Του Δρ. Σπύρου Πλακούδα*
Η Ιντλίμπ αποτελεί το τελευταίο προπύργιο της ένοπλης αντιπολίτευσης στη Συρία μετά την άλωση της Νταράα στο νότο· τις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες αναμένεται να εκδηλωθεί η επίθεση του Άσαντ για την ανακατάληψή της. Παρά την παρουσία ισχυρών αντάρτικων ομάδων (οι πλείστες εκ των οποίων υποστηρίζονται από την Τουρκία), η τύχη της επαρχίας έχει ήδη προδιαγραφεί – θα τεθεί εκ νέου υπό την κυριαρχία του Άσαντ εντός του 2018 ή 2019. Θα συμβεί, όμως, αυτό ειρηνικά ή βίαια; H απάντηση σε αυτό το ερώτημα έγκειται στην αλληλεπίδραση των δύο κύριων δυνάμεων στη βόρεια Συρία δυτικά του ποταμού Ευφράτη – της Τουρκίας και της Ρωσίας.
Θα ήταν προς το συμφέρον των δύο δυνάμεων μια ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ρωσία θα απαλλαγόταν από έναν παρατεταμένο «πόλεμο φθοράς» (με βαριές απώλειες και μεγάλο κόστος) ενώ η Τουρκία θα απέφευγε ένα «προσφυγικό τσουνάμι» και μια άδοξη «υποχώρηση» από τη βόρεια Συρία. Η αντίληψη της αμοιβαίας εξάρτησης των δύο δυνάμεων ώθησε τον Ερντογάν και τον Πούτιν να αναλάβουν, άλλωστε, τη συγκηδεμονία (μαζί με τον Ρουχανί) της «Διαδικασίας Ειρήνης της Αστάνα».
Οι Σχέσεις Πάτρωνα – Πελάτη
Όμως, η θέληση της Ρωσίας και της Τουρκίας δεν αρκεί. Όπως συμβαίνει ουκ ολίγες φορές κατά τη διάρκεια των εμφυλίων συγκρούσεων (δείτε εδώ), οι δύο δυνάμεις δεν ασκούν παρά ορισμένο «έλεγχο» επί των συμμάχων / πρακτόρων τους στο πεδίο της μάχης. Πράγματι, όσο μεγαλύτερη η «επένδυση» ενός «πάτρονα» στον «πελάτη» του, τόσο μικρότερη η επιρροή του. Η Μόσχα και η Άγκυρα έχουν επενδύσει στην επιβίωση και επιτυχία των συμμάχων / πρακτόρων τους στη Συρία σε τέτοιο βαθμό που ο Άσαντ και ο ΕΣΣ δεν ανησυχούν για ενδεχόμενη εγκατάλειψή τους. H χρήση των χημικών όπλων εκ μέρους του Άσαντ και οι ωμότητες του ΕΣΣ εναντίον των αμάχων δεν αποτελούν παρά ενδεικτικά δείγματα της εν λόγω «απείθειας» των δρώντων αυτών προς τις υποδείξεις των «πατρώνων» τους. Συν τις άλλοις, αυτοί οι δρώντες συνήθως δεν υποκύπτουν σε άνωθεν ισχυρές πιέσεις εάν αισθάνονται πως διακυβέβεται η ίδια η επιβίωσή τους. Και στην Ιντλίμπ, εν προκειμένω, διακυβέβεται η επιβίωση του ΕΣΣ.
Ο Άσαντ, όπως απέδειξαν οι εκστρατείες στη Ντεράα ή τη Γκούτα, διενεργεί «εθνοκάθαρση» στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές – υιοθετεί, δηλαδή, την «εχθρικο-κεντρική» προσέγγιση (an enemy-centric approach) στον ανταρτοπόλεμο (δείτε εδώ). Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, το αντάρτικο ως τρομοκρατία – όχι ως την εκδήλωση της λαϊκής δυσαρέσκειας – και, ως εκ τούτου, αντιδρά με μαζική βία (αντί με διάλογο και μεταρρυθμίσεις). Και ο Άσαντ σκοπεύει να πράξει το ίδιο στην Ιντλίμπ πέραν πάσης αμφιβολίας. Ο εν λόγω θύλακας, που «φιλοξενεί» δεκάδες χιλιάδες σκληροτράχηλους τζιχαντιστές (όπως της πρώην Αλ Νούσρα), θα συνιστά πάντα μια απειλή για το Χαλέπι – τη σημαντικότερη πόλη της Συρίας πριν τον πόλεμο. Ως εκ τούτου, ο Άσαντ δεν «αντέχει» να την αφήσει στα χέρια των Τουρκόφιλων αντάρτικων ομάδων – παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις της Άγκυρας προς την Μόσχα.
Το Πιθανό Σενάριο της Πτώσης
Σύμφωνα με το προτιμώμενο σχέδιο των Ρώσων, ο Άσαντ θα εξαπολύσει μία περιορισμένη επίθεση σε ξεχωριστές φάσεις – αρχής γενομένης από την Jisr Al-Shughur (υπό την κατοχή των τζιχαντιστών της πρώην Αλ Νούσρα). Μια βήμα προς βήμα προσέγγιση θα μετακύλυε το βάρος των αποφάσεων για την τύχη της Ιντλίμπ από την Μόσχα και τη Δαμασκό στην Άγκυρα. Ούτως ή άλλως, τα 12 παρατηρητήρια των ΤΕΔ στην ύπαιθρο της Ιντλίμπ (ως τοποτηρητές των ζωνών αποκλιμάκωσης με βάση τη «Διαδικασία Ειρήνης της Αστάνα») δεν προσφέρονται για άμυνα μέχρις εσχάτων και η Άγκυρα πρόσφατα προσέθεσε την πρώην Αλ Νούσρα (την μέχρι πρότινος σύμμαχό της) στον κατάλογο των τρομοκρατικών ομάδων – κατόπιν ισχυρών Ρωσικών πιέσεων.
Ποια θα ήταν η καλύτερη λύση για την Άγκυρα; Ιδανικά, η Άγκυρα θα ασκούσε ισχυρή πίεση επί του ΕΣΣ και των υπόλοιπων αντάρτικων ομάδων ώστε να τους εξωθήσει σε μια «ελεγχόμενη» επίθεση κατά της πρώην Αλ Νούσρα και, ενδεχομένως, σε έναν «έντιμο διακανονισμό» με τον Άσαντ. Εντούτοις, δεν πρέπει να υποτιμάται η μαχητική ισχύς της πρώην Αλ Νούσρα (η οποία αριθμεί μεταξύ 7,000 και 11,000 τζιχαντιστών)· ούτε βέβαια να εκλαμβάνεται ως εγγυημένη η «πειθάρχηση» του ΕΣΣ και των υπόλοιπων αντάρτικων ομάδων στα κελεύσματα της Άγκυρας. Άλλωστε η Άγκυρα δυσκολεύεται να επιβάλλει την πειθαρχία στους συμμάχους / πράκτορές της στο Αφρίν και την Αζάζ – παρ’ όλο που αυτοί εξαρτώνται για τα πάντα από την Τουρκία.
Η επίθεση του Άσαντ στην Ιντλίμπ κατά φάσεις (αρχικώς εναντίον της πρώην Αλ Νούσρα και, εν συνεχεία, εναντίον των μη πειθαρχούμενων προς τις οδηγίες της) παρουσιάζει στην Άγκυρα τόσο ένα δίλημμα όσο μια ευκαιρία. Δίλημμα επειδή η εν λόγω επίθεση θα υποχρεώσει την Άγκυρα να αποφασίσει εάν θα υπερασπιστεί δια των όπλων τη σφαίρα επιρροής της στη βόρεια Συρία ή όχι. Ευκαρία επειδή η εν λόγω επίθεση θα ωθήσει τις αντάρτικες ομάδες της Ιντλίμπ στην αγκάλη της Άγκυρας ως αντίβαρο στην επιθετικότητα του Άσαντ και αμβλύνει την αντίθεσή τους στην πρόταση των Ερντογάν και Πούτιν για έναν «έντιμο διακανονισμό».
Και για τον Άσαντ, όμως, μια επίθεση κατά φάσεις θα ήταν προς το συμφέρον του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα ελάττωνε δραστικά το (στρατιωτικό και διπλωματικό) κόστος της επιχείρησης και θα ασκούσε μια ισχυρή πίεση επί της Τουρκίας ώστε η τελευταία να αναλάβει δράσει εναντίον της πρώην Αλ Νούσρα και να διευκολύνει έναν «έντιμο διακανονισμό». Συν τις άλλοις, μια τέτοια επίθεση δεν θα οδηγήσει σε ευθεία αντιπαράθεση με την Τουρκία – με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το Μεγάλο Ερωτηματικό
Εν ολίγοις, Άσαντ, Πούτιν και Ερντογάν θα ήθελαν μια περιορισμένη επίθεση στην Ιντλίμπ που θα επέτρεπε σε κάθε έναν αυταρχικό ηγέτη αρκετή ευχέρεια (διπλωματικών) ελιγμών. Ο τρόπος της πτώσης της Ιντλίμπ εξαρτάται, επί της ουσίας, από την ικανότητα διαπραγμάτευσης και «πειθαναγκασμού» της Μόσχας και της Τουρκίας με τους συμμάχους / πράκτορές τους. Εν τη απουσία μιας στιβαρής συμφωνίας μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας περί Ιντλίμπ, η Δαμασκός κατά πάσα πιθανότητα θα εξαπολύσει μια ισχυρή επίθεση εναντίον της επαρχίας ώστε να «εκβιάσει» την Μόσχα να αναλάβει δράση.
Και οι ΗΠΑ; Πώς θα αντιδράσει η υπερδύναμη στην επικείμεη επίθεση; Θεωρητικά, η Ιντλίμπ δεν ανήκει καν στο όριο επιχειρησιακής ευθύνης των ΗΠΑ· η υπερδύναμη από το 2017 ασχολείται μοναχά με την κατανίκηση του ΙΣΙΣ. Βέβαια, η εξάλειψη των παραφυάδων της Αλ Κάιντα στην Ιντλίμπ μόνο θα ωφελούσε τις ΗΠΑ. Η Ουάσινγκτον, όμως, δεν είναι ακόμη πρόθυμη να αποδεχθεί τη νίκη του Άσαντ – ανοιχτά τουλάχιστον. Υπό ιδανικές συνθήκες, η σφαίρα επιρροής της Τουρκίας στη βόρεια Συρία από την Ιντλίμπ έως την Αζάζ θα προστίθετο με τα εδάφη των Κούρδων της Συρίας ώστε να συγκροτήσουν μια συνεχή ζώνη υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ. Εξαιτίας όμως της βαθειάς κρίσης μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ, η Άγκυρα δεν πρέπει να αναμένει πολλά από τον πρόεδρο Τραμπ.
Στην Ιντλίμπ θα παιχτεί η τελευταία πράξη της τραγωδίας στη Συρία. Πέραν όμως των ονείρων των Σύριων για εκδημοκρατισμό (ή εξισλαμισμό) της χώρας, ίσως ενταφιαστούν τα όνειρα της Τουρκίας για ηγεμονία στο «εγγύς εξωτερικό».
*Ο δρ. Σπύρος Πλακούδας είναι Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικής στο American University in the Emirates και Αντιπρόεδρος του ΚΕΔΙΣΑ.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου