτει επίσης ένα σύστημα UAV τύπου Anka B με 3 αεροχήματα, ένα εκ των οποίων (“032”) μέχρι σήμερα φέρει ραντάρ ναυτικής έρευνας τύπου SARPER. To τελευταίο, συνιστά σοβαρό επιχειρησιακό πλεονέκτημα, υπερέχοντας σοβαρά σε δυνατότητες αποκαλύψεως στόχων σε ευρεία περιοχή, δεδομένου ότι τα υπόλοιπα UAV περιορίζονται σε ηλεκτροπτικά σύνολα για την οπτική αποκάλυψη στόχων, εμβέλειας μερικών χιλιομέτρων. Το SARPER αναφέρεται ότι σε διαμόρφωση ναυτικής έρευνας μπορεί να αποκαλύπτει στόχους επιφανείας σε αποστάσεις της τάξεως των 70 χλμ. Επιπλέον, οι επιδόσεις του Anka B από πλευράς επιχειρησιακής οροφής και αυτονομίας, είναι σαφώς μεγαλύτερες από τα αντίστοιχα συστήματα σε ελληνική υπηρεσία.
Το Τουρκικό Ναυτικό, διαθέτει επίσης UAV τύπου Bayraktar TB2S που μπορούν να φέρουν και οπλισμό. Το σύστημα είναι επιχειρησιακό από το 2018 και αναφέρεται ότι πρόκειται να αποκτηθούν 10 αεροχήματα. Περιορίζονται μεν από πλευράς αισθητήρων σε ηλεκτροπτικό σύνολο αλλά οι επιδόσεις τους είναι αξιόλογες ενώ επιπλέον στοιχείο είναι η ικανότητα μεταφοράς όπλων.
Η Τουρκική Αεροπορία διαθέτει και αυτή ΑΣΕΠΕ, τα 4 Ε-7Τ, μεγάλων επιδόσεων από κάθε άποψη.
Από την ανωτέρω εξέταση, καθίσταται σαφές ότι η ελληνική πλευρά υστερεί στον τομέα των μέσων αναγνωρίσεως – επιτηρήσεως, ιδίως στην κατηγορία των UAV. Ακόμη και όταν τεθούν σε υπηρεσία τα αναβαθμισμένα Ρ-3ΗΝ, η εκτέλεση πολεμικών αποστολών σε αυτές τις θάλασσες θα είναι περίπου αυτοκτονική. Συνεπώς, η χρήση συστημάτων UAV για αποστολές ναυτικής επιτηρήσεως, προσφέρει μεγαλύτερη επιχειρησιακή ευελιξία και μειωμένη διακινδύνευση πολύτιμου προσωπικού, με αποτέλεσμα να απαιτούνται άμεσες ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση. Η κάλυψη της συγκεκριμένης επιχειρησιακής αδυναμίας, θα εξασφαλίσει ικανότητα “επίμονης” επιτηρήσεως.
Το Πολεμικό Ναυτικό έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για προμήθεια μικρού αριθμού UAV καθέτου απονηώσεως για τις φρεγάτες του. Το πρόγραμμα βρίσκεται σε εξέλιξη.
Από την όλη εξίσωση, δεν θα πρέπει να λησμονείται η περίπτωση της εγκαταστάσεως συστήματος ραντάρ Πέραν του Ορίζοντος στην Ανατολική Κρήτη. Σχετική πρόταση έχει γίνει από το Ισραήλ αλλά οι διαδικασίες δεν έχουν προχωρήσει σε βάθος. Ένα τέτοιο σύστημα, θα επέτρεπε αξιόπιστη σύνθεση εικόνος σε μεγάλες αποστάσεις, μέχρι και την Κύπρο ενώ σε ευρύτερο επίπεδο, με την υφιστάμενη ιδέα τριετούς μισθώσεως δύο αεροχημάτων Heron, η επιλογή του Ισραήλ παρουσιάζεται ως ελκυστική σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο.
Σε ένα άλλο επίπεδο, είναι ενδιαφέρον να αξιολογηθεί κατά πόσο η έγκαιρη ανάπτυξη της φρεγάτας “ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΦΩΚΑΣ” από τον Ναύσταθμο Σαλαμίνος στην Κάρπαθο στις 30 Ιανουαρίου κι εν συνεχεία ο πλους της προς το ORUÇREİS την επομένη, έδωσε την ευκαιρία να επιβεβαιωθεί η βασιμότητα της επιχειρησιακής απαιτήσεως για ανάπτυξη υψηλών ταχυτήτων της τάξεως των 30 κόμβων από τις φρεγάτες.
Τέλος, είναι δεδομένο ότι διδάγματα προς μελέτη και εξέταση προτάσεων για κατάλληλες παρεμβάσεις, εξήχθησαν και στο επίπεδο της συνεργασίας Υπουργείου Εθνικής Αμύνης και Υπουργείου Εξωτερικών.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου