Του Δημήτρη Τσαϊλά *
Για πάνω από είκοσι αιώνες, ο Θουκυδίδης έχει επηρεάσει τη ναυτική στρατηγική με την ιστορική αφήγησή του για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο όπου περιγράφει με σαφήνεια τη σημασία της ναυτικής ισχύος. Σε αυτό το πόνημα διαβάζουμε, πως ο Περικλής υπογράμμισε τις αποφασιστικές μάχες στις θάλασσες και έτσι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος φαινόταν να επικυρώνει το δόγμα του με τις συντριπτικές ναυτικές νίκες και τη συνεχιζόμενη εξάρτηση από το Ναυτικό των Αθηναίων, καθώς το έθνος κράτος έγινε περισσότερο παρεμβατικό.
Αργότερα κατά τους αγώνες του Ελληνισμού στα χρόνια της παλιγγενεσίας, μεγάλες δεσμεύσεις θα συνέχιζαν να αποτυπώνουν τη νίκη στη θάλασσα επικεντρώνοντας κυρίως στις δυναμικές ενέργειες του στόλου. Το Πολεμικό Ναυτικό του Ελληνισμού, ωστόσο, εκείνη την περίοδο στηρίχθηκε κυρίως σε καταδρομικές ενέργειες, με μικρά πυρπολικά σκάφη, έναντι υπέρτερων και ισχυρότερων ναυτικών δυνάμεων. Αυτές οι «ανορθόδοξες επιχειρήσεις» δεν ήταν τυχαίες ή μια απεγνωσμένη τακτική επιχείρηση, αλλά χρησίμευσαν ως μια ναυτική στρατηγική.
Όσοι έχουν υπηρετήσει στις ΤΠΚ, έχουν καταβάλλει έντονες προσπάθειες για να δείξουν ότι οι καταδρομικές ενέργειες ήταν πρότυπο στις αρχές της ίδρυσης του Πολεμικού Ναυτικού, εξετάζοντας τις δραστηριότητες κατά τη διάρκεια των πολέμων της παλιγγενεσίας, όπου οι επιχειρήσεις σε ανοικτές θάλασσες ήταν σπάνιες. Έτσι κατά την Ελληνική Επανάσταση, οι ανορθόδοξες επιχειρήσεις αύξησαν το λαϊκό συναίσθημα κατά της οθωμανικής κυριαρχίας.
Στη συνέχεια, το Σεπτέμβριο του 1911, για πρώτη φορά η Ελλάδα αποκτούσε μια σύγχρονη μεγάλη μονάδα, που μόλις είχε καθελκυστεί, συμβολίζοντας την ιστορική πορεία του Ναυτικού. Το Θωρηκτό «Αβέρωφ» φέρει στη πλώρη του, έμβολο όπως οι αρχαίες τριήρεις και στη πρύμνη του, κατασκευή που θυμίζει τα πυρπολικά του Κανάρη. Με αυτό το πνεύμα αλλά κυρίως με τη ψυχή των ναυτών, τοποθέτησε στις σωστές διαστάσεις την παρουσία του στις θάλασσες, με ένα δυαδισμό, ύλης και ψυχής, ηγεσίας και υποδομής, γράφοντας ιστορία και το θρύλο. Σε όλες όμως τις ναυτικές συγκρούσεις της νεώτερης ιστορίας, η ελληνική θαλάσσια ισχύς δεν παρέλειψε τις καταδρομικές επιχειρήσεις με υποβρύχια, ιδιαίτερα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεπώς ο σημερινός ασύμμετρος πόλεμος δεν έχει πολύ απόκλιση από αυτό που έκανε το Πολεμικό Ναυτικό στο παρελθόν.
Η εμπειρία με έχει διδάξει ότι, όταν προετοιμάζεται ένα σύνολο σεναρίων κατά την επιχειρησιακή σχεδίαση, κάθε σενάριο αντιμετωπίζει συνήθως τις ίδιες ή παρόμοιες παραμέτρους, αλλά η εξέλιξη και η πραγματική αξία των παραμέτρων που περιγράφονται σε κάθε σενάριο είναι διαφορετικές. Έτσι, διατήρηση ενός στόλου έτοιμου για πόλεμο είναι μια διαδικασία προσεκτικής, σταθερής και ορθολογιστικής διαχείρισης τόσο του προσωπικού όσο και του υλικού. Η πιο εύκολη λύση είναι η αγορά νέου εξοπλισμού και η πρόσληψη νέων ανθρώπων. Το δύσκολο είναι, η συντήρηση, η εκπαίδευση και η συγκράτηση του προσωπικού, κυρίως επειδή είναι θέματα που ενοχλούν, σπάνια εισέρχονται στο διάλογο. Για το στόλο μας, η δομή την οποία διατηρούμε είναι η βέλτιστη για την επιχειρησιακή σχεδίαση της παρούσης. Όμως αυτό που μας απασχολεί δεν είναι η «αποτελεσματικότητα» της ειρηνικής περιόδου, αλλά ένα διαρκές ενδιαφέρον για την «αποτελεσματικότητα» κατά τη διάρκεια του πολέμου. Δεκαετίες κυριαρχίας στη θάλασσα, από το 1912-13 μέχρι το 1974 έδωσαν στο Πολεμικό Ναυτικό την πολυτέλεια να σκέπτεται ως κυρίαρχο στο Αιγαίο, αλλά καθώς η Τουρκία από το 1996 και μετά επεκτείνει ένα στόλο με ανησυχητικό ρυθμό, φαίνεται ξεκάθαρα ότι χρειαζόμαστε όχι μόνο σύγχρονες κατασκευές, αλλά και νέα επιχειρησιακή σχεδίαση που να αντιμετωπίζει με τόλμη τις νέες απειλές.
Οι αποτυχημένες πολιτικές των περασμένων χρόνων υπέφεραν από τις αδυναμίες του κατευνασμού, δηλαδή μια υπερβολική εμμονή με περιοριστικές στρατιωτικές ικανότητες χωρίς να κάνουμε τίποτα σημαντικό για τη βελτίωση των πολιτικών κινήτρων που οδήγησαν στην κρίση των Ιμίων. Τελικά, η άνοδος των εξοπλισμών της Τουρκίας στα τελευταία χρόνια δείχνει τη ματαιότητα της επικέντρωσης των πολιτικών αποκλειστικά στις σχετικές δυνατότητες. Αυτές οι πολιτικές απέτυχαν να αποτρέψουν την Τουρκία από την επίτευξη των δυνατοτήτων των πολιτικών στόχευσης, επειδή δεν συνδέονταν με εθνική στρατηγική που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ελέγξουμε την τουρκική επιθετικότητα.
Ο 21ος αιώνας, καταδεικνύει ότι η εστίαση αποκλειστικά στην οικοδόμηση της αεροναυτικής ισχύος της χώρας μας θα διατηρήσει την ειρήνη. Επίσης έχει αποδειχθεί επανειλημμένα, ότι χρειάζονται και αξιόπιστοι διεθνείς οργανισμοί και ισχυρές συμμαχίες. Ο επιτιθέμενος Τούρκος μπορεί να επιτεθεί στη χώρα μας μία φορά τη φορά, βλέποντας ότι ο συνδυασμός «ένας με ένα» δεν είναι σαφώς υπέρ μας. Το Πολεμικό Ναυτικό και η Πολεμική Αεροπορία βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της ανάπτυξης αυτών των συμμαχιών. Το Πολεμικό Ναυτικό έχει μετατοπιστεί από μια εστίαση «κλειστών θαλασσών» στην ικανότητα να κερδίσει τον επόμενο πόλεμο και σήμερα έχει προσθέσει την αποτροπή του επόμενου πολέμου και σε «ανοικτές θάλασσες». Αυτό ξεκινά με την οικοδόμηση των απαραίτητων δυνατοτήτων για την καταπολέμηση και την απόκτηση μελλοντικών συμμαχιών, αλλά δεν μπορεί να σταματήσει εκεί. Η εστίαση αποκλειστικά στις τεχνικές δυνατότητες αποδίδει μια κούρσα εξοπλισμών η οποία από μόνη της δεν θα μειώσει την πιθανότητα του πολέμου και ίσως ακόμη και να την αυξήσει.
Στον σημερινό κόσμο μας είναι ανάγκη να αναγνωρίσουμε ένα ισχυρό σύστημα συμμαχιών και συνεργασιών σε όλη τη Μεσόγειο. Γι’ αυτό συνηγορούμε υπέρ ενός αξιόπιστου Ναυτικού που θα ενισχύσει τους δεσμούς σε διεθνές επίπεδο, σύμφωνα με τα οράματά του ως μέσο για την προβολή ισχύος τόσο στην ειρήνη όσο και στον πόλεμο.
* Ο Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Senior recercher of Strategy International και Member of Institude for National and International Security.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου