Του Μιχάλη Διακαντώνη *
Η ενεργειακή επανάσταση που συντελέστηκε στις ΗΠΑ κατά την τελευταία δεκαετία –μέσω της αξιοποίησης των κοιτασμάτων σχιστολιθικού αερίου που η χώρα διαθέτει– της έδωσαν τη δυνατότητα να αποκτήσει την ενεργειακή της αυτονομία και ταυτόχρονα να αρχίσει απ’ το προσεχές έτος τις εξαγωγές φυσικού αερίου προς την ευρωπαϊκή και την ασιατική ήπειρο. Είναι ικανή αυτή η εξέλιξη να απεξαρτήσει την Ευρώπη απ’ το φυσικό αέριο της Ρωσίας; Ποια είναι η επίδραση των αμερικανικών εξαγωγών στον προϋπολογισμό της ρωσικής κυβέρνησης και πώς πρέπει να προετοιμαστούν τα ευρωπαϊκά κράτη για να ανταποκριθούν στην εξέλιξη αυτή;
Η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή «εικόνα» της αγοράς φυσικού αερίου
Καταρχάς, θα πρέπει να τονιστεί ότι στην παρούσα χρονική συγκυρία, η παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου ευνοεί περισσότερο τους αγοραστές, παρά τους πωλητές (buyer’s market). Αυτό συμβαίνει, γιατί:
* Η ζήτηση αερίου στην Ευρώπη και στην Ασία έχει περιοριστεί, εξαιτίας των χαμηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, ως απότοκο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε το 2008.
* Οι εξαιρετικά χαμηλές τιμές του άνθρακα κάνουν πολλές χώρες να τον χρησιμοποιούν ακόμα ως ενεργειακή πρώτη ύλη, παρά τις σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που αυτός προκαλεί.
* Ενώ μετά το ατύχημα στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας αρκετές χώρες άρχισαν να περιορίζουν τα πυρηνικά τους προγράμματα (Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο), κάποιες άλλες (Γαλλία, Βρετανία) συνεχίζουν να επιθυμούν την επέκτασή τους για οικονομικούς αλλά και για περιβαλλοντικούς λόγους που σχετίζονται με τον περιορισμό των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα.
* Η χρήση των ανανεώσιμων πηγών έχει αυξηθεί υποκαθιστώντας άλλες μορφές ενέργειας, αν και με ρυθμό αργότερο του προβλεπόμενου, εξαιτίας της έλλειψης ικανών επενδυτικών κεφαλαίων.
* Στα τελευταία έτη, οι καιρικές συνθήκες ήταν σχετικά ήπιες, οδηγώντας σε μικρότερη ζήτηση φυσικού αερίου.
* Οι εξαιρετικά χαμηλές τιμές του άνθρακα κάνουν πολλές χώρες να τον χρησιμοποιούν ακόμα ως ενεργειακή πρώτη ύλη, παρά τις σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που αυτός προκαλεί.
* Ενώ μετά το ατύχημα στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας αρκετές χώρες άρχισαν να περιορίζουν τα πυρηνικά τους προγράμματα (Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο), κάποιες άλλες (Γαλλία, Βρετανία) συνεχίζουν να επιθυμούν την επέκτασή τους για οικονομικούς αλλά και για περιβαλλοντικούς λόγους που σχετίζονται με τον περιορισμό των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα.
* Η χρήση των ανανεώσιμων πηγών έχει αυξηθεί υποκαθιστώντας άλλες μορφές ενέργειας, αν και με ρυθμό αργότερο του προβλεπόμενου, εξαιτίας της έλλειψης ικανών επενδυτικών κεφαλαίων.
* Στα τελευταία έτη, οι καιρικές συνθήκες ήταν σχετικά ήπιες, οδηγώντας σε μικρότερη ζήτηση φυσικού αερίου.
Η δυνατότητα παραγωγής φυσικού αερίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο προβλέπεται να μειωθεί μελλοντικά, ενώ, παράλληλα, η ζήτηση του θα αυξηθεί, δημιουργώντας ένα κενό της τάξης των 310 δισ. κυβικών μέτρων (bcm) μέχρι το 2020 και 420 bcm μέχρι το 2030, που θα πρέπει να καλυφθεί μέσω εισαγωγών. Ένα μέρος αυτών των ποσοτήτων θα μπορούσε δυνητικά να προέλθει απ’ το αέριο των χωρών της Β. Αφρικής, αλλά τα πολιτικά προβλήματα και η γραφειοκρατία στην Αλγερία και το πολιτικό-κοινωνικό χάος που επικρατεί στη Λιβύη αποκλείουν μια τέτοια πιθανότητα. Ταυτόχρονα, το νέο κοίτασμα Zohr στην Αίγυπτο, ενώ προβλέπεται να προσφέρει ενεργειακή αυτονομία στη χώρα, δύσκολα θα οδηγήσει σε σημαντικές ποσότητες εξαγωγών προς την Ευρώπη.
Το ιρανικό αέριο είναι πιθανότερο να κατευθυνθεί προς την Ασία, ενώ η ασταθής πολιτική κατάσταση στο Ιράκ αποτρέπει την αξιοποίηση των σημαντικών κοιτασμάτων που η χώρα διαθέτει. Τα κοιτάσματα των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου (Ισραήλ και Κύπρου) θα πρέπει να αντιμετωπίσουν μια σειρά γραφειοκρατικών, πολιτικών αλλά και χρηματοδοτικών εμποδίων προτού κατευθυνθούν στις ευρωπαϊκές αγορές, ενώ το Αζερμπαϊτζάν δεν μπορεί να προσφέρει παραπάνω από 27 bcm μέχρι το 2030. Με βάση τα δεδομένα αυτά, προκύπτει ένα μεγάλο κενό ζήτησης που θεωρητικά μπορεί να καλυφθεί τόσο απ’ το ρωσικό φυσικό αέριο, που ικανοποιεί ήδη το 30% της ευρωπαϊκής ζήτησης, όσο και απ’ τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου από ΗΠΑ, Αυστραλία και άλλες χώρες.
Η επίδραση των αμερικανικών εξαγωγών αερίου στη Ρωσία
Στις ΗΠΑ αυτήν τη στιγμή είναι σε εξέλιξη δεκάδες projects παραγωγής υγροποιημένου αερίου, που δυνητικά θα μπορούσαν να αποφέρουν μια ποσότητα φυσικού αερίου από 93 έως και 186 bcm ετησίως στο χρονικό διάστημα μεταξύ 2020-2025. Η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι δεν αναμένεται όλα τα έργα να λάβουν χρηματοδότηση ή να ολοκληρωθούν, καθώς οι χαμηλές τιμές του αερίου και η πρόσφατη άνοδος των επιτοκίων απ’ τη Fed θα καταστήσουν πολλές απ’ τις επενδύσεις αυτές οικονομικά ασύμφορες. Πολλοί πιστεύουν ότι σε περίπτωση που επικρατήσει το θετικό σενάριο παραγωγής (186 bcm) η ποσότητα αυτή που επαρκεί για να καλύψει όλες τις σημερινές εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη (150 bcm το 2013) θα οδηγήσει στην πλήρη ενεργειακή απεξάρτησή της απ’ τη Ρωσία και ταυτόχρονα θα πλήξει σοβαρά τη ρωσική οικονομία. Είναι όμως η αλήθεια αυτή; Η απάντηση είναι όχι, γιατί:
* Το μεγαλύτερο μέρος των αμερικανικών εξαγωγών αναμένεται να κατευθυνθεί προς τις ασιατικές αγορές (Ιαπωνία, Κορέα) και όχι στις ευρωπαϊκές.
* Η καθαρή αύξηση της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής, λόγω των αμερικανικών εξαγωγών, θα είναι πολύ μικρή (18 bcm ετησίως), καθώς θα αντισταθμιστεί απ’ τη μείωση της παραγωγής κυρίως στη Β. Αφρική αλλά και στην Ευρώπη, λόγω κόστους και άλλων αντικειμενικών δυσκολιών.
* Αρκετές αμερικανικές εταιρείες δεν θα μπορέσουν να ανταγωνιστούν τις τιμές του ρωσικού αερίου, ιδιαίτερα μακροχρονίως, καθώς η αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς αερίου αλλά και η αναμενόμενη διατήρηση ή και πτώση της τιμής του πετρελαίου (λόγω και της πρόσφατης άρσης του περιορισμού στις εξαγωγές αμερικανικού πετρελαίου) αναμένεται να δυσκολέψουν περαιτέρω τις συνθήκες για τους πωλητές, τουλάχιστον για τα επόμενα 5 έτη.
* Τα έσοδα της Ρωσίας απ’ το φυσικό αέριο αποτελούν μόνο το 3% του ΑΕΠ της και το 14% της αξίας των εξαγωγών της, γεγονός που μαρτυρά ότι η σημαντικότερη πηγή εσόδων της είναι το πετρέλαιο (54% της αξίας των εξαγωγών). Συνεπώς, απ’ τα ανωτέρω προκύπτει ότι πιθανότερη εκδοχή –όπως εκτιμά και η BP σε πρόσφατη ανάλυσή της– είναι το ρωσικό αέριο να εξακολουθήσει να διατηρεί ένα σημαντικό μερίδιο της ευρωπαϊκής αγοράς (περίπου 30%) μέχρι το 2030.
* Η καθαρή αύξηση της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής, λόγω των αμερικανικών εξαγωγών, θα είναι πολύ μικρή (18 bcm ετησίως), καθώς θα αντισταθμιστεί απ’ τη μείωση της παραγωγής κυρίως στη Β. Αφρική αλλά και στην Ευρώπη, λόγω κόστους και άλλων αντικειμενικών δυσκολιών.
* Αρκετές αμερικανικές εταιρείες δεν θα μπορέσουν να ανταγωνιστούν τις τιμές του ρωσικού αερίου, ιδιαίτερα μακροχρονίως, καθώς η αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς αερίου αλλά και η αναμενόμενη διατήρηση ή και πτώση της τιμής του πετρελαίου (λόγω και της πρόσφατης άρσης του περιορισμού στις εξαγωγές αμερικανικού πετρελαίου) αναμένεται να δυσκολέψουν περαιτέρω τις συνθήκες για τους πωλητές, τουλάχιστον για τα επόμενα 5 έτη.
* Τα έσοδα της Ρωσίας απ’ το φυσικό αέριο αποτελούν μόνο το 3% του ΑΕΠ της και το 14% της αξίας των εξαγωγών της, γεγονός που μαρτυρά ότι η σημαντικότερη πηγή εσόδων της είναι το πετρέλαιο (54% της αξίας των εξαγωγών). Συνεπώς, απ’ τα ανωτέρω προκύπτει ότι πιθανότερη εκδοχή –όπως εκτιμά και η BP σε πρόσφατη ανάλυσή της– είναι το ρωσικό αέριο να εξακολουθήσει να διατηρεί ένα σημαντικό μερίδιο της ευρωπαϊκής αγοράς (περίπου 30%) μέχρι το 2030.
Η επίδραση των αμερικανικών εξαγωγών αερίου στην Ευρώπη
Το παραπάνω συμπέρασμα δεν σημαίνει όμως ότι η επίδραση των αμερικανικών εξαγωγών στην ευρωπαϊκή αγορά αερίου είναι μηδαμινή. Η αύξηση της παγκόσμιας προσφοράς αερίου, καθώς και η δυνατότητα μεταπώλησης του από τις ασιατικές στις ευρωπαϊκές αγορές, θα αναγκάσει την Gazprom να ρίξει τις τιμές της, προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό. Το γεγονός αυτό ήδη έχει αρχίσει να λαμβάνει χώρα μετά την οικονομική κρίση του 2008 αλλά και τα γεγονότα στην Ουκρανία, αναγκάζοντας τη ρωσική εταιρεία να μειώσει τις τιμές της κατά περίπου 15%, ενώ έχει προβεί και σε αναδιαπραγμάτευση πολλών συμβολαίων της σχετικά με τη ρήτρα take or pay, που αναγκάζει τους πελάτες της να προπληρώνουν μια σημαντική ποσότητα του αερίου ανεξαρτήτως αν θα το καταναλώσουν ή όχι. Το αποτέλεσμα θα είναι να μειωθεί το ενεργειακό κόστος των ευρωπαϊκών χωρών, ελαφραίνοντας έτσι τους κρατικούς προϋπολογισμούς και δίνοντας ώθηση στην ευρωπαϊκή βιομηχανία. Παράλληλα, θα περιοριστεί ο κίνδυνος της ενεργειακής απομόνωσης της Ευρώπης σε περίπτωση που διαταραχθούν ξανά οι ρωσο-ουκρανικές σχέσεις, όπως συνέβη το 2006 και το 2009.
Βεβαίως, για να μπορέσουν τα ευρωπαϊκά κράτη να αποφύγουν μελλοντικά παρόμοιες προκλήσεις, θα πρέπει να προβούν σε μια σειρά από ενέργειες, όπως τη δημιουργία τερματικών σταθμών υγροποίησης, την ανάπτυξη μιας πιο ανταγωνιστικής και ενοποιημένης αγοράς ενέργειας, την κατασκευή νέων δεξαμενών αποθήκευσης, την αύξηση της ευρωπαϊκής παραγωγής αερίου και τη βελτίωση της ενεργειακής αποτελεσματικότητας. Για να ολοκληρωθούν οι δράσεις αυτές, απαιτείται αφενός πολιτική βούληση και αφετέρου επενδυτικά κεφάλαια, τόσο απ’ τον ιδιωτικό όσο και απ’ τον δημόσιο τομέα, που δεν θα είναι ιδιαίτερα εύκολο να ανευρεθούν υπό τις παρούσες συνθήκες.
Συμπερασματικά, το αμερικανικό αέριο –μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον– δεν θα μπορέσει να προκαλέσει την οριστική ενεργειακή απεξάρτηση απ’ τη Ρωσία. Θα δώσει, όμως, τη δυνατότητα στην Ευρώπη να διευρύνει τις επιλογές της στον ενεργειακό τομέα και να περιορίσει τις πιθανότητες ενεργειακού «στραγγαλισμού» της, εφόσον είναι πρόθυμη να πληρώσει υψηλότερες τιμές σε σχέση με το ρωσικό αέριο και να αναλάβει το πολιτικό και οικονομικό κόστος των νέων ενεργειακών επενδυτικών σχεδίων που απαιτούνται.
* Ο Μιχάλη Διακαντώνη είναι Οικονομολόγος/Διεθνολόγος, συντονιστής στο Παρατηρητήριο Ανατολικής Μεσογείου στον Τομέα Ρωσίας Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ).
πηγή
Δημοσίευση σχολίου