Tου Γιώργου Μουρουζίδη,
ταξίαρχου ε.α
Την περίοδο αυτή, που ο αλβανικός εθνικισμός και αλυτρωτισμός επανέρχονται στην επικαιρότητα, σε συντονισμό με τις νευρωτικές εθνικιστικές κορώνες του Ερτογάν, ως μόνιμη απειλή πλέον σε βάρος των Σκοπίων, της Σερβίας και της Ελλάδας, κρίθηκε σκόπιμο και ως ιστορική ανάγκη να αναφερθούμε στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Κοσσυφοπέδιο, στις 17 και 18 Μαρ του 2004, μεταξύ των αλβανόφωνων Κοσσοβάρων (Α-Κοσσοβάρων) και της πολυεθνικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών, στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα.
Στις 24 Μαρ του 1999, το ΝΑΤΟ ξεκίνησε τις αεροπορικές επιδρομές εναντίον της Σερβίας, ενώ χιλιάδες Α-Κοσσοβάρων προσφύγων εγκατέλειπαν το Κόσσοβο. Μετά από 45 ημέρες σφοδρών βομβαρδισμών, παρά τις εκκλήσεις της Σερβικής αντιπολίτευσης για εξεύρεση λύσης με το ΝΑΤΟ, οι Σερβικές στρατιωτικές δυνάμεις εγκατέλειψαν το Κόσσοβο και περισσότεροι από 45.000 στρατιώτες (KFOR, Kossovo Forces) από 45 χώρες του κόσμου, σε εφαρμογή της 1244 απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αναπτύχθηκαν στο Κόσσοβο, με σκοπό την «επιβολή» της ειρήνης και την επιστροφή των Α-Κοσσοβάρων προσφύγων. Το Κόσσοβο τέθηκε υπό την διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών, τα οποία ανέλαβαν την δέσμευση να διευκολύνουν τις πολιτικές διαδικασίες, αναφορικά με τον καθορισμό του καθεστώτος του Κοσσυφοπεδίου.
Παράλληλα με τις στρατιωτικές δυνάμεις, αναπτύχθηκε και η UNMIK ( United Nations Mission in Kossovo), καθώς επίσης και περισσότερες από 50 κυβερνητικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Στην KFOR συμμετείχε και ελληνική δύναμη 1500 στρατιωτών επιπέδου Ταξιαρχίας (-), καθώς επίσης και αστυνομική δύναμη.
Προϊόντος του χρόνου όμως και ενώ η στασιμότητα στις πολιτικές εξελίξεις δεν ικανοποιούσε προφανώς τον κύριο στόχο των Α-Κοσσοβάρων , που ήταν η οριστική απόσχιση από την Σερβία και η διακήρυξη της ανεξαρτησίας τους, ο εθνικιστικός εκνευρισμός εντείνονταν και αναζητούσε αφορμή για εξέγερση και διαμαρτυρία, έχοντας την παρασκηνιακή σιωπηρή υποστήριξη της Ουάσινγκτον και των Βρυξελλών.
Η αφορμή δόθηκε το βράδυ της 16ης προς την 17η Μαρτίου 2004, όταν στα αλβανικά μέσα ενημέρωσης, εμφανίστηκε η πληροφορία ότι τρεις νεαροί Αλβανοί πνίγηκαν στον ποταμό Ίμπαρ, κοντά στη σερβική κοινότητα Ζούμπιν Πότοκ. Σύμφωνα με την ίδια πληροφορία, οι πνιγμοί συνέβησαν επειδή τα τρία αγόρια έτρεχαν να γλιτώσουν από Σέρβους που τα καταδίωκαν. Την επόμενη ημέρα όμως και μολονότι ο εκπρόσωπος της δύναμης του ΟΗΕ, αρνήθηκε πως ο πνιγμός των Αλβανών οφείλονταν σε Σέρβους, ένα σαρωτικό κύμα τυφλής καταστροφικής βίας, εξαπλώθηκε σε όλο το Κοσσυφοπέδιο.
Στην πόλη Ουρόσεβατς (Φεριζάϊ στα αλβανικά) ένα τμήμα της ελληνικής δύναμης είχε την ευθύνη φύλαξης του καθεδρικού ναού του Αγ. Ούρου. Το απόγευμα της 17 Μαρ, πλήθος 4-5 χιλιάδων μαινόμενων Α- Κοσσοβάρων, συγκεντρώθηκε έξω από την προαναφερόμενη εκκλησία με εχθρικές διαθέσεις . Εντός της εκκλησίας συγκεντρώθηκε η ελληνική δύναμη φρουράς και στο περίγυρο της , παρέμειναν σταθμευμένα 2 στρατιωτικά τζιπ και 2 τεθωρακισμένα οχήματα VBL. Εναντίον της εκκλησίας βλήθηκαν πυρά ελαφρού οπλισμού από ελεύθερους σκοπευτές. Τα τζιπ παραδόθηκαν στην πυρά των διαδηλωτών, ενώ τα VBL εντός των οποίων παρέμεινε το προσωπικό λόγω της ισχυρής θωράκισης τους, υπέστησαν μόνο εξωτερικές ζημιές. Το ίδιο βράδυ, ένας μηχανοκίνητος λόχος της ελληνικής δύναμης, μετέβη στην εκκλησία του Αγ. Ούρου, από το στρατόπεδο ΄΄Ρήγας Φεραίος ΄΄, προκειμένου να περισυλλέξει την εγκλωβισμένη ελληνική δύναμη.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, μετά την απομάκρυνση της ελληνικής φρουράς από τον Αγ. Ούρο και για χρονικό διάστημα περίπου μισής ώρας, μέχρι την άφιξη δύναμης καταστολής πλήθους και αμερικανικών E/Π, ούτε ένας από τους μαινόμενους διαδηλωτές εισήλθε στην εκκλησία.
Την επομένη 18 Μαρ 2004, διαδηλωτές επιτέθηκαν σε 4 σημεία φύλαξης (εκκλησίες- νεκροταφεία) της ελληνικής δύναμης και αφού εξανάγκασαν το προσωπικό να τα εγκαταλείψει, επιδόθηκαν σε καταστροφές και βεβηλώσεις.
Ανάλογες καταστροφές γίνανε σε όλο σχεδόν το Κόσσοβο εκτός του Β. Ανατολικού Σερβικού τομέα και των Σερβικών θυλάκων.
Κατά την διάρκεια των επεισοδίων, 31 στρατιώτες της KFOR τραυματίσθηκαν, Σέρβοι πολίτες σκοτώθηκαν, χιλιάδες εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους, 935 σπίτια Σέρβων καταστράφηκαν, σε 10 δημόσια ιδρύματα (σχολεία, ταχυδρομεία, μονάδες υγείας, κλπ…) προξενήθηκαν σοβαρές ζημιές, 35 εκκλησίες και μοναστήρια βεβηλώθηκαν, 6 κωμοπόλεις και 9 χωριά υπέστησαν εθνοκάθαρση.
Κατά την διάρκεια των επεισοδίων, ούτε η ελληνική αλλά ούτε καμιά άλλη δύναμη της KFOR έβαλε εναντίον των εξεγερμένων διαδηλωτών, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ανάλογο νομικό πλαίσιο. Στο σημείο αυτό αναφύεται το ερώτημα πώς αυτή η τεράστια, για τα δεδομένα του Κοσσόβου δύναμη (KFOR, UN, UNMIK, Governmental Organizations, NGOs, κλπ…) πιάστηκε κυριολεκτικά στον ύπνο και δεν προέβλεψε την εξέγερση των Α-Κοσσοβάρων. Επιπλέον απαιτούνταν να δαπανηθεί ένα τεράστιο οικονομικό κεφάλαιο από όλον τον κόσμο, για την δημιουργία της αυτονομίας του Κοσσόβου και μόνο ;
Οι εμπειρίες του ελληνικού Στρατού από τα επεισόδια αυτά ήταν σημαντικές , δυστυχώς όμως δεν κεφαλαιοποιήθηκαν προς ανάλογη μελλοντική εκμετάλλευση. Σημαντική ήταν επίσης και η στρατιωτική διπλωματία, η οποία ασκήθηκε τόσο προς την τοπική κοινωνία, όσο και προς την υπόλοιπη πολυεθνική δύναμη. Το φιλότιμο του Έλληνα στρατιώτη μεγαλούργησε αλλά δεν κατάφερε να υπερισχύσει της εσωστρέφειας, του συντηρητισμού και των παθογενειών Στρατού και Πολιτείας, πού ενήργησαν στο Κοσσυφοπέδιο δαπανώντας τεράστια κονδύλια, χωρίς εθνική στρατηγική για τον διεμβολισμό του βαλκανικού εθνικισμού.
Ένα άλλο σημείο το οποίο πρέπει να αναφέρουμε είναι η αδυναμία του ελληνικού κράτους και του Ελληνικού Στρατού να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα στην KFOR, έτσι παρά το γεγονός, ότι η Ελλάδα βρίσκονταν πλησιέστερα στο Κόσσοβο από οποιαδήποτε άλλη οργανωμένη χώρα την εποχή εκείνη, ο Ελληνικός Στρατός δεν κατάφερε να αναλάβει ούτε ένα ρόλο RSN [Role Specialist Nation], δηλαδή την διαχείριση και την υποστήριξη όλης της KFOR με κάποιο υλικό ή εφόδιο ή υπηρεσίας ή κάτι άλλο. Ούτε επίσης η πόλη της Θεσσαλονίκης εκμεταλλεύτηκε σε ικανοποιητικό βαθμό οικονομικά την KFOR, εξ’ αιτίας κυρίως των ιδεοληπτικών αντιδράσεων μερίδας της αριστεράς, που θεώρησε ότι μπορούσε να παρεμποδίσει την ανάπτυξη της KFOR για να «αποτρέψει τον Γ’ΠΠ» , παρακωλύοντας την κίνηση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Ο βαλκανικός και εν προκειμένω ο αλβανικός εθνικισμός, ουρά του τουρκικού την περίοδο αυτή, σ’ ένα πεδίο διαρκούς γεωπολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, απαιτεί ισχύ και επιθετική διπλωματία για την αντιμετώπιση του.
Δημοσίευση σχολίου