Όταν επί εποχής Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ θεωρούνταν αποκλειστικός σύμμαχος του Ισραήλ και η τότε Σοβιετική Ένωση της Αιγύπτου, μέχρι τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973 (όπου τερματίστηκε η δεύτερη σχέση, με το Κάιρο να κατηγορεί τη Μόσχα ότι «πούλησε» τους Αιγύπτιους), ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι τέσσερις και κάτι δεκαετίες μετά, όλες οι κάποτε δεδομένες ισορροπίες έχουν ανατραπεί…
Γράφει ο ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Όπως μεταδίδει ο καλά πληροφορημένος συνήθως ιστοχώρος «Debka», ότι οι ηγέτες της Ρωσίας και του Ισραήλ, Βλαντιμίρ Πούτιν και Μπενιαμίν Νετανιάχου, στο πλαίσιο της κοινής βούλησης για ενίσχυση των διμερών σχέσεων στον τομέα της άμυνας, αποφάσισαν τη διεξαγωγή της πρώτης ιστορικά στρατιωτικής άσκησης ανάμεσα στις ένοπλες δυνάμεις των δυο χωρών!
Πρόκειται για μια εξέλιξη γεωστρατηγικής εμβέλειας, αφού σηματοδοτεί το τέλος της αποκλειστικότητας των Ηνωμένων Πολιτειών στις στρατιωτικές σχέσεις με το Ισραήλ σε μια πολύ κρίσιμη περιοχή, που δεν θα αντιμετωπιστεί ευνοϊκά στην Ουάσιγκτον.
Υπενθυμίζεται, ότι στη συνάντηση των δυο ηγετών παρόντες ήταν από ισραηλινής πλευράς ο επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών του Ισραήλ, υποστράτηγος Χερτζί Χαλεβί, μαζί με τον αρχηγό της Mossad, Γιόσι Κοέν, άρα πρόκειται για μια απόφαση καλά σταθμισμένη ως προς τα θετικά και αρνητικά της από την πλευρά των Ισραηλινών…
Το επιχείρημα της εμπλοκής των ρωσικών στρατευμάτων στην περιοχή της Συρίας, είναι από μόνο του ισχυρό για να οδηγεί στο συμπέρασμα της ανάγκης εξεύρεσης κανόνων που θα διέπουν τις στρατιωτικές σχέσεις Μόσχας και Τελ Αβίβ σε μια προσπάθεια αποτροπής εμπλοκής που θα μπορούσε να αποβεί καταστρεπτική, κυριολεκτικά.
Ωστόσο, ο τύπος των ασκήσεων που φέρονται οι δυο πλευρές να έχουν επιλέξει οδηγεί σε περεταίρω συμπεράσματα και δείχνει ότι η δυναμική της περιοχής της ανατολικής Μεσογείου είναι πολύ διαφορετική από το παρελθόν, ενώ εμπλέκει σαφέστατα και τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνισμού, ελλαδικού και κυπριακού.
Οι ασκήσεις που αποφασίστηκαν θα είναι αεροναυτικές και θα διεξαχθούν, εκτός πάντα απροόπτου στην ευρύτερη περιοχή εντός του θέρους. Η εξέλιξη αυτή, στο επίπεδο της ισορροπίας δυνάμεων έχουν σημαντικές επιπτώσεις, τόσο σε συμβολικό όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο.
Όπως σημειώνει στην ανάλυσή του ο προαναφερθείς ιστοχώρος, θα είναι η πρώτη φορά που ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη που θα έχουν απογειωθεί από αεροπορική βάση αραβικού κράτους, εν προκειμένω τη βάση Χμέιμιμ στην περιοχή της Λατάκιας όπου φιλοξενείται η ρωσική αεροπορική δύναμη (σ.σ. σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες η Ρωσία προσανατολίζεται στην προ της μερικής αποχώρησης αριθμητική αποκατάσταση) και δεν θα έχουν σαν στόχο να αντιπαρατεθούν αλλά θα συνεκπαιδευτούν με τις ισραηλινές αεροπορικές δυνάμεις, κάτι που αποτελεί εξ ορισμού τεράστιας σημασίας εξέλιξη.
Στο μεταξύ, οι δυο χώρες έχουν αποφασίσει να αναβαθμίσουν τον μηχανισμό συνεργασίας που επιτρέπει την εκατέρωθεν ενημέρωση με στόχο την αποτροπή «παρεξηγήσεων» εφόσον μαχητικά και των δυο πλευρών πετούν στην ευρύτερη περιοχή και στο πρόσφατο σχετικά παρελθόν συνέβησαν περιστατικά τα οποία θα μπορούσαν να καταλήξουν σε κλιμάκωση και εμπλοκή με συνέπειες που θα μπορούσαν να είναι πάρα πολύ σοβαρές.
Τι έγινε όμως και έσπασε πάλι ο πάγος που έδειχνε να ταλαιπωρεί τις διμερείς σχέσεις; Η απάντηση των αναλυτών της ιστοσελίδας ενδιαφέρουσα, όσο και πειστική: Η αναφορά Νετανιάχου, ότι οι πόρτες είναι ανοιχτές για ρωσικές εταιρίες να συμμετάσχουν στους διαγωνισμούς για την ανάπτυξη των ισραηλινών κοιτασμάτων στην ανατολική Μεσόγειο.
Πρακτικά αυτό σημαίνει, ότι οι δυο ηγέτες τα βρήκαν, με τον Ισραηλινό να υπόσχεται στον Ρώσο μερίδιο, προφανώς εάν πάρει αυτά που επιθυμεί στα θέματα περιφερειακής ασφάλειας που έχει ως προτεραιότητα. Αυτό δεν θα πρέπει να ξενίζει κανέναν. Τα πάντα μια διαπραγμάτευση είναι. Δίνεις και παίρνεις. Το τι δόθηκε και το ποιο είναι το αντάλλαγμα θα τα δούμε στην πράξη…
Στο θέμα των υδρογονανθράκων έχουμε γράψει κατ’ επανάληψη ότι η συμμετοχή της Ρωσίας αποτελεί εγγύηση ότι οι Ισραηλινοί θα αποφύγουν περιπέτειες με ενδεχόμενες ενέργειες δολιοφθοράς ή στρατιωτικών πληγμάτων από μη κρατικούς δρώντες στην ευρύτερη περιοχή, όπως η Χεζμπολάχ (άρα το Ιράν…) και η Χαμάς.
Αυτό αποτελεί βασική προτεραιότητα για το Ισραήλ, που παρακολουθούσε τη μεθοδική ανάπτυξη της ρωσικής στρατηγικής και τη σύναψη ενεργειακών συμφωνιών με τη Συρία, τον Λίβανο, την Αίγυπτο, αλλά και τη διατήρηση θερμής επικοινωνίας με την Κύπρο.
Εν ολίγοις, η Μόσχα όχι μόνο διεμήνυε την αποφασιστικότητά της να συμμετάσχει στην υπό ανάδυση νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας της ανατολικής Μεσογείου, έκανε και βήματα που θα την πλάσαραν de facto στο «παιχνίδι» της περιοχής.
Οπότε, οι ρεαλιστές Ισραηλινοί, ακόμα κι αν σε πρώτη φάση δεν επιθυμούσαν εμπλοκή της Μόσχας, αντελήφθησαν ταχύτατα ότι η στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία, η νέα σχέση που οικοδομήθηκε με την Αίγυπτο και οι ενεργειακές συμφωνίες δημιουργούσαν νέα στρατηγικά δεδομένα. Ακόμα και να το επιθυμούσαν, η Μόσχα θα είχε τη δυνατότητα να εκβιάσει τη συμμετοχή της, αφού διέθετε πλέον τρόπους να πλήξει τα ισραηλινά συμφέροντα.
Πούτιν και Νετανιάχου, ως καλοί σκακιστές, τοποθέτησαν τα πιόνια τους, δοκίμασαν ο ένας τις αντοχές του άλλου και κατέληξαν ότι η συνεργασία είναι προς όφελος αμφοτέρων, ή απλά, σε τελική ανάλυση, στο ενδεχόμενο διπλωματικής αντιπαράθεσης, είχαν και οι δύο μόνο να χάσουν.
Οι Ισραηλινοί δεν εμπιστεύονται τις ΗΠΑ του Ομπάμα, θεωρώντας ότι δεν έχουν ξεκάθαρη στρατηγική, ενώ πολλές τους ενέργειες στην περιοχή έπαψαν να ταυτίζονται ή απλά να συνυπολογίζουν τα συμφέροντα του εβραϊκού κράτους. Αυτό οδήγησε στην αναθέρμανση των σχέσεων αρχικά με την Κίνα και στη συνέχεια με τη Ρωσία, αναζητώντας την απαραίτητη διπλωματική ευελιξία και τις επιλογές που θα μεγιστοποιήσουν την ασφάλεια και θα κατοχυρώσουν τα συμφέροντά τους.
Ας πάμε όμως και στα συμφέροντα του Ελληνισμού, αφού η διαφαινόμενη συνεργασία Ρωσίας-Ισραήλ θα αλλάξει – σταδιακά και μόνο εάν προχωρήσει και θεσμοποιηθεί – τα δεδομένα στην περιοχή, κατά τρόπον που θα μπορούσε να αποδειχθεί θετικός για τα ελληνικά συμφέροντα, κάτι που ισχύει για πολύ περισσότερους λόγους από την απλή επιθυμία της Λευκωσίας να διατηρεί θερμές τις πάντα χρήσιμες στο εθνικό θέμα του Κυπριακού σχέσεις με τη Μόσχα.
Θα μπορούσε κανείς να υποπτευθεί, ότι η απόφαση του Νετανιάχου να προστατεύσει όσα είχαν επιτευχθεί το τελευταίο διάστημα με τους Ρώσους, είναι και μια κίνηση στη σκακιέρα της διαπραγμάτευσης με την Τουρκία, αφού η αμετροεπής συμπεριφορά των Τούρκων και η φυσική τους τάση να θεωρούν ως «εθνικά δίκαια» όλα όσα επιδιώκουν με αποτέλεσμα να μην υποχωρούν στη διαπραγμάτευση, έχει ενοχλήσει πού την ισραηλινή πλευρά.
Παρά ταύτα, στη διαπραγμάτευση τηρεί εξαιρετικά χαμηλούς τόνους σε μια προσπάθεια ενδεχομένως να πείσει την Ουάσιγκτον ότι ενδιαφέρεται και προσπαθεί γνήσια να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Άγκυρα, η οποία όμως με την προσέγγιση του «όλα ή τίποτα» τινάζει στον αέρα κάθε προσπάθεια επαναπροσέγγισης. Ίσως κατά βάθος, ειδικά ο Νετανιάχου να μην καίγεται καν να τα βρει με τον Ερντογάν, πολύ απλά διότι ΔΕΝ τον εμπιστεύεται. Ποιος εχέφρων θα μπορούσε να τον κακίσει;
Υπ’ αυτή την έννοια η κατάσταση θυμίζει πολύ Κυπριακό, όπου το σύνηθες ζητούμενο δεν είναι πως θα βρεθεί κάποια αμοιβαία αποδεκτή λογική λύση, αλλά το ποιος θα χρεωθεί την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, αφού κατά βάθος όλοι αντιλαμβάνονταν μέχρι πρόσφατα – μέχρι οι υδρογονάνθρακες να κάνουν τους Τούρκους να επείγονται για λύση – πως λύση με τους τουρκικούς όρους μόνο υπό το καθεστώς εκβιασμών θα μπορούσε να επιτευχθεί.
Η Κύπρος που διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις πλέον και με το Ισραήλ και με τη Ρωσία θα αισθανόταν ασφαλέστερη, ενώ η εμπλοκή του εβραϊκού κράτους στα της ασφάλειας και άμυνας των ελεύθερων περιοχών της Κύπρου που πάντα το ενδιέφερε σφόδρα, αφού από στρατιωτικής απόψεως η Κύπρος προσέδιδε στο Ισραήλ το στρατηγικό βάθος που του λείπει, μάλλον ακυρώνει στην πράξη κάθε τουρκική σκέψη για στρατιωτικό εκβιασμό.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπενθυμιστεί και η παρέμβαση της Χίλαρι Κλίντον – που προβάλει πλέον ως το φαβορί για επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, μετά τον Μπάρακ Ομπάμα – ως υπουργός Εξωτερικών στην πλευρά των Τούρκων, υπενθυμίζοντας ότι οι στρατιωτικές τους ενέργειες στρέφονται εναντίον των αμερικανικών συμφερόντων δεδομένης της πρωτοκαθεδρίας της τεξανής εταιρίας Noble Energy στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων της περιοχής.
Η συναντίληψη Ρώσων και Ισραηλινών για τις ενεργειακές εξελίξεις της περιοχής, παράλληλα με τη διάθεση των στρατιωτικών μέσων που θα διασφαλίσουν ομαλές εξελίξεις, θα μπορούσε ακόμα και να ανοίξει στη Μόσχα τόσο την πόρτα της Ουάσιγκτον όσο και των Βρυξελλών, αλλάζοντας εντελώς το κλίμα, αφού η επίδειξη υπευθυνότητας και η διεκδίκηση – ανάληψη ρόλου μαζί με τους Ισραηλινούς κατά τρόπο συμβατό με τα δυτικά συμφέροντα, θα μπορούσε να φέρει μεγάλες ανατροπές.
Ο κυνισμός της διεθνούς πολιτικής και «ο χρόνος που γιατρεύει» θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα ακόμα και στο μεγάλο «αγκάθι», το ζήτημα της Ουκρανίας και ιδιαίτερα την προσάρτηση της Κριμαίας. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που οι «μνήμες θα ξεθωριάσουν», ενώ ο άμεσα ενδιαφερόμενος που θα εξαρτάται οικονομικά από τους ισχυρούς δεν θα έχει και πολλά περιθώρια αντίδρασης.
Η νέα κατάσταση όμως χρήζει σοβαρής εξέτασης με στόχο αναθεωρήσεις ουσίας στην ανάπτυξη της εξωτερικής πολιτικής και από την πλευρά της Ελλάδας, μια χώρα που πλήττεται όσο λίγες από το ιό του αναθεωρητισμού που έχει πλήξει μαζικά τους γείτονές της.
Καταρχήν την Τουρκία, αλλά και τις Αλβανία και Σκόπια που θεωρούν ότι μπορούν να προωθήσουν τα αναθεωρητικά συμφέροντά τους καλυπτόμενοι πίσω από τους συνήθεις στρατιωτικούς εκβιασμούς της Άγκυρας, στην εξαιρετικά δύσκολη οικονομική συγκυρία για το ελληνικό κράτος, η οποία πλήττει αναπόφευκτα τις δυνατότητες επενδύσεων στον τομέα της άμυνας. Όλες οι ανωτέρω χώρες ασχημονούν και προσβάλουν τον Ελληνισμό σε κάθε ευκαιρία.
Η Ελλάδα πρέπει να συμμετάσχει στην υπό ανάδυση αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής και να επιδιώξει να συμπεριλάβει ΚΑΙ το Αιγαίο, πέραν της επέκτασής της μέχρι την περιοχή νοτίως της Κρήτης όπου υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ύπαρξης σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, των οποίων θα έρθει η ώρα…
Δεν μπορεί να κοιτάζει απαθής, ούτε μπορεί να παραμένει εγκλωβισμένη σε αυτή την ιδιότυπη «τουρκολαγνεία» ιδίως όταν η άλλη πλευρά δεν στέργει, αλλά σε κάθε ευκαιρία προβαίνει σε μη φιλικές ενέργειες, όπως οι αθλιότητες του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών για τη Θράκη, με αφορμή την κριτική που ασκήθηκε για την ισλαμο-οικειοποίηση της Αγίας Σοφίας, αυτού του παγκοσμίου συμβόλου του χριστιανισμού αλλά και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται αλλαγή στάσης απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η αυτονόητη σε σοβαρές χώρες αξιοποίηση μιας συγκυρίας ευνοϊκής, τέτοιας που οδηγεί τη βασική χώρα-απειλή ασφαλείας σε απομόνωση, εφόσον η ίδια αποδεικνύει καθημερινά ότι αντιλαμβάνεται ως αδυναμία την εμμονική ελληνική ρητορική περί συνεργασίας.
Δεν έχει νόημα να επιδιώκει η Ελλάδα την προσέγγιση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση με το ζόρι, τη στιγμή μάλιστα που η ίδια η ΕΕ υποφέρει πλέον από την ίδια «απροσάρμοστη» συμπεριφορά που η χώρα μας αντιμετωπίζει επί δεκαετίες.
Το μόνο που χρήζει ανθρωπιστικής αντιμετώπισης και κατανόησης, είναι το πρόβλημα του διαταραγμένου ψυχικού κόσμου συνανθρώπου μας που τυγχάνει να είναι πρόεδρος της Τουρκίας. Τίποτα περισσότερο. Ας ελπίσουμε ότι η χώρα θα το αντιληφθεί.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Οι Ισραηλινοί δεν εμπιστεύονται τις ΗΠΑ του Ομπάμα, θεωρώντας ότι δεν έχουν ξεκάθαρη στρατηγική, ενώ πολλές τους ενέργειες στην περιοχή έπαψαν να ταυτίζονται ή απλά να συνυπολογίζουν τα συμφέροντα του εβραϊκού κράτους. Αυτό οδήγησε στην αναθέρμανση των σχέσεων αρχικά με την Κίνα και στη συνέχεια με τη Ρωσία, αναζητώντας την απαραίτητη διπλωματική ευελιξία και τις επιλογές που θα μεγιστοποιήσουν την ασφάλεια και θα κατοχυρώσουν τα συμφέροντά τους.
Ας πάμε όμως και στα συμφέροντα του Ελληνισμού, αφού η διαφαινόμενη συνεργασία Ρωσίας-Ισραήλ θα αλλάξει – σταδιακά και μόνο εάν προχωρήσει και θεσμοποιηθεί – τα δεδομένα στην περιοχή, κατά τρόπον που θα μπορούσε να αποδειχθεί θετικός για τα ελληνικά συμφέροντα, κάτι που ισχύει για πολύ περισσότερους λόγους από την απλή επιθυμία της Λευκωσίας να διατηρεί θερμές τις πάντα χρήσιμες στο εθνικό θέμα του Κυπριακού σχέσεις με τη Μόσχα.
Θα μπορούσε κανείς να υποπτευθεί, ότι η απόφαση του Νετανιάχου να προστατεύσει όσα είχαν επιτευχθεί το τελευταίο διάστημα με τους Ρώσους, είναι και μια κίνηση στη σκακιέρα της διαπραγμάτευσης με την Τουρκία, αφού η αμετροεπής συμπεριφορά των Τούρκων και η φυσική τους τάση να θεωρούν ως «εθνικά δίκαια» όλα όσα επιδιώκουν με αποτέλεσμα να μην υποχωρούν στη διαπραγμάτευση, έχει ενοχλήσει πού την ισραηλινή πλευρά.
Παρά ταύτα, στη διαπραγμάτευση τηρεί εξαιρετικά χαμηλούς τόνους σε μια προσπάθεια ενδεχομένως να πείσει την Ουάσιγκτον ότι ενδιαφέρεται και προσπαθεί γνήσια να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Άγκυρα, η οποία όμως με την προσέγγιση του «όλα ή τίποτα» τινάζει στον αέρα κάθε προσπάθεια επαναπροσέγγισης. Ίσως κατά βάθος, ειδικά ο Νετανιάχου να μην καίγεται καν να τα βρει με τον Ερντογάν, πολύ απλά διότι ΔΕΝ τον εμπιστεύεται. Ποιος εχέφρων θα μπορούσε να τον κακίσει;
Υπ’ αυτή την έννοια η κατάσταση θυμίζει πολύ Κυπριακό, όπου το σύνηθες ζητούμενο δεν είναι πως θα βρεθεί κάποια αμοιβαία αποδεκτή λογική λύση, αλλά το ποιος θα χρεωθεί την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, αφού κατά βάθος όλοι αντιλαμβάνονταν μέχρι πρόσφατα – μέχρι οι υδρογονάνθρακες να κάνουν τους Τούρκους να επείγονται για λύση – πως λύση με τους τουρκικούς όρους μόνο υπό το καθεστώς εκβιασμών θα μπορούσε να επιτευχθεί.
Η Κύπρος που διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις πλέον και με το Ισραήλ και με τη Ρωσία θα αισθανόταν ασφαλέστερη, ενώ η εμπλοκή του εβραϊκού κράτους στα της ασφάλειας και άμυνας των ελεύθερων περιοχών της Κύπρου που πάντα το ενδιέφερε σφόδρα, αφού από στρατιωτικής απόψεως η Κύπρος προσέδιδε στο Ισραήλ το στρατηγικό βάθος που του λείπει, μάλλον ακυρώνει στην πράξη κάθε τουρκική σκέψη για στρατιωτικό εκβιασμό.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπενθυμιστεί και η παρέμβαση της Χίλαρι Κλίντον – που προβάλει πλέον ως το φαβορί για επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, μετά τον Μπάρακ Ομπάμα – ως υπουργός Εξωτερικών στην πλευρά των Τούρκων, υπενθυμίζοντας ότι οι στρατιωτικές τους ενέργειες στρέφονται εναντίον των αμερικανικών συμφερόντων δεδομένης της πρωτοκαθεδρίας της τεξανής εταιρίας Noble Energy στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων της περιοχής.
Η συναντίληψη Ρώσων και Ισραηλινών για τις ενεργειακές εξελίξεις της περιοχής, παράλληλα με τη διάθεση των στρατιωτικών μέσων που θα διασφαλίσουν ομαλές εξελίξεις, θα μπορούσε ακόμα και να ανοίξει στη Μόσχα τόσο την πόρτα της Ουάσιγκτον όσο και των Βρυξελλών, αλλάζοντας εντελώς το κλίμα, αφού η επίδειξη υπευθυνότητας και η διεκδίκηση – ανάληψη ρόλου μαζί με τους Ισραηλινούς κατά τρόπο συμβατό με τα δυτικά συμφέροντα, θα μπορούσε να φέρει μεγάλες ανατροπές.
Ο κυνισμός της διεθνούς πολιτικής και «ο χρόνος που γιατρεύει» θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα ακόμα και στο μεγάλο «αγκάθι», το ζήτημα της Ουκρανίας και ιδιαίτερα την προσάρτηση της Κριμαίας. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που οι «μνήμες θα ξεθωριάσουν», ενώ ο άμεσα ενδιαφερόμενος που θα εξαρτάται οικονομικά από τους ισχυρούς δεν θα έχει και πολλά περιθώρια αντίδρασης.
Η νέα κατάσταση όμως χρήζει σοβαρής εξέτασης με στόχο αναθεωρήσεις ουσίας στην ανάπτυξη της εξωτερικής πολιτικής και από την πλευρά της Ελλάδας, μια χώρα που πλήττεται όσο λίγες από το ιό του αναθεωρητισμού που έχει πλήξει μαζικά τους γείτονές της.
Καταρχήν την Τουρκία, αλλά και τις Αλβανία και Σκόπια που θεωρούν ότι μπορούν να προωθήσουν τα αναθεωρητικά συμφέροντά τους καλυπτόμενοι πίσω από τους συνήθεις στρατιωτικούς εκβιασμούς της Άγκυρας, στην εξαιρετικά δύσκολη οικονομική συγκυρία για το ελληνικό κράτος, η οποία πλήττει αναπόφευκτα τις δυνατότητες επενδύσεων στον τομέα της άμυνας. Όλες οι ανωτέρω χώρες ασχημονούν και προσβάλουν τον Ελληνισμό σε κάθε ευκαιρία.
Η Ελλάδα πρέπει να συμμετάσχει στην υπό ανάδυση αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής και να επιδιώξει να συμπεριλάβει ΚΑΙ το Αιγαίο, πέραν της επέκτασής της μέχρι την περιοχή νοτίως της Κρήτης όπου υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ύπαρξης σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, των οποίων θα έρθει η ώρα…
Δεν μπορεί να κοιτάζει απαθής, ούτε μπορεί να παραμένει εγκλωβισμένη σε αυτή την ιδιότυπη «τουρκολαγνεία» ιδίως όταν η άλλη πλευρά δεν στέργει, αλλά σε κάθε ευκαιρία προβαίνει σε μη φιλικές ενέργειες, όπως οι αθλιότητες του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών για τη Θράκη, με αφορμή την κριτική που ασκήθηκε για την ισλαμο-οικειοποίηση της Αγίας Σοφίας, αυτού του παγκοσμίου συμβόλου του χριστιανισμού αλλά και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται αλλαγή στάσης απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η αυτονόητη σε σοβαρές χώρες αξιοποίηση μιας συγκυρίας ευνοϊκής, τέτοιας που οδηγεί τη βασική χώρα-απειλή ασφαλείας σε απομόνωση, εφόσον η ίδια αποδεικνύει καθημερινά ότι αντιλαμβάνεται ως αδυναμία την εμμονική ελληνική ρητορική περί συνεργασίας.
Δεν έχει νόημα να επιδιώκει η Ελλάδα την προσέγγιση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση με το ζόρι, τη στιγμή μάλιστα που η ίδια η ΕΕ υποφέρει πλέον από την ίδια «απροσάρμοστη» συμπεριφορά που η χώρα μας αντιμετωπίζει επί δεκαετίες.
Το μόνο που χρήζει ανθρωπιστικής αντιμετώπισης και κατανόησης, είναι το πρόβλημα του διαταραγμένου ψυχικού κόσμου συνανθρώπου μας που τυγχάνει να είναι πρόεδρος της Τουρκίας. Τίποτα περισσότερο. Ας ελπίσουμε ότι η χώρα θα το αντιληφθεί.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου