NICHOLAS KAMM via Getty Images
Γιώτα Χουλιάρα
Τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του Ισραήλ είχαν αποκλίνει από τότε που τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, αλλά πλέον στρέφονται προς μια παράλληλη κατεύθυνση.
Οι σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ άλλαξαν υπό την προεδρία Ντόναλντ Τραμπ. Υπενθυμίζουμε πως πριν την εκλογή Τραμπ, οι σχέσεις των δυο χωρών είχαν φτάσει στα πρόθυρα κατάρρευσης. Μάλιστα, το 2015 ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου είχε ταξιδέψει στην Ουάσινγκτον προκειμένου να θέσει επιτακτικά τόσο στον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα όσο και στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, να μην προχωρήσει στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν – μια έκκληση που τελικά δεν εισακούσθηκε.
Τον Μάρτιο του 2018, ο Νετανιάχου επισκέφθηκε και πάλι την Ουάσινγκτον, αλλά αντί να επικρίνει τον πρόεδρο Τραμπ, τον συνέκρινε με τον Κύρο τον Μέγα- τον Πέρση Βασιλιά που επέτρεψε στους Ισραηλίτες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους για να ξαναφτιάξουν τον ναό τους. Ο Νετανιάχου είναι λάτρης της ιστορίας. Ο πατέρας του μάλιστα ήταν καθηγητής ιστορίας. Έτσι, όταν συγκρίνει το Tραμπ με έναν από τους σημαντικότερους εθνικούς (οι μη Εβραίοι) για την εβραϊκή ιστορία, το εννοεί.
Εδώ να επισημάνουμε πως τον Ιούνιο του 2018, έρευνα της αμερικανικής εβραϊκής επιτροπής διαπίστωσε ότι το 77% των Ισραηλινών ενέκρινε τον τρόπο με τον οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ χειρίστηκε τις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ.
Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Ας μη λησμονούμε ότι το πρώτο ταξίδι του Tραμπ στο εξωτερικό ως πρόεδρος των ΗΠΑ έγινε στο Ισραήλ. Μάλιστα ήταν και ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που επισκέφτηκε το Τείχος των Δακρύων. Επίσης, ο Τραμπ αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και μετακόμισε την Πρεσβεία των ΗΠΑ εκεί. Ενώ υπό την προεδρία Τραμπ, οι Η.Π.Α. έχουν ακυρώσει τη χρηματοδότησή τους για το U.N. Relief and Works Agency των Ηνωμένων Εθνών με την αιτιολογία ότι υποστηρίζει δυσανάλογα τα παλαιστινιακά εδάφη.
Και αν τα παραπάνω χαρακτηρίζονται από κάποιους ως συμβολικές μόνο χειρονομίες, να αναφέρουμε ότι ο Τραμπ μέχρι στιγμής πέτυχε ό,τι δεν κατάφερε ο Νετανιάχου:τον τερματισμό της πυρηνικής συμφωνίας του Ιράν. Ο Νετανιάχου, ο οποίος αναμένεται σύντομα να γίνει ο μακροβιότερος πρωθυπουργός στην ιστορία του Ισραήλ, ανέδειξε την πολιτική του σταδιοδρομία ως πολιτικός που ήταν καλύτερα προετοιμασμένος να πολεμήσει το Ιράν και τη δήθεν επιθυμία του να καταστρέψει το Ισραήλ. Όμως εμφανίστηκε ανίκανος να σταματήσει τις ΗΠΑ να προχωρήσουν στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Φάνηκε ανίσχυρος απέναντι στον πρόεδρο Ομπάμα, ο οποίος ουσιαστικά τον ανάγκασε να ζητήσει συγγνώμη από την Τουρκία το 2013 για το περιστατικό του Mavi Marmara (2010). Επί οχτώ χρόνια της προεδρίας Ομπάμα, ο Νετανιάχου φάνηκε κατώτερος των περιστάσεων στο παιχνίδι της Μέσης Ανατολής.
Από το 1967, η σημαντικότερη δουλειά οποιουδήποτε Ισραηλινού ηγέτη ήταν να εξασφαλίσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ. Οι περισσότεροι ξεχνούν ότι Ισραήλ και Η.Π.Α. δεν ήταν πάντα τόσο στενοί σύμμαχοι. Το Ισραήλ πιθανότατα δεν θα επιβίωνε το 1948 αν οι Σοβιετικοί δεν είχαν πουλήσει όπλα του Ισραήλ στη μαύρη αγορά μέσω της Τσεχοσλοβακίας. Και αν δεν υπήρχε η υποστήριξη της Γαλλίας, το Ισραήλ δεν θα είχε αναπτύξει πυρηνικά όπλα ούτε κάποια στρατιωτική τεχνολογία που θα του επέτρεπε να κυριαρχήσει στους πολέμους με τους Άραβες γείτονές του το 1967 και το 1973. Οι στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ ήρθαν την εποχή του Ψυχρού Πολέμου όταν βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη οι μηχανορραφίες του Χένρι Κίσινγκερ. Η τυχαία επίθεση που δέχτηκε το αμερικάνικο πλοίο Liberty κατά την διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών από ισραηλινές δυνάμεις, με απολογισμό 34 νεκρούς και 171 τραυματίες, παραλίγο να τινάξει τις σχέσεις των δύο χωρών στον αέρα.
Την εποχή εκείνη οι ΗΠΑ είχαν καθορισμένα συμφέροντα στη περιοχή της Μέσης Ανατολής, με πιο σημαντικό στόχο να αναχαιτίσουν την ΕΣΣΔ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονταν επίσης το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής. Ο ΟΠΕΚ, του οποίου την ηγεσία είχε η Σαουδική Αραβία, παρήγαγε σχεδόν το 55% του παγκόσμιου πετρελαίου το 1973. Οι Η.Π.Α. έπρεπε να είναι βέβαιες ότι το πετρέλαιο θα συνέχιζε να αντλείται και παράλληλα έπρεπε να σιγουρευτούν ότι οι θαλάσσιοι δρόμοι θα μείνουν ανοικτοί. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να διατηρηθεί το εμπόριο μέσω της διώρυγας του Σουέζ – πράγμα που ουσιαστικά εξηγεί γιατί οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να επιτρέψουν στο Ηνωμένο Βασίλειο να επαναλάβει τον έλεγχο του 1956 αλλά και γιατί δεν μπορούσαν να επιτρέψουν στην αιγυπτιακή κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Nάσερ να μπλοκάρει το κανάλι.
Στη δεκαετία του 1970 και του 1980, το Ισραήλ αποτελούσε μέρος μιας κρίσιμης περιφερειακής ισορροπίας εξουσίας, μιας από τις λίγες χώρες της Μέσης Ανατολής στις οποίες η Ουάσιγκτον μπορούσε να εξαρτηθεί για να περιορίσει τις σοβιετικές φιλοδοξίες. Πράγματι, η ήττα των καθεστώτων που υποστηρίχθηκαν από την Σοβιετική Ένωση στην Αίγυπτο και τη Συρία από το Ισραήλ, έφερε την Αίγυπτο στην τραπέζι των διαπραγματεύσεων το 1979 και συνέβαλε στη δημιουργία ενός περιφερειακού πλαισίου το οποίο, παρά τους διάφορους βίαιους σπασμούς της περιοχής, αποδείχθηκε εξαιρετικά ανθεκτικό. Το Ισραήλ δεν μπορούσε να κάνει πολλά για να επηρεάσει την παραγωγή πετρελαίου, ούτε το ναυτικό του ήταν σε θέση να βοηθήσει να κρατηθούν ανοιχτοί οι θαλάσσιοι δρόμοι, αλλά εξυπηρετούσε το σκοπό του περιορισμού των συγκεκριμένων χωρών σωστά.
Και αφού η ΕΣΣΔ αποδυναμώθηκε στην περιοχή το Ιρσαήλ φάνηκε πως κουράστηκε να μετρά απώλειες προς όφελος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Βέβαια εξακολούθησε να κάνει το βρώμικο έργο της Ουάσιγκτον στην περιοχή όπως με τον πυρηνικό αντιδραστήρα του Ιράκ το 1981 και τον πυρηνικό αντιδραστήρα της Συρίας το 2007 αλλά οι αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο έκαναν τον ρόλο του λιγότερο σημαντικό. Οι ΗΠΑ πλέον δεν βασίζονται στο πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής με αποτέλεσμα η στρατηγική των δυο χωρών να εξελιχθεί ανάλογα. Λαμβάνοντας υπόψη όμως την ιστορία του Ισραήλ μπορούμε να πούμε ότι συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με τις ΗΠΑ. Το Ισραήλ είναι προϊόν του εβραϊκού εθνικισμού και του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Αναζητώντας μια δική τους πατρίδα, οι Ευρωπαίοι Εβραίοι επιθυμούσαν εδάφη που ήταν κάποτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όμως η Βρετανική Αυτοκρατορία υποσχέθηκε την περιοχή της Παλαιστίνης τόσο τους Άραβες όσο και τους Εβραίους, θέτοντας το σκηνικό για έναν πόλεμο που κορυφώθηκε με την ανεξαρτησία του Ισραήλ το 1948. Το Ισραήλ αγωνιζόταν πάντα ως μια χωρισμένη προσωπικότητα, ήθελε να είναι ταυτόχρονα μια εθνική πατρίδα για τον εβραϊκό λαό αλλά και μια ακμάζουσα φιλελεύθερη δημοκρατία παρόμοια με τις ΗΠΑ. Αυτό ουσιαστικά εξηγεί και την σχέση των δύο χωρών.
Η αλήθεια είναι ότι η σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ είναι σαν οποιαδήποτε άλλη διμερής σχέση. Αποτελείται από κοινά συμφέροντα. Τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του Ισραήλ έχουν αποκλίνει από τότε που έληξε ο Ψυχρός Πόλεμος το 1991, αλλά τώρα στρέφονται προς μια παρόμοια πορεία. Για άλλη μια φορά, η Ουάσιγκτον χρειάζεται το Ισραήλ ως προπύργιο ενάντια σε ενδεχόμενους περιφερειακούς ηγεμόνες – μόνο αυτή τη φορά είναι η Τουρκία και το Ιράν και όχι η Ρωσία (απόγονος της ΕΣΣΔ). Το πετρέλαιο δεν είναι πλέον το ζήτημα που ήταν κάποτε, αλλά το ζήτημα είναι ο φανατισμός του Ισλάμ και οι εξτρεμιστές των DAESH ή άλλων φανατικών ομάδων. Στόχος είναι ο θρησκευτικός εξτρεμισμός να παραμείνει στα όρια της πολιτικής εξουσίας της Μέσης Ανατολής και να μην εξαπλωθεί περισσότερο στη Δύση.
Το πρόβλημα για το Ισραήλ είναι ότι οι Η.Π.Α. πιθανότατα θα του ζητήσουν να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο από ό, τι έχει εδώ και χρόνια. Το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ουάσιγκτον είναι να απομακρυνθεί από τη Μέση Ανατολή και για το σκοπό αυτό θα συνεργαστεί με αντιπροσώπους που θα της επιτρέψουν να κάνει λιγότερα και να μην συνεχίσει να πηγαίνει σε πολεμικές αντιπαραθέσεις. Και αυτό σημαίνει πως από το Ισραήλ θα ζητηθεί να πράξει την βρώμικη δουλειά της Ουάσιγκτον. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά το παρελθόν, το Ισραήλ συμμετείχε πιο ενεργά στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, επιτέθηκε σε στόχους της Συρίας, του Ιράν και της Χεζμπολάχ και έστω και περιστασιακά ήρθε σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Αυτό φαίνεται πως θα ζητήσουν εκ νέου οι ΗΠΑ από τον σύμμαχό τους στην περιοχή. Εάν η κυβέρνηση Ομπάμα δίδαξε κάτι στο Ισραήλ, είναι πως η Ουάσιγκτον θα το υποστηρίξει μόνο εφόσον είναι προς το συμφέρον της να το πράξει.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Γιώτα Χουλιάρα
Τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του Ισραήλ είχαν αποκλίνει από τότε που τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, αλλά πλέον στρέφονται προς μια παράλληλη κατεύθυνση.
Οι σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ άλλαξαν υπό την προεδρία Ντόναλντ Τραμπ. Υπενθυμίζουμε πως πριν την εκλογή Τραμπ, οι σχέσεις των δυο χωρών είχαν φτάσει στα πρόθυρα κατάρρευσης. Μάλιστα, το 2015 ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου είχε ταξιδέψει στην Ουάσινγκτον προκειμένου να θέσει επιτακτικά τόσο στον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα όσο και στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, να μην προχωρήσει στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν – μια έκκληση που τελικά δεν εισακούσθηκε.
Τον Μάρτιο του 2018, ο Νετανιάχου επισκέφθηκε και πάλι την Ουάσινγκτον, αλλά αντί να επικρίνει τον πρόεδρο Τραμπ, τον συνέκρινε με τον Κύρο τον Μέγα- τον Πέρση Βασιλιά που επέτρεψε στους Ισραηλίτες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους για να ξαναφτιάξουν τον ναό τους. Ο Νετανιάχου είναι λάτρης της ιστορίας. Ο πατέρας του μάλιστα ήταν καθηγητής ιστορίας. Έτσι, όταν συγκρίνει το Tραμπ με έναν από τους σημαντικότερους εθνικούς (οι μη Εβραίοι) για την εβραϊκή ιστορία, το εννοεί.
Εδώ να επισημάνουμε πως τον Ιούνιο του 2018, έρευνα της αμερικανικής εβραϊκής επιτροπής διαπίστωσε ότι το 77% των Ισραηλινών ενέκρινε τον τρόπο με τον οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ χειρίστηκε τις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ.
Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Ας μη λησμονούμε ότι το πρώτο ταξίδι του Tραμπ στο εξωτερικό ως πρόεδρος των ΗΠΑ έγινε στο Ισραήλ. Μάλιστα ήταν και ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που επισκέφτηκε το Τείχος των Δακρύων. Επίσης, ο Τραμπ αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και μετακόμισε την Πρεσβεία των ΗΠΑ εκεί. Ενώ υπό την προεδρία Τραμπ, οι Η.Π.Α. έχουν ακυρώσει τη χρηματοδότησή τους για το U.N. Relief and Works Agency των Ηνωμένων Εθνών με την αιτιολογία ότι υποστηρίζει δυσανάλογα τα παλαιστινιακά εδάφη.
Και αν τα παραπάνω χαρακτηρίζονται από κάποιους ως συμβολικές μόνο χειρονομίες, να αναφέρουμε ότι ο Τραμπ μέχρι στιγμής πέτυχε ό,τι δεν κατάφερε ο Νετανιάχου:τον τερματισμό της πυρηνικής συμφωνίας του Ιράν. Ο Νετανιάχου, ο οποίος αναμένεται σύντομα να γίνει ο μακροβιότερος πρωθυπουργός στην ιστορία του Ισραήλ, ανέδειξε την πολιτική του σταδιοδρομία ως πολιτικός που ήταν καλύτερα προετοιμασμένος να πολεμήσει το Ιράν και τη δήθεν επιθυμία του να καταστρέψει το Ισραήλ. Όμως εμφανίστηκε ανίκανος να σταματήσει τις ΗΠΑ να προχωρήσουν στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Φάνηκε ανίσχυρος απέναντι στον πρόεδρο Ομπάμα, ο οποίος ουσιαστικά τον ανάγκασε να ζητήσει συγγνώμη από την Τουρκία το 2013 για το περιστατικό του Mavi Marmara (2010). Επί οχτώ χρόνια της προεδρίας Ομπάμα, ο Νετανιάχου φάνηκε κατώτερος των περιστάσεων στο παιχνίδι της Μέσης Ανατολής.
Από το 1967, η σημαντικότερη δουλειά οποιουδήποτε Ισραηλινού ηγέτη ήταν να εξασφαλίσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ. Οι περισσότεροι ξεχνούν ότι Ισραήλ και Η.Π.Α. δεν ήταν πάντα τόσο στενοί σύμμαχοι. Το Ισραήλ πιθανότατα δεν θα επιβίωνε το 1948 αν οι Σοβιετικοί δεν είχαν πουλήσει όπλα του Ισραήλ στη μαύρη αγορά μέσω της Τσεχοσλοβακίας. Και αν δεν υπήρχε η υποστήριξη της Γαλλίας, το Ισραήλ δεν θα είχε αναπτύξει πυρηνικά όπλα ούτε κάποια στρατιωτική τεχνολογία που θα του επέτρεπε να κυριαρχήσει στους πολέμους με τους Άραβες γείτονές του το 1967 και το 1973. Οι στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ ήρθαν την εποχή του Ψυχρού Πολέμου όταν βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη οι μηχανορραφίες του Χένρι Κίσινγκερ. Η τυχαία επίθεση που δέχτηκε το αμερικάνικο πλοίο Liberty κατά την διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών από ισραηλινές δυνάμεις, με απολογισμό 34 νεκρούς και 171 τραυματίες, παραλίγο να τινάξει τις σχέσεις των δύο χωρών στον αέρα.
Την εποχή εκείνη οι ΗΠΑ είχαν καθορισμένα συμφέροντα στη περιοχή της Μέσης Ανατολής, με πιο σημαντικό στόχο να αναχαιτίσουν την ΕΣΣΔ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονταν επίσης το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής. Ο ΟΠΕΚ, του οποίου την ηγεσία είχε η Σαουδική Αραβία, παρήγαγε σχεδόν το 55% του παγκόσμιου πετρελαίου το 1973. Οι Η.Π.Α. έπρεπε να είναι βέβαιες ότι το πετρέλαιο θα συνέχιζε να αντλείται και παράλληλα έπρεπε να σιγουρευτούν ότι οι θαλάσσιοι δρόμοι θα μείνουν ανοικτοί. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να διατηρηθεί το εμπόριο μέσω της διώρυγας του Σουέζ – πράγμα που ουσιαστικά εξηγεί γιατί οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να επιτρέψουν στο Ηνωμένο Βασίλειο να επαναλάβει τον έλεγχο του 1956 αλλά και γιατί δεν μπορούσαν να επιτρέψουν στην αιγυπτιακή κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Nάσερ να μπλοκάρει το κανάλι.
Στη δεκαετία του 1970 και του 1980, το Ισραήλ αποτελούσε μέρος μιας κρίσιμης περιφερειακής ισορροπίας εξουσίας, μιας από τις λίγες χώρες της Μέσης Ανατολής στις οποίες η Ουάσιγκτον μπορούσε να εξαρτηθεί για να περιορίσει τις σοβιετικές φιλοδοξίες. Πράγματι, η ήττα των καθεστώτων που υποστηρίχθηκαν από την Σοβιετική Ένωση στην Αίγυπτο και τη Συρία από το Ισραήλ, έφερε την Αίγυπτο στην τραπέζι των διαπραγματεύσεων το 1979 και συνέβαλε στη δημιουργία ενός περιφερειακού πλαισίου το οποίο, παρά τους διάφορους βίαιους σπασμούς της περιοχής, αποδείχθηκε εξαιρετικά ανθεκτικό. Το Ισραήλ δεν μπορούσε να κάνει πολλά για να επηρεάσει την παραγωγή πετρελαίου, ούτε το ναυτικό του ήταν σε θέση να βοηθήσει να κρατηθούν ανοιχτοί οι θαλάσσιοι δρόμοι, αλλά εξυπηρετούσε το σκοπό του περιορισμού των συγκεκριμένων χωρών σωστά.
Και αφού η ΕΣΣΔ αποδυναμώθηκε στην περιοχή το Ιρσαήλ φάνηκε πως κουράστηκε να μετρά απώλειες προς όφελος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Βέβαια εξακολούθησε να κάνει το βρώμικο έργο της Ουάσιγκτον στην περιοχή όπως με τον πυρηνικό αντιδραστήρα του Ιράκ το 1981 και τον πυρηνικό αντιδραστήρα της Συρίας το 2007 αλλά οι αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο έκαναν τον ρόλο του λιγότερο σημαντικό. Οι ΗΠΑ πλέον δεν βασίζονται στο πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής με αποτέλεσμα η στρατηγική των δυο χωρών να εξελιχθεί ανάλογα. Λαμβάνοντας υπόψη όμως την ιστορία του Ισραήλ μπορούμε να πούμε ότι συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με τις ΗΠΑ. Το Ισραήλ είναι προϊόν του εβραϊκού εθνικισμού και του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Αναζητώντας μια δική τους πατρίδα, οι Ευρωπαίοι Εβραίοι επιθυμούσαν εδάφη που ήταν κάποτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όμως η Βρετανική Αυτοκρατορία υποσχέθηκε την περιοχή της Παλαιστίνης τόσο τους Άραβες όσο και τους Εβραίους, θέτοντας το σκηνικό για έναν πόλεμο που κορυφώθηκε με την ανεξαρτησία του Ισραήλ το 1948. Το Ισραήλ αγωνιζόταν πάντα ως μια χωρισμένη προσωπικότητα, ήθελε να είναι ταυτόχρονα μια εθνική πατρίδα για τον εβραϊκό λαό αλλά και μια ακμάζουσα φιλελεύθερη δημοκρατία παρόμοια με τις ΗΠΑ. Αυτό ουσιαστικά εξηγεί και την σχέση των δύο χωρών.
Η αλήθεια είναι ότι η σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ είναι σαν οποιαδήποτε άλλη διμερής σχέση. Αποτελείται από κοινά συμφέροντα. Τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του Ισραήλ έχουν αποκλίνει από τότε που έληξε ο Ψυχρός Πόλεμος το 1991, αλλά τώρα στρέφονται προς μια παρόμοια πορεία. Για άλλη μια φορά, η Ουάσιγκτον χρειάζεται το Ισραήλ ως προπύργιο ενάντια σε ενδεχόμενους περιφερειακούς ηγεμόνες – μόνο αυτή τη φορά είναι η Τουρκία και το Ιράν και όχι η Ρωσία (απόγονος της ΕΣΣΔ). Το πετρέλαιο δεν είναι πλέον το ζήτημα που ήταν κάποτε, αλλά το ζήτημα είναι ο φανατισμός του Ισλάμ και οι εξτρεμιστές των DAESH ή άλλων φανατικών ομάδων. Στόχος είναι ο θρησκευτικός εξτρεμισμός να παραμείνει στα όρια της πολιτικής εξουσίας της Μέσης Ανατολής και να μην εξαπλωθεί περισσότερο στη Δύση.
Το πρόβλημα για το Ισραήλ είναι ότι οι Η.Π.Α. πιθανότατα θα του ζητήσουν να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο από ό, τι έχει εδώ και χρόνια. Το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ουάσιγκτον είναι να απομακρυνθεί από τη Μέση Ανατολή και για το σκοπό αυτό θα συνεργαστεί με αντιπροσώπους που θα της επιτρέψουν να κάνει λιγότερα και να μην συνεχίσει να πηγαίνει σε πολεμικές αντιπαραθέσεις. Και αυτό σημαίνει πως από το Ισραήλ θα ζητηθεί να πράξει την βρώμικη δουλειά της Ουάσιγκτον. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά το παρελθόν, το Ισραήλ συμμετείχε πιο ενεργά στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας, επιτέθηκε σε στόχους της Συρίας, του Ιράν και της Χεζμπολάχ και έστω και περιστασιακά ήρθε σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Αυτό φαίνεται πως θα ζητήσουν εκ νέου οι ΗΠΑ από τον σύμμαχό τους στην περιοχή. Εάν η κυβέρνηση Ομπάμα δίδαξε κάτι στο Ισραήλ, είναι πως η Ουάσιγκτον θα το υποστηρίξει μόνο εφόσον είναι προς το συμφέρον της να το πράξει.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου