Γράφει ο Πέτρος Κράνιας
Τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις με την Τουρκία προκάλεσαν πονοκεφάλους στις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Πέρασαν ανεπιστρεπτί οι ημέρες κατά τις οποίες οι περισσότεροι Ευρωπαίοι παρατηρητές θεωρούσαν τον πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), ως πραγματικά δημοκρατικούς συνομιλητές.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποδοκιμάζουν γενικά την τουρκική εξωτερική και εσωτερική πολιτική σε θέματα όπως η διαχείριση του Ισλαμικού Κράτους από την Άγκυρα, η μεταναστευτική κρίση και η κακομεταχείριση των δημοσιογράφων, των πολιτικών αντιπάλων και των μειονοτήτων.
Όμως, έχουν επίσης κουραστεί από την επιθετική ρητορική του καθεστώτος του ΑΚΡ έναντι των ηγετών της ΕΕ και τις τολμηρές προσπάθειές του να ασκήσει επιρροή στην τουρκική διασπορά και, ευρύτερα, στις ευρωπαϊκές μουσουλμανικές κοινότητες.
Η αναταραχή των προκλητικών δηλώσεων των ανώτερων κλιμάκων του τουρκικού πολιτικού κατεστημένου, που ενισχύεται τακτικά από τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, προκαλεί ανησυχία. Κορυφαίοι Τούρκοι πολιτικοί αξιοποιούν τακτικά οποιαδήποτε διαμάχη για να κατηγορήσουν την Ευρώπη ότι είναι ισλαμοφοβική και παροτρύνουν τους Τούρκους, αλλά και άλλους μουσουλμάνους που ζουν στην Ευρώπη να απορρίπτουν τις δυτικές αξίες.
Σε άλλες περιπτώσεις, περνούν σε καθαρά επιθετική ομιλία, όπως όταν ο Αλπαρσλάν Καβακλιόγλου, επικεφαλής της Επιτροπής Ασφαλείας και Πληροφοριών του τουρκικού κοινοβουλίου, εξήγγειλε, τον Μάρτιο του 2018, ότι "η Ευρώπη θα είναι μουσουλμανική. Θα είμαστε αποτελεσματικοί εκεί, θεού θέλοντος. Είμαι σίγουρος γι 'αυτό". Πρόσφατα, σε ομιλία του στη Σμύρνη, τον περασμένο Ιανουάριο, ο ίδιος ο Ερντογάν δήλωσε ότι τα σύνορα της Τουρκίας εκτείνονται "από τη Βιέννη ως τις ακτές της Αδριατικής Θάλασσας, από το Ανατολικό Τουρκεστάν [η αυτόνομη περιοχή της Κίνας, Σινγιάνγκ] μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα".
Αλλά η νέα στάση της Τουρκίας ξεπερνά την επιθετική ρητορική. Κατά την τελευταία δεκαετία, η Άγκυρα έχει επενδύσει σημαντικά ποσά στην ανάπτυξη τόσο κυβερνητικών όσο και μη κυβερνητικών οργανώσεων για την προώθηση του πολιτικού της προγράμματος σε όλη την Ευρώπη. Ενώ οι περισσότερες από αυτές τις δραστηριότητες επιδιώκουν την οικοδόμηση επιρροής μέσω λόμπι, ακτιβισμού και εκπαίδευσης, άλλες έχουν περισσότερους φαύλους στόχους. Πράγματι, οι υπηρεσίες ασφαλείας σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες έχουν εντοπίσει μια δραματική αύξηση δραστηριοτήτων των τουρκικών υπηρεσιών πληροφοριών στην επικράτειά τους.
Για το πραξικόπημα-παρωδία, τον Ιούλιο του 2016, το οποίο "σταμάτησαν" οι πολίτες χρησιμοποιώντας μπλούζες εναντίον τανκ και κατά την εξέλιξη του οποίου πιθανότατα οι στρατιώτες νόμιζαν ότι μεταφέρονται κάπου αλλού, ο Ερντογάν κατηγόρησε τον πρώην σύμμαχο και φίλο του, τον εξόριστο κληρικό Φετουλάχ Γκιουλέν. Με πάτημα αυτό που αποκάλεσε πραξικόπημα λοιπόν, επεκτάθηκαν οι δραστηριότητες αυτές, με την επιθετική παρακολούθηση και, κατά καιρούς, την άμεση στόχευση για απαγωγή υποστηρικτών του Γκιουλέν, καθώς και Κούρδων, κοσμικών και άλλων αντι-AKP ακτιβιστών που ζουν στην Ευρώπη. Η Τουρκία έχει επίσης κατηγορηθεί για κατάχρηση του συστήματος "κόκκινης ειδοποίησης" της Ιντερπόλ προσθέτοντας στη βάση δεδομένων του οργανισμού ονόματα πολλών αντιπάλων του καθεστώτος, μεταξύ τωψν οποίων και του μπασκετμπολίστα Ενές Καντέρ.
Εσωτερικά έγγραφα της τουρκικής κυβέρνησης που αποκαλύπτουν ορισμένες από αυτές τις δραστηριότητες δημοσιοποιήθηκαν το 2017 από τον Πέτερ Πιλτς, εξέχοντα αυστριακό πολιτικό με μακρά καριέρα στο Κόμμα των Πρασίνων, που απέκτησε έγγραφα από πηγές που δεν αποκαλύπτει. "Μείναμε ενεοί όταν είδαμε ότι η Τουρκία του Ερντογάν έχει εξυφάνει ένα αδιανόητα ευρύ ιστό κατασκοπευτικών δικτύων από την Ιαπωνία ως την Ολλανδία, από την Κένυα ως το Ηνωμένο Βασίλειο", δήλωσε ο Πίλτς.
"Σε κάθε κράτος, ένα γιγαντιαίο κατασκοπευτικό δίκτυο αποτελούμενο από ενώσεις, λέσχες και τζαμιά, επιστρατεύεται μέσω της πρεσβείας, του θρησκευτικού συνδέσμου και του τοπικού αξιωματικού πληροφοριών, προκειμένου να κατασκοπεύει τους επικριτές του Ερντογάν όλο το 24ωρο". Αρχές διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών είτε δημόσια είτε υπό κλειστές θύρες, μιλούν για παρόμοια δυναμική στις επικράτειές τους και έχουν εντοπίσει, κατά καιρούς, κρυφά σχέδια, που στόχο είχαν να απαγάγουν αντικαθεστωτικούς και να τους μεταφέρουν πίσω στην Τουρκία.
Οι δραστηριότητες της τουρκικής κυβέρνησης σε ευρωπαϊκό έδαφος -είτε αποσκοπούν σε κατασκοπεία είτε, όπως οι περισσότερες, σε επιρροή- καθοδηγούνται και ενορχηστρώνονται από τις πρεσβείες και τα προξενεία της, τα οποία λειτουργούν υπό διπλωματική ασυλία. Ωστόσο, οι πρεσβείες, όπως παρατηρεί ο Πίλτς, επιβλέπουν ένα ευρύ δίκτυο μη κυβερνητικών οντοτήτων, που κυμαίνονται από θρησκευτικές οργανώσεις έως ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Ένα βασικό γρανάζι σε αυτό το μηχάνημα είναι το Millî Görüş ("Εθνικό Όραμα"). Το Millî Görüş, που ιδρύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από τον πολιτικό μέντορα του Ερντογάν, Νετζμετίν Ερμπακάν, είναι ένας ισλαμιστικός οργανισμός με ισχυρή εθνικιστική στροφή, ένα κίνημα που υιοθετεί πολλές από τις θέσεις, τους στόχους και την τακτική της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, αλλά προσθέτει μια νεο-οθωμανική επίγευση. Το κίνημα λειτουργεί εδώ και καιρό στην Ευρώπη, όπου έχει περίπου 300.000 μέλη και αλληλέγγυους και ελέγχει εκατοντάδες τζαμιά, κυρίως στη Γερμανία.
Οι αρχές σε όλη την Ευρώπη εκφράζουν σταθερά τις ανησυχίες τους για το Millî Görüş. Οι ομοσπονδιακές και κρατικές υπηρεσίες ασφάλειας της Γερμανίας έχουν ιστορικά την μεγαλύτερη επαγρύπνηση. Οι γερμανικές υπηρεσίες κάνουν διάκριση μεταξύ του Millî Görüş και των ορισθέντων ως τρομοκρατικών ομάδων, αναγνωρίζοντας ότι το πρώτο ενεργεί εντός του δημοκρατικού πλαισίου και δεν υποστηρίζει τη βία στη Γερμανία. Ωστόσο, η εκτίμησή τους για τους στόχους του Millî Görüş είναι ανησυχητική και υπογραμμίζουν τις ισχυρές αντιδυτικές, αντιδημοκρατικές και αντισημιτικές απόψεις του. Παρουσιάζουν επίσης την ομάδα ως άμεση απειλή για τις προσπάθειες της κυβέρνησης να ενσωματώσει τους νεοαφιχθέντες μετανάστες, αλλά διαταράσσει και την ομαλή ενσωμάτωση των Γερμανών τουρκική καταγωγής.
"Αυτές οι "νομικιστικές" ισλαμιστικές ομάδες αποτελούν μια ιδιαίτερη απειλή για την εσωτερική συνοχή της κοινωνίας μας", αναφέρει η "Ετήσια Έκθεση του 2005 για την Προστασία του Συντάγματος" από την εγχώρια υπηρεσία ασφάλειας της Γερμανίας. "Μεταξύ άλλων", η έκθεση, μια περίληψη της οποίας είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο, συνεχίζει, λέγοντας "ότι το ευρύ φάσμα εκπαιδευτικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων που απευθύνονται σε ισλαμιστές, ειδικά για παιδιά και εφήβους από οικογένειες μεταναστών, χρησιμοποιείται για να προωθήσει τη δημιουργία και τη διάδοση ενός ισλαμικού περιβάλλοντος στη Γερμανία. Αυτές οι προσπάθειες έρχονται σε αντίθεση με τις προσπάθειες που καταβάλλει η ομοσπονδιακή διοίκηση και τα κράτη για την ένταξη των μεταναστών. Υπάρχει ο κίνδυνος ότι αυτά τα περιβάλλοντα θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν το έδαφος αναπαραγωγής περαιτέρω ριζοσπαστικοποίησης". Το Millî Görüş έχει από καιρό αντιταχθεί σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς, μέσω του δικαστικού συστήματος, μεταξύ άλλων ενεργειών.
Η υποστήριξη του καθεστώτος του Ερντογάν για το Millî Görüş δεν προκαλεί έκπληξη, αλλά αποκαλύπτει μια πολιτική που προωθεί εδώ και πολλές δεκαετίες η Άγκυρα. Ιστορικά, το τουρκικό κράτος υπήρξε βασικός υποστηρικτής των μη ισλαμικών μουσουλμανικών οργανώσεων που λειτουργούσαν στις διάφορες δυτικές χώρες, όπου υπήρχε μια τουρκική διασπορά. Πρόθεσή τους ήταν να αντισταθμίσουν, όχι να υποστηρίξουν, ομάδες όπως το Millî Görüş. Εκτός από εκείνες τις οργανώσεις που τροφοδοτούν τουρκικές εθνοθρησκευτικές υποομάδες όπως Αλεβίτες και Κούρδους, το τουρκικό Ισλάμ στην Ευρώπη χαρακτηριζόταν παραδοσιακά από έναν ανταγωνισμό μεταξύ ιδρυμάτων που προωθούσε το Diyanet -η τουρκική κυβερνητική υπηρεσία για θρησκευτικές υποθέσεις, που υποστήριζε τη μέτρια ερμηνεία του Ισλάμ, δίνοντας έμφαση στον αυστηρό διαχωρισμό κράτους-θρησκείας κατά τον κεμαλισμό- και τουρκικές ισλαμιστικές οργανώσεις όπως το Millî Görüş.
Με την άνοδο στην εξουσία του Ερντογάν και του ΑΚΡ, η δυναμική αυτή άλλαξε ριζικά. Μέχρι το 2005, καθώς το ΑΚΡ εδραίωνε βαθμιαία την ισχύ του στην Τουρκία, η τουρκική κυβέρνηση έκανε σημαντικές αλλαγές στα στελέχη και τις θεολογικές θέσεις του Diyanet, τοποθετώντας πιο φανατικούς ισλαμιστές. Αυτή η εσωτερική κίνηση δημιούργησε μία νέα πολιτική στην Ευρώπη: Τα όρια μεταξύ του Millî Görüş και του Diyanet, που ανταγωνίζονταν επί δεκαετίες, πολλές φορές ανελέητα, έχουν φτάσει σε σημείο να είναι μην είναι διακριτά.
Προσωπικό και ηγέτες άρχισαν να μετακινούνται κατά το δοκούν ανάμεσα στις δύο ομάδες, ενώ παράλληλα ξεκίνησαν πολλές κοινές πρωτοβουλίες. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση του ΑΚΡ έφερε δύο αντίπαλες μηχανές που αντιμάχονταν για επιρροή στην τουρκική διασπορά, κάτω από το τιμόνι της. Αυτή η πολιτική έχει πολλούς στόχους, αλλά μάλλον ένα από τα πιο σημαντικά είναι να πείσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του μεγάλου τουρκικού πληθυσμού στην Ευρώπη να ψηφίσει το ΑΚΡ. Κρίνοντας από τα αποτελέσματα των εκλογών στην Τουρκία στις κοινότητες της ευρωπαϊκής διασποράς (στις εκλογές του Ιουνίου του 2018, για παράδειγμα, ο Ερντογάν πήρε σταθερά άνω του 60% σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη), η στρατηγική αυτή ήταν επιτυχημένη σε μεγάλο βαθμό, συχνά μεταβάλλοντας την ισορροπία του τελικού αποτελέσματος της εθνικής ψηφοφορίας.
Ουκ ολίγες φορές, δια στόματος Ερντογάν και Τσαβούσογλου, και η Ελλάδα έχει κατηγορηθεί ότι υποθάλπει γκιουλενιστές, ενώ η περίφημη υπόθεση των 7 Τούρκων πραξικοπηματιών, έγινε αφορμή για τον Ερντογάν να επιτίθεται εναντίον της Ελλάδας. Είναι βέβαια αξιοπρόσεκτο ότι η ρητορική περί υπόθαλψης σταμάτησε από τότε που απελευθερώθηκαν οι Έλληνες στρατιωτικοί.
Το περασμένο καλοκαίρι η Αυστρία έκλεισε πλήθος τουρκικών τζαμιών στην επικράτειά της, λέγοντας πως αποτελούσαν πηγή προπαγάνδας πολιτικής και δη υπέρ του Ερντογάν και κατά της Ευρώπης, απελαύνοντας παράλληλα μουφτήδες.
Είναι αναμφισβήτητο ότι το μακρύ χέρι της Τουρκίας όντως απλώνεται σε όλη την κεντρική Ασία, την Ευρώπη και τη βόρεια Αφρική και ο σουλτάνος, το εκμεταλλεύεται όσο περισσότερο μπορεί. Με επισκέψεις και ομιλίες στη Θράκη, προεκλογικές ομιλίες σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρότζεκτ ανασυγκρότησης πρώην οθωμανικών εδαφών στο Σουδάν, συμμετοχή στο πραξικόπημα της Λιβύης, ενίσχυση της στρατιωτικής δύναμης της Μαλαισίας, κόντρα με την Κίνα για τους Ουιγούρους, ο Ερντογάν κάνει ότι μπορεί για να φέρει όλους τους μουσουλμάνους στην αγκαλιά της Τουρκίας, αυξάνοντας με αυτό τον τρόπο την επιρροή του στις χώρες αυτές.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου