Ιπποκράτης Δασκαλάκης *
Ας αρχίσουμε από τα γεγονότα: Μετά από αρκετές δεκαετίες τριβών υπάρχει πλέον μια κατ’ αρχή αμοιβαία συμφωνία για τη δρομολόγηση μιας κοινά αποδεκτής λύσης στο σύνθετο πρόβλημα που ταλανίζει τις σχέσεις Αθηνών-Σκοπίων και αποτελεί μια εν δυνάμει εστία αναταραχής (μαζί και με πολλές άλλες) στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής.
Η συμφωνία αυτή αντιμετωπίζεται με καχυποψία έως και πλήρη απόρριψη από σημαντικά τμήματα του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας αμφοτέρων των χωρών. Ενδεχομένως και ορισμένες χώρες, μάλλον λίγες, δεν καλοβλέπουν τη συμφωνία και κυρίως την επίλυση του θέματος. Παραμένει ακόμη άγνωστο, αν αυτή η συμφωνία θα υλοποιηθεί μέχρι τέλους ενώ αμφίβολη είναι και συμβολή της στην ομαλοποίηση της ευρύτερης περιοχής. Ακόμη όμως περισσότερο αβέβαιη είναι η απάντηση στο ερώτημα του εάν η συμφωνία αυτή είναι θετική για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Μια πειστική απάντηση θα δοθεί μόνο μετά την έλευση ικανού χρονικού διαστήματος (1-2 δεκαετίες) και ευελπιστώ να είναι θετική για την πλευρά μας.
Σίγουρα η συμφωνία δεν εξασφαλίζει το σύνολο των ελληνικών απαιτήσεων, ούτε όμως και των σκοπιανών. Σίγουρα σήμερα είναι αδύνατη η αλγεβρική και αντικειμενική αποτίμηση κερδών και απωλειών μέσω των αναπόφευκτων (αμοιβαίων) υποχωρήσεων. Στα όμματα της πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών, οι παραχωρήσεις των Αθηνών σε θέματα εθνότητας και ταυτότητας -και κυρίως η πληθώρα των αναπάντητων ερωτημάτων που συνοδεύουν αυτά τα σημεία- προκαλούν δικαιολογημένη ανησυχία αλλά και εναντίωση προς τα συμφωνηθέντα. Ερωτηματικά εμφανίζονται και για την απώλεια ελληνικών διαπραγματευτικών «χαρτιών» αναφορικά με τη δυνατότητα δικής μας αρνησικυρίας σε θέματα ένταξης των Σκοπίων, σε ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση, σε περίπτωση μη ευόδωσης της συμφωνίας και αντίθεσης μας με τη δυναμική εισόδου που θα έχει ήδη αναπτυχθεί.
Επιπλέον, διαχρονικές και δια δεσμών αίματος καλλιεργηθείσες πεποιθήσεις και δοξασίες για τα εθνικά μας δίκαια καθιστούν, για μέρος των πολιτών μας, κάθε υποχώρηση ισοδύναμη με εθνική ήττα ή ακόμη και προδοσία. Τρανό παράδειγμα των εθνικών ευαισθησιών, η αδυναμία ακόμη και των υποστηρικτών της συνθήκης να κάνουν αναφορά σε «μακεδονική» εθνότητα και γλώσσα παραλείποντας τα εισαγωγικά και η προτίμηση χρήσης ουδέτερων όρων. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι ανάλογες δοξασίες έχουν αναπτυχθεί και στην άλλη πλευρά γεγονός που ελάχιστα επηρεάζεται από αντικειμενικές ιστορικές αλήθειες. Ορατός και ο κίνδυνος αύξησης των απαιτήσεων εκ μέρους των Τιράνων, θεωρώντας ότι η χώρα μας, ευρισκόμενη σε μειονεκτική θέση, είναι πρόθυμη για περαιτέρω παραχωρήσεις σε όλα τα ανοικτά θέματα. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι μόνιμο και λογικό επιχείρημα των επιθυμούντων μια συμβιβαστική λύση στο θέμα των Σκοπίων είναι η επικέντρωση μας έναντι πλέον ζωτικών απειλών και θεμάτων και η ελάττωση των ανοικτών μετώπων θα επιτρέψει την ενδυνάμωση των θέσεων μας σε αυτά.
Σήμερα, η πλειονότητα των Ελλήνων τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ μιας συμφωνίας με το γειτονικό κράτος αλλά με περιορισμένο αριθμό παραχωρήσεων και μάλιστα ανώδυνων. Αντίστοιχα φυσικά πράττει και η άλλη πλευρά. Επίσης, έκαστος πολιτικός χώρος στην Ελλάδα, επιφυλάσσει για τον εαυτό του -εκ του ασφαλούς- την ικανότητα σύναψης μιας καλύτερης συνθήκης. Εκτιμώ ότι μια ενιαία συντονισμένη εθνική γραμμή, χωρίς παραφωνίες, κομματικές επιδιώξεις, ενέργειες αποφυγής πολιτικού κόστους, θα επέφερε καλύτερα διαπραγματευτικά οφέλη και κατά συνέπεια (ενδεχομένως) μια καλύτερη συμφωνία για τη χώρα μας. Τη μέγιστη ευθύνη για την αποτυχία αυτής της κοινής συνεννόησης την έχει η κυβέρνηση που θεσμικά είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και η οποία προσπάθησε να συνδυάσει τη σύναψη της συμφωνίας με καθαρά κομματικά οφέλη. Επιπλέον, αξίζει να επισημάνουμε ότι καθώς σημαντικό μέρος του κυβερνώντος κόμματος είχε ταχθεί στο παρελθόν υπέρ θέσεων που ήσαν αρκετά εγγύς των σκοπιανών θέσεων, αυτό εξασθενούσε -μέχρι ενός σημείου- τη διαπραγματευτική μας θέση.
Η εξέλιξη των διαπραγματευτικών επαφών, κατέδειξε ότι κυβέρνηση των Αθηνών επεδίωξε μια σπουδή για την επίτευξη συμφωνίας χωρίς να διαφαίνεται ότι βρέθηκε προ ανυπέρβλητων ισχυρών διεθνών πιέσεων. Βέβαια θα μπορούσε να αντικρούσει κανείς υποστηρίζοντας ότι η Αθήνα έσπευσε να εκμεταλλευτεί το «παράθυρο ευκαιρίας» της ύπαρξης μιας μετριοπαθούς σκοπιανής κυβέρνησης. Επιμονή σε ανένδοτες θέσεις εκ μέρους των Αθηνών, ίσως να καταδίκαζε σε πτώση τη μετριοπαθή κυβέρνηση και να συντελούσε στην επάνοδο των σκληροπυρηνικών δυνάμεων και διαιώνιση του προβλήματος. Με τα σημερινά δεδομένα αδυνατώ μετά βεβαιότητας να ισχυριστώ αν η διαιώνιση του θέματος εξυπηρετεί ή βλάπτει τα εθνικά συμφέροντα, απάντηση καθοριστική για την ελληνική (και σκοπιανή) στάση. Διστακτικά θεωρώ ότι ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ ημών στο πρόβλημα αυτό χωρίς βέβαια να δημιουργεί (επί του παρόντος) ανυπέρβλητα εμπόδια.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η ελληνική κυβέρνηση κατηγορήθηκε για χρήση «μυστικής διπλωματίας» για επίλυση του θέματος. Θεωρώ επιβεβλημένη, την κατά περίπτωση, χρήση της «μυστικής διπλωματίας» υπό τον όρο τήρησης όλων των θεσμικών προβλέψεων που μάλλον όμως δεν ίσχυσε στο πρόβλημα μας. Ευελπιστώ ότι στο πλαίσιο αυτής της κατακριτέας «μυστικής διπλωματίας», η Αθήνα κατάφερε να εξασφαλίσει ορισμένες θετικές πρόνοιες και αξιόπιστες δεσμεύσεις από τις μεγάλες δυνάμεις για τα εθνικά μας θέματα.
Παρά τη δικαιολογημένη ευαισθησία μας για το ιστορική παρακαταθήκη της μακεδονικής ιστορίας και τον κίνδυνο καπήλευσης της δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο μέγιστος κίνδυνος προέρχεται από την τουρκική επεκτατικότητα και η δεινή μας οικονομική κατάσταση επιτείνει τη μειονεκτική μας θέση. Για ιστορικούς λόγους, πρέπει όμως να αναφέρω ότι αντίστοιχες αντιλήψεις, έναντι του υπαρκτού τότε κομμουνιστικού κινδύνου αλλά και η πλήρη οικονομική μας εξάρτηση από τη διεθνή βοήθεια, ώθησαν τις ελληνικές κυβερνήσεις σε διστακτικές θέσεις στο θέμα του μακεδονικού, ειδικά την περίοδο 1949-1954, που συνετέλεσαν στη μετέπειτα επιδείνωση της διαπραγματευτικής μας ικανότητας και στην ενίσχυση και προβολή της «μακεδονικής» ταυτότητας.
Επανερχόμενοι στο σήμερα, πρέπει να επισημάνω ότι δυστυχώς και η αντιπολίτευση, με παλινδρομήσεις, ασάφειες και απροθυμία συνεννόησης, ακολούθησε την κυβέρνηση στον ολισθηρό δρόμο της κομματικής εκμετάλλευσης του θέματος. Σε τελευταία ανάλυση, αρκετοί πολιτικοί παράγοντες αισθάνονται ιδιαίτερα ικανοποιημένοι με το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την αναγκαστική αποδοχή των όρων των «δανειστών και εταίρων», αυτοβούλως ανέλαβε και την επώδυνη αποδοχή μιας συμβιβαστικής λύσης στο σκοπιανό ζήτημα. Εκτιμώ ότι οι κατακρίνοντες σήμερα τη συμφωνία, πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις και παρά την σφοδρή αντίθεση τους, με πρόσχημα την αρχή του διεθνούς δικαίου «οι συνθήκες πρέπει να τιμούνται», θα αναγκαστούν (ορθά αλλά και με πρόδηλη ικανοποίηση) να την αποδεχθούν!
Ας έλθουμε όμως επί της ουσίας των δεδομένων που δημιουργεί η συμφωνία. Το βασικό ερώτημα είναι εάν υπάρχει άμεσος ή έμμεσος κίνδυνος για υπονόμευση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων από το κράτος που θα αναγνωρίσουμε εάν υλοποιηθεί η συμφωνία; Θα τολμήσω να απαντήσω αρνητικά, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα μας θα λειτουργήσει ως ορθολογικός παίκτης του διεθνούς συστήματος οικοδομώντας, με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία, τους πυλώνες ισχύος. Στους πυλώνες ισχύος, εμφανιζόμενη υπό τον όρο της «ήπιας ισχύος», συμπεριλαμβάνεται και η πολιτισμική μας ιστορία και επιρροή. Η μελλοντική μας αντιπαράθεση με το νέο κράτος (ούτε και εγώ μπορώ να χρησιμοποιήσω το νέο όνομα του) θα διεξαχθεί κυρίως στο πολιτιστικό και οικονομικό επίπεδο με επιδίωξη την εξασφάλιση της επιρροής μας.
Ο αγώνας μας όμως, ειδικά για την πολιτισμική ταυτότητα και κληρονομία δεν θα πρέπει να εστιάζεται μόνο στους βόρειους γείτονες μας. Η προσπάθεια πρέπει να είναι επίπονος και συνεχής καθώς οι διεκδικητές της πολιτισμικής μας κληρονομιάς είναι πολλοί (μη λησμονούμε ότι και οι Τούρκοι αθόρυβα «ροκανίζουν» την ιστορία μας, βλέπε «λαοί του Αιγαίου») ενώ ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος δεν έχει ταυτότητα και υπεισέρχεται δολίως μέσα από τις διάφορες μορφές της παγκοσμιοποίησης και μιας πρωτόγνωρης και βίαιης δημογραφικής μεταβολής πλήττοντας ύπουλα τον πυρήνα της ύπαρξης μας.
Σπάνια στο παρελθόν μια συνθήκη ή συμφωνία, ακόμη και αν επιβλήθηκε με τη δύναμη των όπλων, επέλυσε όλες τις αντιθέσεις και τα προβλήματα. Απλά έθεσε τις βάσεις για ένα νέο ανταγωνισμό (ή μια νέα μορφή ανταγωνισμού) δίδοντας πολλάκις τη ευκαιρία ακόμη και στον ηττημένο να ανατρέψει, σε βάθος χρόνου, ορισμένες αρνητικές συνέπειες της συμφωνίας. Ανάλογα συμβαίνει και με την παρούσα συμφωνία η ολοκλήρωση της οποίας προβλέπεται τους επόμενους μήνες. Φυσικά δεν πρέπει να αναμένουμε τη μεταστροφή της πολιτικής, αλλά και των διαθέσεων των κατοίκων των Σκοπίων, έναντι της χώρας μας εντός μιας ημέρας. Η αντιπαράθεση για το θέμα της Μακεδονίας χάνεται σε βάθος δεκαετιών, κάθε πλευρά έχει να παρουσιάσει ορισμένα αδιάσειστα επιχειρήματα υπέρ των θέσεων της και το συγκρουσιακό περιβάλλον έχει εκθρέψει εκατέρωθεν ακραίες τάσεις που όλα μαζί δημιουργούν δυσχέρειες στην επιθυμητή προσέγγιση.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όμως που διατρέχουμε για την επιτυχή έκβαση των προσπαθειών μας (συμπεριλαμβανομένων και των σημαντικών παραχωρήσεων που αποδεχθήκαμε), προέρχεται από το εσωτερικό μας και είναι να καταστήσουμε το θέμα της συμφωνίας το επίκεντρο μιας πολιτικής πόλωσης όπου οι ακραίες και χωρίς επιχειρήματα συνθηματολογίες θα κυριαρχήσουν του ορθού λόγου. Σε αυτό το περιβάλλον, πληθώρα κρισίμων προβλημάτων θα υποσκιαστούν από μια αντιπαράθεση για το Μακεδονικό από την οποία θα λείπουν τα επιχειρήματα και οι ρεαλιστικές εναλλακτικές λύσεις και θα κυριαρχεί η συνθηματολογία και η επίκληση συναισθημάτων. Δυστυχώς, σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν νομίζω ότι θα υπάρξει ελληνικό κόμμα που θα αποφύγει την ατραπό της συνθηματολογίας.
Το ζητούμενο πλέον, από την ελληνική πλευρά, είναι αφενός να αποφύγει μια εσωτερική πόλωση για τη συμφωνία και αφετέρου να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες που δημιουργούνται και βασιζόμενη στα νέα δεδομένα, με συνέπεια, υπομονή, επιμονή και συνέχεια, να προωθήσει τους στόχους της. Σήμερα, απαιτείται να εξετάσουμε λεπτομερώς τις άμεσα και έμμεσα απορρέουσες προβλέψεις της συμφωνίας, να εντοπίσουμε τα προβληματικά σημεία και να καταρτίσουμε ένα σχέδιο υλοποίησης της με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του εθνικού συμφέροντος και την αντίκρουση των αναμενόμενων ανάλογων προσπαθειών των γειτόνων. Μια επισταμένη προετοιμασία θα μας επιτρέψει να εκμεταλλευθούμε υπέρ των θέσεων μας υπάρχοντα «θολά» σημεία που εισδύουν -ηθελημένα ή μη- σε κάθε συμφωνία. Δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης δεν τη θεωρώ εφικτή και μάλλον θα οδηγήσει την Αθήνα σε αντιπαράθεση με τη διεθνή κοινότητα.
Επιπλέον στο επίπεδο της στρατηγικής επικοινωνίας πρέπει να γίνει η μέγιστη εκμετάλλευση της προσέγγισης των δύο χωρών, προς κάθε ακροατήριο, με προβολή των ελληνικών παραχωρήσεων ως ένδειξη αυτοπεποίθησης και πραγματικού ενδιαφέροντος και όχι ως αδυναμία. Παράλληλα όμως πρέπει να είμαστε έτοιμοι από τώρα και για μια αναδίπλωση και αλλαγή στρατηγικής σε περίπτωση που για οποιαδήποτε λόγο η συμφωνία δεν ευοδωθεί. Εξυπακούεται ότι αρκετοί εξ ημών, ελπίζουν την απόρριψη της συμφωνίας -το θεωρώ δύσκολο όχι απίθανο- με υπαιτιότητα της σκοπιανής πλευράς.
Η αναζήτηση ευθυνών, ο εξορκισμός των λαθών επί του μακεδονικού και η δαιμονοποίηση της συμφωνίας δεν πρέπει να μας εκτρέψουν από το τελικό μας στόχο. Το νέο (ακατανόμαστο για εμάς ακόμη) κράτος, αλλά γενικότερα η Βαλκανική πρέπει να επανέλθουν στην ελληνική σφαίρα επιρροής με κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων των λαών τους και με σεβασμό των ανησυχιών τους. Μπορούμε να αποτελέσουμε τοπική ηγεμονική δύναμη άμα εργαστούμε με συνέπεια, αποφεύγοντας τις ακρότητες και την αλαζονεία. Χρειαζόμαστε όμως όραμα, ηγεσία, συντονισμένη εργασία και νηφαλιότητα. Συστατικά αναγκαία, η έλλειψη των οποίων τις τελευταίες δεκαετίες μας οδήγησε όχι μόνο στην οικονομική κρίση αλλά και στην αποδυνάμωση της συνολικής μας ισχύος. Παρά ταύτα, η ισχύς μας έναντι των βαλκάνιων γειτόνων μας εξακολουθεί να είναι συντριπτικά υπέρ ημών σε όλους τους τομείς. Ειδικά μάλιστα, τα σημεία που έντονα μας ανησυχούν - θέματα ιστορικής ταυτότητας και πολιτιστικής παράδοσης- αποτελούν τα πλέον ισχυρά όπλα στην ελληνική φαρέτρα αρκεί να τα χρησιμοποιήσουμε κατάλληλα. Οι αυριανές γενιές των βαλκάνιων γειτόνων μας πρέπει να θεωρούν απαραίτητη την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, να προετοιμάζονται για φοίτηση σε ελληνικά πανεπιστήμια, να αποταμιεύουν για να παραθερίσουν στη Χαλκιδική, να εμπιστεύονται τα ελληνικά νοσοκομεία και ενδόμυχα (και ανομολόγητα) να προσδοκούν την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας. Ειδικά για τα Σκόπια, η χώρα μας πρέπει να αποτελέσει τον αμερόληπτο και κοινά αποδεκτό εγγυητή της ειρηνικής συνύπαρξης Σλαβομακεδόνων και Αλβανών και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και προόδου της χώρας. Αυτή η κατάσταση πρέπει να είναι ο επιδιωκόμενος στόχος μας. Ποιος όμως θα μας κάνει αρχικά να πιστέψουμε στην ικανότητα μας για την εκπλήρωση αυτού του στόχου και εν συνεχεία να μας οδηγήσει με συνέπεια στην υλοποίηση του μέσα από τις «συμπληγάδες» του ασταθούς διεθνούς περιβάλλοντος;
*Υποστράτηγος εα, Διευθυντής Μελετών ΕΛΙΣΜΕ.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου