Άραγε πόσο σίγουροι είμαστε ότι οι Αμερικανοί πολίτες είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν τον στρατό τους να πολεμήσει για λογαριασμό ενός συμμάχου του NATO; Οι πολιτικοί ιθύνοντες θεωρούν πως οι πολίτες στις ΗΠΑ είναι πολύ υποστηρικτικοί στο NATO, επιστρατεύοντας μάλιστα και σχετικές έρευνες. Ωστόσο, η πραγματικότητα μάλλον είναι διαφορετική.
Το σωστό ερώτημα προς τους Αμερικανούς θα έπρεπε να είναι το εξής: «Θα υποστηρίζατε μια αμερικανική στρατιωτική επέμβαση υπέρ μιας συμμαχικής νατοϊκής χώρας που θα δεχόταν ρωσική επίθεση, ακόμη και αν κάτι τέτοιο οδηγούσε σε πυρηνικό πόλεμο με πιθανότητα τον θάνατο εκατομμυρίων Αμερικανών;». Ο Ted Galen Carpenter από το Ινστιτούτο CATO είναι σίγουρος ότι οι Αμερικανοί δεν συμμερίζονται τον ενθουσιασμό των φιλονατοϊκών. Ο Mark Hannah, ανώτερος συνεργάτης του Ιδρύματος Ευρασίας, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα μετά τα ευρήματα της έρευνας που διενήργησε πρόσφατα ο οργανισμός του.
«Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, όταν αντιμετωπίσαμε ένα υποθετικό σενάριο ρωσικής εισβολής στην Εσθονία, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ, οι Αμερικανοί σχεδόν διχάστηκαν κατά πόσο θα ήθελαν οι ΗΠΑ να ανταποκριθούν στρατιωτικά. Και αυτό συνέβη αφού υπενθυμίσαμε στον κάθε ερωτηθέντα το άρθρο 5 της Συνθήκης του NATO, που υποχρεώνει τις ΗΠΑ να ανταποκριθούν σε αυτή την επιθετικότητα και αφού του επισημάνθηκε ότι η δράση των ΗΠΑ θα μπορούσε να είναι ο μόνος τρόπος να εκδιώξουν τους Ρώσους εισβολείς»
Ο κίνδυνος κλιμάκωσης είναι ιδιαίτερα σημαντικός όσον αφορά την υπεράσπιση της Εσθονίας και των άλλων κρατών της Βαλτικής. Μια μελέτη του 2016 της RAND Corporation κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο για το ΝΑΤΟ να υπερασπιστεί τα κράτη μέλη στην Βαλτική ενάντια σε μια μεγάλης κλίμακας ρωσική εισβολή για περισσότερες από μερικές ημέρες χωρίς εκτεταμένη ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων του NATO. Ακόμη και μετά από μια τέτοια αναβάθμιση, το αποτέλεσμα ενός αγώνα που διεξάγεται αποκλειστικά με συμβατικά όπλα θα ήταν αβέβαιο. Η κλιμάκωση της σύγκρουσης σε πυρηνικό επίπεδο είναι πάντα πιθανό σενάριο.
Η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι η Ρωσία δεν θα τολμούσε να αμφισβητήσει τις δεσμεύσεις που απορρέουν από το άρθρο 5. Η εξωτερική πολιτική, ωστόσο, δεν πρέπει ποτέ να βασίζεται σε μια μπλόφα, αλλά για τις ΗΠΑ, η υποχρέωση να θεωρείται μια επίθεση σε οποιοδήποτε μέλος του ΝΑΤΟ (ανεξάρτητα από το πόσο ασήμαντο είναι) ως επίθεση στις ίδιες τις ΗΠΑ θέτει ενδεχομένως σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του αμερικανικού κράτους.
Ας τα βγάλουν μόνοι τους πέρα οι Ευρωπαίοι
Είναι ιδιαίτερα παράλογο, λέει ο Carpenter, να συμπεριφέρεται μια μεγάλη δύναμη κατ' αυτόν τον τρόπο ακόμα και όταν ο σύμμαχος δεν είναι τόσο απαραίτητος για την αμερικανική ασφάλεια. Η Εσθονία και τα άλλα μέλη του ΝΑΤΟ που εντάχθηκαν στον οργανισμό στα τέλη της δεκαετίας του 1990, δεν είναι τόσο σημαντικά για τις ΗΠΑ, οπότε ποιος ο λόγος να τις προστατεύσουν οι ΗΠΑ.
Αντίθετα, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Δυτική Ευρώπη ήταν μια ζωτικής στρατηγικής, οικονομικής και πολιτικής συμμαχίας περιοχή η οποία δε αντιμετώπιζε απλά έναν γεωπολιτικό αντίπαλο αλλά μια μεσσιανική, ολοκληρωτική και επεκτατική δύναμη. Η προστασία της δημοκρατικής Ευρώπης από την επιρροή της Μόσχας δικαιολογούσε την ανάληψη ενός τόσο μεγάλου κινδύνου από την Ουάσινγκτον.
Όποια και αν είναι τα πλεονεκτήματα της προστασίας των μεγάλων στρατηγικών και οικονομικών κεφαλαίων Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Δυτική Γερμανία, δεν ισχύει αυτό που συνέβαινε στον Ψυχρό Πόλεμο. Η Ρωσία είναι μια συμβατική, περιφερειακή δύναμη και όχι ένα ολοκληρωτικό κράτος με παγκόσμιες επεκτατικές φιλοδοξίες.
Επιπλέον, τα μέλη της ΕΕ διαθέτουν τους αριθμούς (δημογραφικά) και τους πόρους για να δημιουργήσουν στρατιωτικές δυνάμεις επαρκείς να αποτρέψουν μια ρωσική επίθεση. Για τις ΗΠΑ, καταλήγει ο Carpenter, οι ΗΠΑ διακινδυνεύουν μια εθνική αυτοκτονία αναλαμβάνοντας την προστασία της Ευρώπης και ιδιαίτερα των μικρών "πελατών" στη Βαλτική και την Ανατολική Ευρώπη.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου