Του ΓΙΑΝΝΗ ΧΟΥΒΑΡΔΑ*
Από την εποχή του κ. Σημίτη, η ανάδειξη του Ελληνικού καπιταλισμού ως ηγετική δύναμη στον γεωγραφικό χώρο Βαλκάνια-Αν. Μεσόγειος, αποτελεί στρατηγική επιδίωξη της Ελληνικής Ελίτ (μεγαλομέτοχοι μονοπωλιακών ομίλων & οι πολιτικοί-κοινωνικοί τους δορυφόροι). Αντίστοιχα ως κεντρική πολιτική, με την οποία οι εκάστοτε κυβερνήσεις υπηρετούν αυτήν τη στρατηγική, παραμένει η παροχή βοήθειας προς το Ελληνικό κεφάλαιο ώστε να διεισδύει στην περιοχή και η ενεργός πολιτική-διπλωματική συμμετοχή της χώρας στην προσπάθεια διευθέτησης όλων των σημαντικών περιφερειακών ζητημάτων, φυσικά ως αναπόσπαστο μέρος του Δυτικού συνασπισμού (ΝΑΤΟ-ΕΕ). Συνακόλουθα, ως αναγκαίο συμπλήρωμα της κεντρικής πολιτικής, το Ελληνικό έδαφος διαχρονικά παραχωρείται στους συμμάχους για να λειτουργεί ως βάση στις «ειρηνευτικές» τους αποστολές (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Λιβυή, Συρία), ενώ οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας, ανά τακτά διαστήματα, συνεπικουρούν επί τόπου το «ειρηνευτικό» τους έργο (Βοσνία, Κόσσοβο).
Ωστόσο η Ελληνική εξωτερική πολιτική, παρότι ποτέ δεν κινείτο εκτός των ορίων που έθετε η συμμετοχή της χώρας στους Ευρωατλαντικούς θεσμούς, ταυτόχρονα διατηρούσε σχέσεις συνεργασίας και με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, παγκόσμιες ή περιφερειακές, οι οποίες πολλές φορές ανταγωνιζόταν τη Δύση στην περιοχή. Έτσι οι Ελληνικές κυβερνήσεις επεδίωκαν να λειτουργήσουν ως δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ Δύσης-Αραβικού-κόσμου, ως γέφυρα μεταξύ Δύσης-Ρωσίας και ως μεσάζοντας-υποδοχέας της Κινεζικής διείσδυσης στην Ευρώπη. Αυτή την επονομαζόμενη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, την οποία στον ένα ή στον άλλο βαθμό ασκούσαν όλες οι κυβερνήσεις, φαίνεται πως αντικατέστησε το Σεπτέμβρη του 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με μια μονοδιάστατη πολιτική αποκλειστικής προσκόλλησης στους στρατηγικούς σχεδιασμούς, πρωτίστως των ΗΠΑ, αλλά και της ΕΕ.
Παρά τις αντίθετες διακηρύξεις της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-Προθύμων, η οποία με αφορμή την πρόσφατη σύνοδο κορυφής ΕΕ-Αραβικού συνδέσμου διεμήνυσε την πρόθεση της να αποτελέσει γέφυρα μεταξύ Ευρώπης-Αραβικού κόσμου, οι εξελίξεις της τελευταίας 4ετίας επιβεβαιώνουν με εμφατικό τρόπο την παραπάνω αλλαγή. Οι σχέσεις Ελλάδος-Ρωσίας βρίσκονται σε πρωτοφανή άσχημα επίπεδα, ακολουθώντας βήμα-βήμα τη συνολική επιδείνωση των Αμερικανό-Ρωσικών σχέσεων, τόσο επί Obama όσο και επί Trump. Πρόσθετα η απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Λιμένων του υπουργείου Ναυτιλίας να απορρίψει το επενδυτικό σχέδιο-μαμούθ της COSCO για το λιμάνι του Πειραιά, σε μια εποχή μάλιστα που η εύθραυστη Ελληνική καπιταλιστική οικονομία αναζητά εναγωνίως στρατηγικούς επενδυτές, έρχεται να ευθυγραμμίσει τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στην Κινεζική πρωτοβουλία “One Belt-One Road (OBOR)” με την εχθρική στάση που κρατά η κυβέρνηση Trump. Τέλος και οι σχέσεις της χώρας μας με την περιοχή της Μ. Ανατολής βρίσκονται σε καθοδική τροχιά, εξαιτίας της κυβερνητικής ευθυγράμμισης με την πολιτική κυρώσεων έναντι του Ιράν που εφαρμόζει ο Λευκός Οίκος, αλλά και της επιλογής της να αναβαθμίσει τις σχέσεις της με Ισραήλ-Αίγυπτο. Με αυτόν τον τρόπο υπονομεύεται η δυνατότητα οικοδόμησης σχέσεων, τόσο με τις χώρες που τελούν μέρος του λεγόμενου Σιιτικού άξονα και βρίσκονται υπό την επιρροή της Τεχεράνης, όσο και με τις χώρες στις οποίες η Μουσουλμανική Αδελφότητα (Μ.Α) παραμένει ενεργό μέρος της κεντρικής πολιτικής σκηνής και οι οποίες ήδη δέχονται ισχυρότατες επιρροές από την Άγκυρα. Στην πραγματικότητα ο μόνος παράγοντας με τον οποίο η Ελλάδα μπορεί να εμβαθύνει τις σχέσεις της στα πλαίσια της εφαρμοζόμενης πολιτικής είναι η ετερόκλητη λύκο-συνεργασία Αράβων μιλιταριστών (π.χ Αίγυπτος)-Ουαχαμπιτών Σουνιτών (π.χ Σ. Αραβία)-Ισραήλ, ο οποίος ανταγωνίζεται τόσο το Σιιτικό άξονα όσο και τη Μ.Α και του οποίου την ισχυροποίηση επιζητούν οι ΗΠΑ!
Την ίδια ώρα η εξελισσόμενη στροφή στην εξωτερική πολιτική της χώρας απολαμβάνει ευρύτατη αποδοχή στο εσωτερικό της Ελληνικής Ελίτ. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να κατανοείται ως παροδική εξέλιξη, η οποία οφείλεται στην ανικανότητα της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί αποτελεσματικά με τους εταίρους της (κατηγορίες κύκλων της αντιπολίτευσης), αλλά ως στρατηγική επιλογή της Ελληνικής Ελίτ. Γι’ αυτό το λόγο εκτίμηση του συγγραφέα είναι ότι η νέα πολιτική θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται και από τις επόμενες κυβερνήσεις. Άλλωστε, τόσο η ΝΔ όσο και τα κόμματα του κέντρου, αλλά και η πλειοψηφία των αξιωματούχων στις ένοπλες δυνάμεις και το υπ. Εξωτερικών, έχουν την ίδια προσέγγιση με την κυβέρνηση στο θέμα των Ελληνό-Αμερικανικών σχέσεων.
Παράλληλα είναι επίσης λάθος να αποδίδουμε τις αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας ως αποτέλεσμα της νέο-αποικιοποίησης της από τη Δύση, εξαιτίας της απώλειας μέρους της εθνικής κυριαρχίας που συντελέστηκε με την υπογραφή των δανειακών συμβάσεων τα χρόνια της κρίσης. Αντίθετα, όπως αναφέραμε εισαγωγικά, εντάσσεται στη γενικότερη στρατηγική αναβάθμισης της χώρας στην περιοχή, στα νέα όμως γεωπολιτικά δεδομένα που διαμόρφωσαν η εξέλιξη της Αραβικής Άνοιξης και της Ουκρανικής κρίσης. Οι δύο τελευταίοι παράγοντες, σε συνδυασμό με την ορμητική άνοδο της Κίνας και την στρατηγική προσέγγιση της με τη Ρωσία, μετέβαλλαν τις προτεραιότητες της Δύσης και έκαναν επιτακτικότερη την ενίσχυση της παρουσίας της σε Βαλκάνια-Αν. Μεσόγειο.
Συνακόλουθα η Δύση αύξησε τις εκκλήσεις για ενεργότερη υποστήριξη των σχεδιασμών της στο εσωτερικό του στρατοπέδου της, εστιάζοντας την προσοχή της στην αντιμετώπιση των ενοχλητικών κινήσεων της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν, αλλά και στην επανευθυγράμμιση της Τουρκίας με τις κεντρικές της επιλογές. Το συγκεκριμένο γεγονός κατανοήθηκε ως ευκαιρία από την Ελληνική Ελίτ προκειμένου να αναβαθμίσει το ρόλο της στον Ευρώ-Ατλαντικό άξονα, αναζητώντας υποστήριξη σε δύο κρίσιμους για την ευόδωση της δικής της στρατηγικής παράγοντες: 1) Τη θωράκιση και τη βελτίωση των ρυθμών της οικονομικής της ανάπτυξης. 2) Την απόκρουση των αναθεωρητικών κινήσεων της Τουρκίας. Σε αυτά τα πλαίσια το Ελληνικό κράτος ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υλοποίηση των σχεδίων του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή, επιχειρώντας να επωφεληθεί της επιδείνωσης των σχέσεων Δύσης-Τουρκίας.
*Πολιτικός Επιστήμονας
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου