CEPR.ORG
των Andreas Muller, Kjetil Storesletten, Fabrizio Zilibotti
Η κρίση κρατικού χρέους συνεχίζει να ρίχνει σκιές στην δειλή οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης. Το ζήτημα έχει ανακτήσει περίοπτη θέση μετά από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόωρες εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Η τρέχουσα ελληνική κυβέρνηση τάσσεται υπέρ μιας ριζοσπαστικής επαναδιαπραγμάτευσης του προγράμματος βοήθειας, συμπεριλαμβανομένων πιο ευέλικτων όρων αποπληρωμής και το τέλος της δημοσιονομικής λιτότητας. Ένα σχετικό, ζωτικής σημασίας ζήτημα είναι αυτό των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για να αποκατασταθεί η βιώσιμη ανάπτυξη. Η τελική διέξοδος από την κρίση απαιτεί από την Ελλάδα να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του κράτους (δηλαδή, την είσπραξη φόρων) και την αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, η πολιτική διαδικασία έχει μέχρι στιγμής αποτύχει να φέρει μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Είναι η κρίση χρέους μια ώθηση ή ένα εμπόδιο στις μεταρρυθμίσεις;
Γεράκια, περιστέρια και πραγματιστές
Δύο φαινομενικά ασυμβίβαστες θέσεις αντιμάχονται η μία την άλλη στην πολιτική συζήτηση. Τα “γεράκια» επιμένουν ότι οι όροι της αρχικής συμφωνίας πρέπει να εφαρμοστούν και να μην δοθεί καμία περαιτέρω παραχώρηση. Πέρα από τα άμεσα κόστη, η άμβλυνση των όρων της Ελλάδας θα υπονόμευε την αξιοπιστία των αγορών και των θεσμών, θα δημιουργούσε ένα τεράστιο πρόβλημα ηθικού κινδύνου. Συγκεκριμένα, θα κατέστρεφε τα κίνητρα για τις προβληματικές οικονομίες ώστε να εφαρμόσουν τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το να βγει η Ελλάδα από το ευρώ, θα ήταν το μικρότερο κακό.
Κατά την άποψη των «περιστεριών», η δημοσιονομική λιτότητα είναι τόσο επώδυνη όσο και άκαρπη για την λήξη της ύφεσης και είναι το πρόβλημα περισσότερο παρά η λύση. Στην Ελλάδα, η παραγωγή έχει υποχωρήσει 38% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα, και η ανεργία σήμερα διαμορφώνεται υψηλότερα του 25%. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα περιλαμβάνουν περαιτέρω κοινωνικό κόστος βραχυπρόθεσμα. Αυτά είναι αδιανόητα –υποστηρίζουν τα «περιστέρια»- εκτός κι αν υπάρξει κάποια ελάφρυνση του χρέους. Επιπλέον, το φορτίο χρέους είναι ήδη τόσο υψηλό που η αναδιάρθρωση είναι σε κάθε περίπτωση αναπόφευκτη.
Από την αρχή της κρίσης, ατελείωτες διαπραγματεύσεις έχουν οδηγήσει σε επανειλημμένες αναθεωρήσεις προηγουμένως συμφωνηθέντων όρων. Αυτή η προσέγγιση γελοιοποιείται από πολλούς παρατηρητές που το παρουσιάζουν ως την απόλυτη απόδειξη της ανικανότητας των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Μια φρέσκια προοπτική για το κρατικό χρέος και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
Σε μια πρόσφατη έρευνα, αμφισβητούμε αυτή την δημοφιλή άποψη και εμφανίζουμε ότι η ηχηρή οικονομική θεωρία προβλέπει πως η καλύτερη απάντηση είναι ακριβώς ο ρεαλισμός και ο επακόλουθος συμβιβασμός.
Η έρευνά μας έχει στόχο να προσδιορίσει την αποτελεσματική προσέγγιση για να βοηθηθεί ένα κράτος που δυσκολεύεται με την ύφεση και την κρίση χρέους. Κατασκευάσαμε ένα μακροοικονομικό μοντέλο που ενσωματώνει τρία βασικά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.
Το πρώτο είναι ότι το κρατικό χρέος υπόκειται σε περιορισμένη εφαρμογή, και μπορεί να αθετηθεί με κάθε κόστος. Τέτοια κόστη δεν μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια, αντανακλώντας εγχώριες και διεθνείς πολιτικές μεταβολές (πχ. Την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ), που επηρεάζουν την εκτιμώμενη ποινή που συνδέεται με την αθέτηση πληρωμής.
Το δεύτερο είναι πως κάθε φορά που οι πιστωτές αντιμετωπίζουν μια αξιόπιστη απειλή χρεοκοπίας, μπορούν να προσφέρουν στην χώρα ένα «κούρεμα» για να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία, όπως έγινε στην Ελλάδα το 2011.
Σε σημείο ισορροπίας, μια αθέτηση πληρωμής δεν παρατηρείται ποτέ. Αντιθέτως, το χρέος επαναδιαπραγματεύεται συνεχώς με ποικίλα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά το haircut και την ανάκτηση χρέους, σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφθηκαν από τους Tomz και Wright (2007) και Sturzenegger και Zettelmeyer (2008).
Τρίτον η υπερχρεωμένη χώρα μπορεί να προχωρήσει σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που τονώνουν την ανάπτυξη και μειώνουν την εκτιμώμενη διάρκεια της ύφεσης.
Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν πολιτικές που καθιστούν ευκολότερη την έναρξη νέων επιχειρήσεων, τις μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ικανότητα του κράτους στην είσπραξη των φόρων, τον εξορθολογισμό και την συρρίκνωση της δημόσιας διοίκησης, τις αγορές στον εργασιακό κλάδο κ.α. Αυτές οι πολιτικές αποδίδουν ικανοποιητικά κέρδη, αλλά πλήττουν βραχυπρόθεσμα ορισμένες ομάδες πολιτών, και μπορεί να προκαλέσουν διαδηλώσεις στους δρόμους, απώλεια της δημοτικότητας για τις κυβερνήσεις και κοινωνικά κόστη όπως οι προσωρινές αυξήσεις του ποσοστού της ανεργίας.
Για τη δημιουργία ενός κανονιστικού σημείου αναφοράς, χαρακτηρίζουμε την βέλτιστη δυναμική σύμβαση μεταξύ ενός πιστωτικού ιδρύματος και μιας κυρίαρχης χώρας που δυσκολεύεται με την ύφεση. Το βασικό σημείο τριβής είναι πως ο οφειλέτης μπορεί, με βάση ένα default cost, να αποχωρήσει από τη σύμβαση και να επανέλθει στην αγορά για μελλοντικές χρηματοδοτικές ανάγκες. Η σύμβαση περιλαμβάνει μη μείωση της κατανάλωσης και μια μη αύξηση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας στη διάρκεια της ύφεσης. Πιο συγκεκριμένα, η κατανάλωση και η μεταρρυθμιστική προσπάθεια παραμένουν σταθερές όσο ο οφειλέτης δεν έχει κίνητρο να αποχωρήσει από την ισχύουσα σύμβαση (δηλαδή, το κόστος αθέτησης πληρωμής είναι πολύ μεγάλο για να καταστήσει αξιόπιστη μια τέτοια εξέλιξη).
Σε αυτό το περιβάλλον, το laissez-faire αποτέλεσμα της αγοράς, όπου η χώρα χρηματοδοτεί τις ανάγκες της εκδίδοντας κρατικά ομόλογα και αποφασίζει ανεξάρτητα για τις διαρθρωτικές της μεταρρυθμίσεις, είναι ανεπαρκές. Πρώτον, παρά την αύξηση του ασφαλίστρου επαναδιαπραγμάτευσης, οι χρεωμένες χώρες διατηρούν συσσωρευμένο χρέος στη διάρκεια των υφέσεων. Κάθε φορά που το χρέος εξυπηρετείται, η κατανάλωση υποχωρεί, ενώ η κατανάλωση αυξάνεται κάθε φορά που το χρέος επαναδιαπραγματεύεται. Αυτή η δυναμική καταλήγει σε υπερβολική μεταβλητότητα της κατανάλωσης. Δεύτερον, υπάρχουν πολύ λίγες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα εάν το χρέος είναι μεγάλο. Ο λόγος είναι ότι η αξία του χρέους αυξάνεται όταν τελειώνει η ύφεση, λόγω μιας χαμηλότερης πιθανότητας ότι το ανεξόφλητο χρέος θα επαναδιαπραγματευτεί. Ως εκ τούτου, μέρος των κερδών από τις μεταρρυθμίσεις αποδίδεται στους πιστωτές. Το κράτος δεν ενσωματώνει αυτά τα κέρδη και επιδίδεται σε πολύ λίγες μεταρρυθμίσεις. Αυτό, που σχετίζεται με το επιχείρημα του υψηλού χρέους από τον Krugman, οδηγεί σε μια αναποτελεσματικά μεγάλη διάρκεια της ύφεσης.
Πρόγραμμα βοήθειας, ναι-Grexit, όχι
Η αποδοτικότητα μπορεί να επιτευχθεί με την παρέμβαση ενός εξωτερικού θεσμικού οργάνου, όπως το ΔΝΤ. Η βέλτιστη παρέμβαση είναι ένα πρόγραμμα βοήθειας που παρέχει στην χώρα ελάφρυνση χρέους μέχρι το τέλος της ύφεσης, όταν η χώρα θα διευθετήσει μια μεγάλη πληρωμή τόκων. Το πρόγραμμα βοήθειας έχει δύο χαρακτηριστικά. Πρώτον, η χώρα δεν επιτρέπεται να αυξήσει την κατανάλωσή της μονομερώς, δηλαδή υπόκειται σε πρόγραμμα λιτότητας. Δεύτερον, το θεσμικό όργανο μπορεί να εποπτεύσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ενώ αυτά είναι βασικά χαρακτηριστικά των βοηθητικών προγραμμάτων, η θεωρία μας επίσης εμφανίζει μια απροσδόκητη πρόβλεψη: κάθε φορά που ο οφειλέτης απειλεί αξιόπιστα να εγκαταλείψει το πρόγραμμα (για παράδειγμα, λόγω ενός πολιτικού σοκ, όπως η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ), οι όροι της συμφωνίας θα πρέπει να επαναδιαπραγματεύονται υπέρ της. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να προσφέρεται στην χώρα μια πιο ευέλικτη δομή αποπληρωμής (αναβαλλόμενοι φόροι ή ακόμη και μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους), καθώς και ηπιότερες απαιτήσεις για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ένα συμβόλαιο στο οποίο ο οργανισμός δεσμεύεται σε ένα Grexit παρά εξετάζει το αίτημα επαναδιαπραγμάτευσης, είναι λιγότερο αποτελεσματικό από μια ρεαλιστική προσέγγιση που περιλαμβάνει διαδοχικές επαναδιαπραγματεύσεις.
Ο πραγματισμός ως θέμα οικονομικών αρχών
Το μοντέλο μπορεί να αναπαράγει ρεαλιστικές αναλογίες χρέους ως προς το ΑΕΠ, και θεωρούμε ότι ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα βοήθειας μπορεί να αποφέρει μεγάλα κέρδη. Ελλείψει μιας πολιτικής παρέμβασης, η αγορά καταρρέει διότι η κυβέρνηση της χώρας που δανείζεται δεν μπορεί να δεσμευτεί σε μελλοντικές μεταρρυθμίσεις και να επαναδιαπραγματευτεί το χρέος της.
Η συνταγή της θεωρίας μας έρχεται σε έντονη αντίθεση με την άποψη ότι μια σκληρή προσέγγιση είναι ο καλύτερος τρόπος να επιλυθούν τα προβλήματα χρέους της Ευρώπης. Η έρευνά μας αναδεικνύει τον κίνδυνο, κακώς εννοούμενες οικονομικές αρχές να δημιουργήσουν μεγάλες απώλειες για την Ελλάδα και να αναβιώσουν την χρηματοοικονομική αστάθεια στην ευρωζώνη.
Δημοσίευση σχολίου