Λυγερός Σταύρος
Η κλιμάκωση της τουρκικής επεκτατικής πίεσης σε Κύπρο και Ελλάδα έχει βγάλει το εγχώριο πολιτικό σύστημα και ευρύτερα τις άρχουσες ελίτ από την εφησυχασμένη ρουτίνα τους. Αντί, όμως, να σημάνει κάποιους είδους συναγερμός, αντί να αρχίσει έστω και καθυστερημένα μία σοβαρή συζήτηση για το πως μπορούμε να ανασχέσουμε την ολοένα και πιο επιθετική Τουρκία, ξανασερβίρεται το "ξαναζεσταμένο φαγητό" των διερευνητικών επαφών και της Χάγης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελευταίο άρθρο του Σημίτη στα "Νέα", με το οποίο επιχειρεί να ρίξει την ευθύνη (για τη σημερινή ένταση και για ό,τι ενδεχομένως θα συμβεί) στην κυβέρνηση Καραμανλή. Με την επιχειρηματολογία του πρώην πρωθυπουργού έχω ήδη ασχοληθεί σε προηγούμενο άρθρο μου. Σήμερα θα ασχοληθώ με το γεγονός ότι υποδύεται την Κασσάνδρα, προειδοποιώντας εμμέσως και με θολές διατυπώσεις ότι εάν με κάποιον τρόπο δεν υποχωρήσουμε στις απαιτήσεις της Τουρκίας θα μας βρει κακό μεγάλο!
Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει. Την περασμένη άνοιξη ο Σημίτης είχε γράψει στην Καθημερινή: «Πιστεύω ότι η τακτοποίηση των (σ.σ. ελληνοτουρκικών) εκκρεμοτήτων μετά τις εκλογές είναι αναγκαία. Ο κίνδυνος επεισοδίων με αρνητικές επιπτώσεις θα είναι υπαρκτός, εάν δεν προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις, όχι πάντα ευχάριστες ίσως, αλλά που κατοχυρώνουν την ειρήνη στην περιοχή. Σε μια τέτοια προσπάθεια η Ελλάδα θα έχει, πιστεύω, την συμπαράσταση τόσο της ΕΕ όσο και των ΗΠΑ».
Ποιες άραγε είναι οι εκκρεμότητες που πρέπει να τακτοποιηθούν; Εάν ο Σημίτης εννοεί ότι πρέπει να οριοθετήσουμε την υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ με την Τουρκία, κανείς Έλληνας δεν έχει αντίρρηση. Πώς, όμως, να φθάσουμε σε συμφωνία οριοθέτησης, όταν η Άγκυρα δηλώνει ξεκάθαρα πως τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα; Αυτό μόνο υπάρχει από τουρκικής πλευράς στο τραπέζι. Ούτε καν η Χάγη παρά τις παγίδες της. Αν ο Σημίτης συστήνει να αποδεχθούμε το "τουρκικό δίκαιο" ας το πει καθαρά.
Κυρίαρχη σχολή σκέψης
Αν ο Σημίτης ήταν μία μεμονωμένη φωνή, το πρόβλημα θα ήταν μικρό. Το πρόβλημα είναι μεγάλο, επειδή εκπροσωπεί μία κυρίαρχη σχολή σκέψης. Είναι η σχολή που είχε βάλει όλα τα αυγά στο καλάθι της "εξημέρωσης του θηρίου" μέσω της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας και που στη δεκαετία του 2000 διαλαλούσε πως στην Τουρκία ήταν "ο καλός Ερντογάν και οι κακοί στρατηγοί"!
Το γεγονός ότι όλα όσα υποστήριζαν σαν "υψηλή πολιτική" και "αναμφισβήτητη σοφία" διαψεύσθηκαν στην πράξη ουδόλως τους πτόησε. Επανέρχονται κάθε φορά με ένα νέο ισχυρισμό. Κοινός παρονομαστής είναι ο κατευνασμός, η εξαγορά της ύφεσης στα ελληνοτουρκικά με φαινομενικά ανώδυνες υποχωρήσεις-παραχωρήσεις προς την Τουρκία.
Εκπρόσωποι αυτής της σχολής σκέψης έχουν επανειλημμένως κυβερνήσει την Ελλάδα (Κώστας Μητσοτάκης, Σημίτης, Γιώργος Παπανδρέου, με τον δικό του τρόπο ο Τσίπρας και όπως δείχνουν τα πράγματα θα προστεθεί στην αλυσίδα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης). Κανένας από αυτούς, όμως, δεν κατάφερε –παρότι όλοι το προσπάθησαν– να καταλήξει σε συμφωνία με την Άγκυρα.
Γιατί άραγε; Μήπως ήταν εθνικιστές ή αδιάλλακτοι; Το αντίθετο, ήταν διατεθειμένοι να κάνουν εκπτώσεις στα εθνικά συμφέροντα, προκειμένου να κλείσουν το ελληνοτουρκικό μέτωπο. Γιατί λοιπόν; Επειδή όταν μπήκαν σε διαπραγματεύσεις συνειδητοποίησαν ότι ούτε καν αυτοί, οι τόσο υποχωρητικοί και διατεθειμένοι για συμβιβασμούς, δεν μπορούσαν να δώσουν όσα ζητούσε η Τουρκία;
Μπορώ να αναφέρω για τον καθένα από τους προαναφερθέντες πρωθυπουργούς λεπτομέρειες, αλλά δεν είναι του παρόντος. Αφού, λοιπόν, προσπάθησαν και προσέκρουσαν στον αμετροεπή τουρκικό επεκτατισμό, γιατί όταν φεύγουν από την εξουσία επανέρχονται με τη δοκιμασμένη και αποτυχημένη συνταγή; Γιατί το πάθημα δεν γίνεται μάθημα;
Το υπερόπλο της τουρκικής διπλωματίας
Η μόνη λογική εξήγηση είναι πως βρίσκονται υπό την επήρεια του φοβικού συνδρόμου. Η Άγκυρα έχει ενσωματώσει στην εθνική στρατηγική της έναντι της Ελλάδας την καλλιέργεια του φοβικού συνδρόμου. Χρησιμοποιεί την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας για να εξουθενώνει ψυχολογικά και να κάμπτει πολιτικοδιπλωματικά τις ελληνικές ηγεσίες, έτσι ώστε να αποκομίζει οφέλη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτό έκανε το μετακεμαλικό καθεστώς, αυτό συνεχίζει ο Ερντογάν. Με άλλα λόγια, το φάντασμα ενός θερμού επεισοδίου έχει καταντήσει το υπερόπλο της τουρκικής διπλωματίας.
Έτσι, λοιπόν, ο Σημίτης μας λέει ότι «ο κίνδυνος επεισοδίων με αρνητικές επιπτώσεις θα είναι υπαρκτός, εάν δεν προσπαθήσουμε να βρούμε λύσεις, όχι πάντα ευχάριστες ίσως, αλλά που κατοχυρώνουν την ειρήνη στην περιοχή». Τί σημαίνει, όμως, να προσπαθήσουμε να βρούμε όχι ευχάριστες λύσεις; Μήπως η Άγκυρα έχει καταθέσει στο τραπέζι μία συγκεκριμένη πρόταση, έστω μη ευχάριστη, την οποία εάν δεχθούμε θα κατοχυρώσουμε την ειρήνη; Μήπως μας ζήτησε –"νταβατζηλίκι" έστω– να της παραχωρήσουμε κάτι από όσα δίνει στην Ελλάδα το διεθνές δίκαιο για να απαλλαγούμε από το πρόβλημα; Αν υπάρχει τέτοια τουρκική πρόταση, ας μας την πουν και ας αποφασίσουμε εάν θα την δεχθούμε ή θα την απορρίψουμε.
Τέτοια πρόταση δεν υπάρχει, επειδή η Τουρκία είναι αδηφάγα. Θέλει να μοιράσει στη μέση το Αιγαίο, με απειλή πολέμου εμποδίζει την Ελλάδα να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια (είναι σχεδόν η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν τα έχει επεκτείνει), θέλει όλα τα νησιά να μην έχουν υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, θέλει να ακρωτηριάσει την ελληνική επικράτεια, χαρακτηρίζοντας δεκάδες νησίδες "γκρίζες ζώνες", αν τα τελευταία χρόνια δεν μιλάει για "γκρίζες ζώνες", αλλά για τουρκικά νησιά υπό ελληνική κατοχή! Θέλει, επίσης, να οικειοποιηθεί τον ενεργειακό πλούτο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
«Να τα βρούμε να τελειώνουμε».
Όποιος Έλληνας πολιτικός πιστεύει πως αξίζει να ικανοποιηθούν όλες αυτές οι εκτός διεθνούς δικαίου απαιτήσεις της Τουρκίας, προκειμένου να κλείσουμε το ελληνοτουρκικό μέτωπο, ας το πει. Εάν, λοιπόν, παραχωρήσουμε στην Άγκυρα περίπου όσα ζητάει, ναι θα κερδίζαμε κάποια χρόνια ειρήνης. Όσο, δηλαδή, θα χρειασθεί το "θηρίο" να χωνέψει τη λεία του και να "ξαναπεινάσει", εγείροντας και καλλιεργώντας νέες ευφάνταστες επεκτατικές απαιτήσεις.
Κανείς Έλληνας πολιτικός, ωστόσο, δεν χρησιμοποιεί αυτή την καθαρή γλώσσα. Όχι μόνο, επειδή θα προκαλούσε κατακραυγή, αλλά –ελπίζουμε– και επειδή δεν είναι διατεθειμένος να πάει τόσο μακριά. Γι’ αυτό και καταφεύγουν σε γενικόλογες ρητορείες που μπορούν να συνοψισθούν στο «να τα βρούμε τώρα να τελειώνουμε», χωρίς, όμως, να αναφέρουν το τίμημα.
Πριν τον Σημίτη παρεμφερή παρέμβαση είχε κάνει και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Κοτζιάς. με τη δήλωση περί «μοναχοφάηδων» Ελλήνων. Και για να μην υπάρξει καμία αμφιβολία ότι κάτι "ψήνεται" στο διπλωματικό παρασκήνιο, ήρθε και ο Κατρούγκαλος να μας πει ότι «ασφαλώς βλέπουμε θετικά την συμμετοχή της Τουρκίας» στην ενεργειακή εξίσωση της Ανατολικής Μεσογείου.
Όπως είναι γνωστό, αργότερα προστέθηκε η δήλωση του Δένδια για «συνέργειες» με την Τουρκία στον ενεργειακό τομέα, καθώς και η αναφορά του αναπληρωτή Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Ντόκου σε υπό όρους συνεκμετάλλευση. Είναι ξεκάθαρο πως με το άρθρο του στην Καθημερινή, ο Σημίτης συμβούλευε τον τότε επερχόμενο πρωθυπουργό Μητσοτάκη να συνεχίσει αυτό που όλα δείχνουν πως είχε αρχίσει η κυβέρνηση Τσίπρα. Στελέχη της τελευταίας, άλλωστε, δεν είχαν κρύψει πως επεδίωκαν νέες "Πρέσπες", αυτή τη φορά με την Άγκυρα.
Εθνικό "ξεβράκωμα" και εθνική ευθύνη
Το δυστύχημα είναι ότι η κυρίαρχη αυτή σχολή σκέψης έχει πάρει διαζύγιο από τον πολιτικό ορθολογισμό. Διαπνέεται από το φοβικό σύνδρομο και επικαθορίζεται από αυτό. Και επειδή αυτό βιώνει κι αυτό γνωρίζει, αυτό επιστρατεύει για να πειθαναγκάσει την κοινή γνώμη. Και μάλιστα προπαγανδίζει την πιο ωμή εκδοχή που συνοψίζεται, με δικά μας λόγια, ως εξής: «Εάν δεν κάνουμε κάποιες παραχωρήσεις στην Τουρκία αυτή θα προκαλέσει θερμό επεισόδιο, επειδή είναι στρατιωτικά πιο ισχυρή και θα μας σύρει σε διμερείς διαπραγματεύσεις από τις οποίες θα χάσουμε περισσότερα». Αυτό δεν είναι το επικρατούν πνεύμα στο εγχώριο κατεστημένο;
Είναι αληθές ότι η ισορροπία δυνάμεων είχε αρχίσει να ανατρέπεται εδώ και χρόνια. Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και ο υπερεξοπλισμός της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια έχουν επιδεινώσει την κατάσταση. Παρόλα αυτά, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις διατηρούν ακόμα μία αποτρεπτική ικανότητα, με την έννοια ότι ένας πόλεμος θα είναι καταστροφικός και για τις δύο χώρες, ανεξαρτήτως εάν η Τουρκία κερδίσει τελικώς στα σημεία.
Προφανώς η στρατιωτική ισχύς είναι σημαντικός παράγοντας, αλλά δεν είναι ο μόνος που καθορίζει την αντιπαράθεση δύο κρατών. Εάν ήταν ο μόνος, η Ελλάδα θα είχε επιβάλει απολύτως τη θέλησή της και στην τότε ΠΓΔΜ (σήμερα Βόρεια Μακεδονία) και στην Αλβανία, επειδή και οι δύο αυτές χώρες είναι αμυντικά ανύπαρκτες. Η πραγματικότητα, βεβαίως, είναι πιο πολύπλοκη. Η αντιπαράθεση δύο κρατών καθορίζεται από μία δέσμη παραγόντων.
Οι οπαδοί του πάση θυσία κατευνασμού επικαλούνται και απολυτοποιούν τον παράγοντα της στρατιωτικής ισχύος για να δικαιολογήσουν το δικό τους φοβικό σύνδρομο και τις παραχωρήσεις που πάντα γενικόλογα προτείνουν. Τις προτείνουν, βεβαίως, στο όνομα της πολιτικής σωφροσύνης και εθνικής ευθύνης! Με άλλα λόγια, έχουν καταντήσει να προβάλουν το εθνικό "ξεβράκωμα" σαν "υψηλή πολιτική".
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου