Του Μάριου Ευρυβιάδη
Μετά τον Β’ Παγκοσμίου Πόλεμο κυριάρχησαν δύο σχολές σκέψης στην Ουάσινγκτον για την Τουρκία:
Η μία που υποστήριζε πως η εκτελεστική εξουσία στην Ουάσινγκτον δεν κάνει αρκετά για την τόσο στρατηγικά σημαντική για τη Δύση Τουρκία και η άλλη που υποστήριζε πως πρέπει να γίνονται περισσότερα από την εκτελεστική εξουσία των ΗΠΑ για την Τουρκία. Κοινό στοιχείο και των δύο σχολών είναι πως η Τουρκία είναι μια «αδικημένη» και «παραμελημένη» από την Ουάσιγκτον και τους λοιπούς Ατλαντικούς της συμμάχους χώρα, και πως δικαιολογημένα συμπεριφέρεται και αντιδρά κατά της «αγνωμοσύνης» που εισπράττει.
Αυτή είναι και η θέση που εκφράζει σήμερα ο Πρόεδρος Τραμπ με τη δημόσια εκφρασμένη στεναχώρια του, πως η προηγούμενη κυβέρνηση Ομπάμα είχε «αδικήσει» το καθεστώς Ταγίπ Ερντογάν, αρνούμενη να του πουλήσει το αντιπυραυλικό/αντιαεροπορικό σύστημα Patriot, εξαναγκάζοντάς τον έτσι να προμηθευτεί το αντίστοιχο ρωσικό σύστημα S-400.
Ανάλογη υπήρξε και η θέση της κυβέρνησης Ομπάμα, έναντι της προηγούμενης κυβέρνησης Μπους του Νεότερου. Υπενθυμίζω πως η πρώτη επίσημη επίσκεψη του Ομπάμα στο εξωτερικό το 2009 ήταν στην Άγκυρα, όπου έπλεξε το εγκώμιο του Ερντογάν, της χώρας του και ευρύτερα του Ισλάμ. Η επίσκεψη Ομπάμα αποφασίσθηκε κατόπιν επισταμένων διαβουλεύσεων στη μεταβατική περίοδο της εκλογής του και με το σκεπτικό πως έπρεπε να αρθεί η «αδικία» κατά της Τουρκίας από τη σχετική διπλωματική «απομόνωση» που της είχε επιβάλει η κυβέρνηση Μπους. Η τότε περιστασιακή «απομόνωση» είχε προκύψει από την άρνηση του καθεστώτος Ερντογάν, το 2003, να επιτρέψει σε αμερικανικά στρατεύματα να ανοίξουν δεύτερο πολεμικό μέτωπο κατά του Σαντάμ του Ιράκ, μέσω Τουρκίας.
Στην περίπτωση των Patriots –που οι Τούρκοι θα «αγόραζαν» με χαριστικούς οικονομικούς όρους, όπως ανέκαθεν– η Άγκυρα απαιτούσε και τα «κλειδιά» του λογισμικού τους συστήματος, μαζί με μεταφορά τεχνολογίας, κάτι που η Ουάσινγκτον και οι κατασκευαστικές εταιρείες δεν παραχωρούν σε κανένα, για ευνόητους λόγους (Οι Τούρκοι δεν πήραν ούτε από τους Ρώσους τίποτα ανάλογο). Αυτή ήταν η μεγάλη «αδικία» του Ομπάμα κατά των Τούρκων, που θέλει τώρα να θεραπεύσει ο Τραμπ.
Στην περίπτωση του 2003 η «αδικία» προέκυψε από το γεγονός πως οι Τούρκοι ζήτησαν, διά στόματος του τότε Πρωθυπουργού Γκιουλ, 90 δισ. δολάρια (!) ως αποζημίωση για τις «ζημιές» τους από τον επικείμενο πόλεμο. Και οι «αγνώμονες» Αμερικανοί τούς πρόσφεραν μόνο 30(!), αλλά «και την Κύπρο υπό τη μορφή του Σχεδίου Ανάν», και την οποία τους έδωσαν, όπως κυνικά παραδέχθηκε ο τότε αξιωματούχος Daniel Fried. Ζήτησαν επιπλέον και το ελεύθερο να κινηθούν στρατιωτικά –και παράλληλα με τους Αμερικανούς– κατά των Κούρδων του Ιράκ, κάτι που οι Αμερικανοί αρνήθηκαν. Και βρέθηκαν «αδικημένοι» οι φουκαράδες οι Τούρκοι.
Ακριβώς λόγω της ύπαρξης των δύο σχολών –που ανταγωνίζονταν η μια την άλλη– η Άγκυρα πείστηκε πως ήταν «αναντικατάστατη» για τους ατλαντικούς σχεδιασμούς κατά της Μόσχας, την ψυχροπολεμική περίοδο. Και απαιτούσε διαρκές χαράτσι όλων των μορφών από τη Δύση. «Πρέπει να πληρώνετε τους λογαριασμούς μας, γιατί μας έχετε ανάγκη» δήλωσε σε Αμερικανό πρώην αξιωματούχο –κατά μαρτυρία του– πρώην Τούρκος Πρωθυπουργός, πιθανότατα ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, το 1979, παραμονές του πραξικοπήματος του Εβρέν, με την οικονομία της Τουρκίας υπό κατάρρευση. Η ίδια αντίληψη συνεχίσθηκε μεταψυχροπολεμικά, αφού η κυβέρνηση Κλίντον παρουσίαζε την Τουρκία ως πιο σημαντική για την επιβίωση της Δύσης, από όσο ήταν η Δυτική Γερμανία στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Μία από τις πρώτες κυνικές, άλλα ταυτόχρονα και σημαδιακές, απαιτήσεις των Τούρκων μετά το τέλος του Β´Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η άρνησή τους να επιστρέψουν στο συμμαχικό ταμείο για επιστροφή στους δικαιούχους, το χρυσάφι των Ναζί, που οι τελευταίοι έκλεψαν από Εβραίους και άλλους, και φύλαγαν στην Τουρκία. Από τότε δημιουργήθηκε ένα προηγούμενο ως προς τις απαιτήσεις της Άγκυρας και την ικανοποίησή τους από τη Δύση.
Ενώ, για παράδειγμα, η Τουρκία δεν συμμετείχε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν είχε απώλειες, αλλά πολλαπλά κέρδη στη διάρκειά του, απαίτησε και πήρε μεγάλη βοήθεια από το Σχέδιο Μάρσιαλ, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της Ουάσινγκτον. Οι δομές της χώρας και η οικονομία της οικοδομήθηκαν με δωρεάν βοήθεια και χαριστικά δάνεια από τη Δύση και το ΝΑΤΟ.
Το ίδιο συνέβη με τις ένοπλες δυνάμεις και τις συναφείς στρατιωτικές δομές. Από το 1980 μέχρι το 1990, για παράδειγμα, η Ουάσινγκτον ξόδεψε κοντά στα 20 δισ. δολάρια σε στρατιωτικές υποδομές στην Ανατολική Τουρκία. Και με εξαίρεση τον πόλεμο του 1990-’91 για το Κουβέιτ, όπου το καθεστώς Οζάλ εισέπραξε δεκάδες δισ. δολάρια σε δωρεάν βοήθεια, χαριστικά δάνεια και μαζί την κατασκευή του αγωγού Μπακού – Τσεϊχάν, η Άγκυρα επανειλημμένα αρνήθηκε πρόσβαση στους Αμερικανούς στις βάσεις της. Αρνήθηκε το 1958 στην περίπτωση ανωμαλιών στον Λίβανο. Το 1983 αρνήθηκε τη χρήση της βάσης Ιντσιρλίκ για ανθρωπιστική βοήθεια, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις κατά των Αμερικανών πεζοναυτών στον Λίβανο – ένα κενό που παρεμπιπτόντως θεράπευσε η Κύπρος μέσω Λάρνακος. Το 1989-’90 αρνήθηκε τη χρήση της βάσης για πτήσεις των U-2, χωρίς τη συναίνεση της Μόσχας. Και κατά καιρούς και για να εξασφαλίσει μικρο-απαιτήσεις, απαγόρευε ακόμη και την παροχή σκευασμάτων γάλακτος για μικρά παιδιά, σε οικογένειες Αμερικανών που υπηρετούσαν στη βάση.
Είναι γεγονός πως για τρία περίπου χρόνια, από το 1975-’78, όχι η εκτελεστική εξουσία άλλα η νομοθετική, δηλ. το Κογκρέσο, επέβαλε ένα μερικό εμπάργκο όπλων στην Άγκυρα, λόγω της παράνομης χρήσης αμερικανικών όπλων στην τουρκική επιδρομή κατά της Κύπρου το 1974. «Αδικήθηκαν» τότε οι Τούρκοι, κατά τις δύο σχολές και άλλους. Τότε όμως:
α) η εκτελεστική εξουσία πολέμησε με νύχια και με δόντια το μερικό εμπάργκο,
β) παρείχε μέσω ΝΑΤΟϊκών χωρών, της Ιαπωνίας, της Νοτίου Κορέας και άλλων, περισσότερη στρατιώτη και οικονομική βοήθεια προς την Άγκυρα από ό,τι πριν το εμπάργκο, και
γ) και πολύ πιο σημαντικό, οι πολιτικές Νίξον – Κίσινγκερ – Φορτ επέτρεψαν στην Άγκυρα να κατακτήσει τη μισή σχεδόν Κύπρο και να παραμένει εδώ ως κατοχική δύναμη από τότε. Έτσι «αδικήθηκαν» οι Τούρκοι το 1974. Αντίθετα, το 1956 ο Πρόεδρος Άιζενχαουερ εξεδίωξε τις επιδρομικές χώρες Αγγλία, Γαλλία και Ισραήλ από τα εδάφη της Αιγύπτου, τα οποία κατέκτησαν με τον τότε επιδρομικό τους πόλεμο του Σουέζ.
Είναι γεγονός πως τούτη τη φορά υπάρχει σοβαρό ρήγμα και στις δύο σχολές σκέψεις. Υπάρχει σε πολιτικό επίπεδο η μετωπική σύγκρουση και αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας από μια ΝΑΤΟϊκή χώρα που τύγχανε προνομιακού χειρισμού μεταπολεμικά όσο καμιά άλλη. Χωρίς υπερβολή η Τουρκία υπήρξε το πιο κακομαθημένο κράτος της Ατλαντικής συμμαχίας. Και το οποίο σήμερα πρωτοστατεί στην υπόσκαψη του πιο αποτελεσματικού «μη πολεμικού» όπλου της Ουάσινγκτον, αυτού των κυρώσεων. Αν δεν επιβληθούν κυρώσεις σε μια τέτοια κατάφωρη καταπάτηση αμερικανικών συμφερόντων, η πολιτική αυτή πάει «περίπατο». Και μαζί η αξιοπιστία του ηγεμόνα.
Ο πόλεμος ΗΠΑ – Ρωσίας και η Κίνα
Στο δε στρατιωτικό επίπεδο μιλάμε για 5ης γενιάς σύγκρουση οπλικών συστημάτων (κομπιούτερ ηλεκτρονικού πολέμου, όπως ουσιαστικά είναι οι ρωσικοί S-400 και τα αμερικανικά F-35) μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, αλλά και με την Κίνα στην κορνίζα. Ο Τράμπ μπορεί να ενδιαφέρεται μόνο μη χάσει την «μπίζνα» με την Τουρκία. Το Πεντάγωνο όμως ενδιαφέρεται να μην τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια της χώρας με την υποκλοπή 5ης γενιάς λογισμικών οπλικών συστημάτων, τα οποία απαιτεί να έχει η Άγκυρα ώστε να τερματίσει τούς κατά τακτά διάστημα εκβιασμούς της.
Προς το παρόν το ζήτημα της υποκλοπής αποκλείστηκε με την αναστολή του προγράμματος συνεργασίας ΗΠΑ – Τουρκίας. Η «αναστολή» υποδηλώνει μελλοντική συνεργασία, εφόσον η Τουρκία καταστήσει, με κάποιο τρόπο, ανενεργό το ήδη στην κατοχή της σύστημα S-400. Eδώ καλλιεργείται επισταμένα η αυταπάτη, όχι μόνο στην Ουάσιγκτον αλλά και στα λοιπά δυτικά κέντρα στο ΝΑΤΟ από τον Γραμματέα και από διάφορους κονδυλοφόρους που επιστρατεύονται σε τέτοιες περιπτώσεις –όπως τον γραφικό πλέον Ελληνοαμερικανό ναύαρχο James Stavridis– πως όλα όσα συμβαίνουν στις σχέσεις Τουρκίας και Δύσης αποτελούν πολιτικά τερτίπια του ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν και πως, με το «πέρασμά» του, η Τουρκία θα «ξαναβρεί» τον δυτικο-ευρωπαϊκό της προσανατολισμό. Και εδώ εδράζεται και το όλο σκεπτικό που υποβόσκει για τη μη επιβολή κυρώσεων ώστε να μην καούν, τάχατες, οι γέφυρες.
Ό,τι και να συμβεί οι δύο σχολές σκέψεις για την Τουρκία έχουν εξαντλήσει τον ρόλο τους. Ας ελπίσουμε πως μέχρι οι σχέσεις Ουάσινγκτον – Άγκυρας εκτονωθούν, θα περάσει αρκετός χρόνος ώστε η Αθήνα, κυρίως, να μπορέσει να αποκτήσει ερείσματα και να υλοποιήσει μια πολιτική που να περιορίζει, ακόμη και να ακυρώνει, τη μέχρι πρόσφατα ικανότητα της Άγκυρας να ποδηγετεί την αμερικανική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου